Ένας φόρος τιμής στον Καρλ Μπαρκς, μέρος 2

Enter the rabbit's lair...

Ένας φόρος τιμής στον Καρλ Μπαρκς και τις καλύτερες ιστορίες του... από το Φονικό Κουνέλι

“Ποτέ δεν κατέβασα το επίπεδο της δουλειάς μου επειδή υποτίθεται ότι έγραφα ιστορίες για παιδιά. Πάντα έγραφα κάτι που να μου αρέσει εμένα και υπέθετα ότι αυτό θα άρεσε και στα παιδιά”. Καρλ Μπαρκς

Γνωρίζεις το ρητό που λέει: “μη μεγαλώσεις, είναι παγίδα”; Ε λοιπόν, ο Καρλ Μπαρκς μόνο φαινομενικά έγραφε ιστορίες «για παιδιά». Επί της ουσίας έγραφε ιστορίες για όλους όσους δεν ψάρωσαν. Για εκείνους που δεν έπεσαν στην παγίδα – στην παγίδα ν’ αποτινάξουν εκείνα τα ωραία που τους χαρακτήριζαν μικρούς. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που ξεχωρίζει τους καλύτερους παραμυθάδες όλων των εποχών και όλων των τόπων: μπορούν να τους απολαύσουν εξίσου τα παιδιά και οι ενήλικες. Οι δεύτεροι γιατί δεν εγκατέλειψαν τη παιδική τους φαντασία, τη λαχτάρα τους για εξερεύνηση και γνώση – όσοι υπάρχουν τέτοιοι, όσοι δεν ξεπουλήθηκαν στο βωμό της τετραγωνισμένης – τόσο τετραγωνισμένης – «ωριμότητας». Πιο τετράγωνης και απ’ τους τετράγωνους ανθρώπους στη χαμένη πόλη των Άνδεων. Και τα πρώτα γιατί αυτή είναι η φύση τους.

Πέρασαν τα χρόνια, οι γενιές άλλαξαν σκυτάλη, τα παιδιά του παρελθόντος έγιναν ενήλικες, νέα παιδιά πήραν τη θέση των παλιών – και η ιστορία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για καιρό. Και κάπου εκεί, μέσα στα ξεχειλισμένα ράφια, χωμένα σε παλιά συρτάρια ή βαλμένα σε κουτιά, θα εντοπίσεις για άλλη μια φορά τα έργα του θείου Καρλ. Και διαβάζοντάς τα απ’ την αρχή ξανά, θα συνειδητοποιήσεις πόσο ξεχειλίζουν με πανέξυπνα μηνύματα, πόσο εύστοχα σατιρίζουν την κοινωνία που τ’ ανέθρεψε. Όχι, κύριοι, αυτά δεν είναι έργα “για παιδιά”. Είναι πολιτισμικά κειμήλια μιας εποχής.

Ας πάρουμε το χαρακτήρα του Ντόναλντ Ντακ; Για τον οποίο ο Μπαρκς είχε πει: «Είναι εγωιστής, φανφαρόνος, κωμικός, συχνά παιδαριώδης… Η ερώτηση όμως παραμένει πάντα: πρόκειται για παπί ή για άνθρωπο;» Ας αναλογιστούμε τη μορφή του θείου Σκρουτζ; Πόσες και πόσες φορές δεν είδες να ενσαρκώνεται στη δίψα του για χρήμα μια πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας; Σκέψου όμως και πόσες φορές δεν έπεφτε ο ίδιος θύμα της αλαζονείας του, πόσο ρηχά έμοιαζαν τα πλούτη του τη στιγμή που αδυνατούσε ν’ απολαύσει ένα απλό παγωτό, όπως τ’ ανίψια του. Σκέψου επίσης πως εκείνο που αγάπησες στο γεροπαράξενο αυτό πάπιο δεν ήταν το χρήμα, μα η λαχτάρα του για περιπέτεια και εξερεύνηση – σκέψου πόσο βαρετός θα σου φαινόταν αν κέρδιζε τα πλούτη του μέσα από τράπεζες και επενδύσεις!

Με το δεύτερο αυτό μέρος του αφιερώματος ολοκληρώνω της παρουσίασή μου στο έργο και τις αγαπημένες ιστορίες του “Παπιάνθρωπου”. Ένα αφιέρωμα που είναι ταυτόχρονα και ένας προσωπικός φόρος τιμής σε έναν από τους αγαπημένους μου παραμυθάδες, όλων των εποχών – κάποιον που στέκει εκεί δίπλα στον Αίσωπο, τον Περώ, τους Γκριμ, τον Βερν, τον Έντε, ή τον Τόλκιν. Και όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας, οι ιστορίες του Μπαρκς προσφέρονται για πολλαπλές αναγνώσεις και περιλαμβάνουν άφθονα επίπεδα νοήματος. Σε ένα αρχικό επίπεδο μπορεί να τον απολαύσει ένα παιδί· μα σε ένα βαθύτερο επίπεδο ο ενήλικας θα εντοπίσει άφθονα στοιχεία που προσφέρονται για κριτική σκέψη. Γιατί οι ιστορίες του Καρλ Μπαρκς συνιστούν, πρωτίστως, ένα παράθυρο στην κοινωνία του 20ου αιώνα.

Για όσους το έχασαν, διαβάζετε το πρώτο μέρος της παρουσίασης εδώ:

Ένας Φόρος Τιμής στον Καρλ Μπαρκς, μέρος 1

Είχαμε ξεκινήσει την καταμέτρηση των 30 προσωπικών αγαπημένων ιστοριών του Καρλ Μπαρκς και είχαμε μείνει στη θέση 21. Καιρός λοιπόν να δούμε τη συνέχεια της καταμέτρησης!


 

Οι 30 Ωραιότερες Ιστορίες του Καρλ Μπαρκς (θέσεις 20-1)

20 # Το Μεγάλο Τσίρκο (Big Top Bedlam, 1950)


Καταμεσής μιας συγγραφικής περιόδου ξέχειλης με εξωτικές περιπέτειες, το «Μεγάλο Τσίρκο» μοιάζει με ένα ευχάριστο, ανάλαφρο διάλειμμα για τον Καρλ Μπαρκς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως συνιστά μια εκτεταμένη δεκασέλιδη ιστορία του: το χιούμορ, τα γκαγκ, οι ανατροπές, όλη εκείνη η τρελή διάθεση που χαρακτηρίζει τις ωραιότερες δεκασέλιδες ιστορίες του βρίσκεται εδώ. Το κυνήγι μιας καρφίτσας που έχασε ο Ντόναλντ, η οποία ανήκει στη Νταίζυ, και η επανεμφάνισή της καταμεσής ενός θιάσου τσίρκου, γίνονται αφορμή για μια παλαβή ιστορία που θυμίζει τον Ντόναλντ Ντακ των κινουμένων σχεδίων – μα και το παλιό κινηματογραφικό slapstick. Ακόμα και τα ανιψάκια του μοιάζουν περισσότερο με τους ταραξίες που γνώρισε ο κόσμος στη Μεγάλη Οθόνη, παρά με τους υπεύθυνους Μικρούς Εξερευνητές που είδαμε στα κόμικς.

Πρόκειται λοιπόν για μια επαναφορά του κλασικού με τη μορφή μιας ατελείωτης φάρσας. Η ιστορία εξάλλου ανήκει στις εικαστικά ωραιότερες του Μπαρκς· το όμορφο αρχικό καρέ, η βαθιά εκφραστικότητα των χαρακτήρων, μα και οι ανθρωπόμορφες φιγούρες που παρελαύνουν στο τσίρκο, αποκαλύπτουν την εξέλιξη του δημιουργού μέσα στα χρόνια. Εν έτει 1950 τα κόμικς του Ντόναλντ Ντακ είχαν πια ωριμάσει και ακροβατούσαν αριστοτεχνικά ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό, το σοβαρό και το κωμικό – ή στην περίπτωση του «Μεγάλου Τσίρκου», το στοιχείο της φαρσοκωμωδίας. Κινητήριος μοχλός της τελευταίας είναι η ατελείωτη σειρά των μεταμφιέσεων του ανθρώπινου κατόχου της καρφίτσας, οι απανωτές μάσκες που διαδέχονται η μία την άλλη, την ίδια ώρα που ο Ντόναλντ, ντυμένος κλόουν, δέχεται έναν καταιγισμό από τούρτες.

Σαν τον παλιό καλό καιρό.

19 # Ένα Φτωχό Γεροντάκι (Only A Poor Old Man, 1952)

 

“Τελικά θείε Σκρουτζ τα χρήματά σου είναι ένας κακός μπελάς. Δεν είσαι παρά ένα φτωχό γεροντάκι!”, λένε τα ανίψια στον καταπονημένο θείο τους, ενώ αποχωρούν στο φινάλε της ιστορίας. Κι εκείνος για μια στιγμή μένει απορημένος, το βλέμμα του εστιασμένο στο κενό. “Φτωχό γεροντάκι;”, διερωτάται. “Ανοησίες!”, λέει τότε αποφασισμένος. “Aφού μπορώ κι απολαμβάνω τα λεφτά μου! Κάνω βουτιές μέσα τους σαν το δελφίνι· σκάβω λαγούμια σαν τυφλοπόντικας· τα πετάω κι εκείνα πέφτουν στο κεφάλι μου!”. Κι έτσι επιδίδεται, χαρούμενος, σε ένα ακόμα μπάνιο μες στα χρήματά του.

Κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία «Ένα Φτωχό Γεροντάκι»· και κάπως έτσι αρχίζει η βιβλιογραφία των κόμικς του Θείου Σκρουτζ. Πρόκειται πραγματικά για μια ιστορική στιγμή: ο θείος Σκρουτζ είχε, για πρώτη φορά, δικό του περιοδικό. Και η συγκεκριμένη ιστορία του 1952 υπήρξε η πρώτη περιπέτεια στην οποία το όνομά του φιγούραρε με κεντρικά γράμματα στον τίτλο. Στα επόμενα δέκα χρόνια ο Σκρουτζ έμελλε να γίνει όχι μόνο ο δημοφιλέστερος ήρωας του Μπαρκς, μα το ίδιο το περιοδικό “Scrooge McDuck” να εκτιναχθεί στην κορυφή των πωλήσεων κόμικς στη χώρα του.

Η εξέλίξη του χαρακτήρα του Σκρουτζ ήταν πραγματικά συναρπαστική. Εξ’ ολοκλήρου δημιούργημα του Μπαρκς, τον πρώτο καιρό θύμιζε πολύ περισσότερο τον γεροτσιφούτη του Ντίκενς, παρά τον ριψοκίνδυνο πάπιο που έμελλε να γυρίσει τα πέρατα του κόσμου, όπως τον γνωρίσαμε. Από την πρώτη του εμφάνιση το 1948, στην ιστορία «Χριστούγεννα στο Βουνό της Αρκούδας» μέχρι το 1952, η εξέλιξη υπήρξε ραγδαία. Χρόνο με το χρόνο ο Μπαρκς συμπλήρωνε όλο και περισσότερα στοιχεία στο χαρακτήρα του, καθιστώντας τον έναν από τους περισσότερο σύνθετους ήρωες στο σύμπαν της Ντίσνεϋ. Από τον μισάνθρωπο Σκρουτζ της πρώτης ιστορίας στον αναποφάσιστο Σκρουτζ του «Μυστικού του Παλαιού Πύργου» και από τον αδίστακτο Σκρουτζ της «Μαγικής Κλεψύδρας» στον κρυφό αισθηματία της «Επιστροφής στο Κλοντάικ», η εξέλιξη ήταν συναρπαστική. Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του πρώτου καιρού είχε δώσει τη θέση του σε έναν αληθινά μυθιστορηματικό ήρωα.

Εδώ για πρώτη φορά αποκαλύπτεται πως ο Σκρουτζ δεν κέρδισε την περιουσία του σε τράπεζες και χρηματιστήρια, μα σε ερήμους και χιονισμένα βουνά. «Ήμουν πιο σκληρός απ’ τους σκληρούς και πιο έξυπνος απ’ τους έξυπνους. Και πάντα ήμουν τίμιος».

Το «Φτωχό Γεροντάκι» σηματοδοτεί τη στιγμή που ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο. Τίποτε δεν θα ήταν ξανά ίδιο μετά.

18 # Ο Σπάταλος Τσιγκούνης  (The Thrifty Spendthrift, 1964)

Κάποιες φορές ο κόσμος του Καρλ Μπαρκς γίνεται αληθινά αστείος – σουρεαλιστικά αστείος, τρελά, θεότρελα αστείος. Συνήθως οι περισσότερο χιουμοριστικές στιγμές του Μπαρκς εστιάζονται στις άφθονες δεκασέλιδες ιστορίες του – μα πού και πού άφηνε να εισχωρήσει κάτι απ’ το πνεύμα τους και σε πολυσέλιδα εγχειρήματα, όπως ο «Σπάταλος Τσιγκούνης». Πρόκειται για μια θεότρελη φάρσα, μια ιστορία που προέκυψε από μια μεγάλη παρεξήγηση: ο θείος Σκρουτζ πέφτει θύμα υπνωτισμού και αποφασίζει να κάνει μεγαλοπρεπή δώρα σ’ ένα κατοικίδιο σκύλο. Μα κοινότυπα υλικά δώρα δεν αρκούν για να δείξει την αγάπη του – όχι, χρειάζεται κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Έτσι λοιπόν αποφασίζει να δωρίσει στον άμοιρο σκύλο όλα όσα αναφέρονται στο χριστουγεννιάτικο τραγούδι “The Twelve Days Of Christmas”… Λόρδους που χοροπηδούν και κυράδες που αρμέγουν γελάδες και πέρδικες στην αχλαδιά – και άλλα σαν αυτά.

Ο θείος Σκρουτζ δεν γνωρίζει για ποιο λόγο λατρεύει τόσο πολύ αυτό το ζωντανό – το μόνο που ξέρει είναι πως πρέπει να του πάρει όλα αυτά τα αγαθά! Στην πραγματικότητα ο υπνωτισμός προοριζόταν για τον ανιψιό του, Ντόναλντ, μα κάτι πήγε λάθος και αντί για τον Ντόναλντ, ο Σκρουτζ αποφάσισε να λατρέψει το σκυλί.

Η ιστορία ανήκει στις πλέον ξεκαρδιστικές του Μπαρκς, μα ταυτόχρονα ενέχει και μια βαθιά σατιρική διάθεση. Η παροιμιώδης ευκολία με την οποία ο Σκρουτζ πέφτει θύμα του υπνωτισμού και αποφασίζει να ξοδέψει τα χρήματά του για να ικανοποιήσει την «ακατανίκητή του επιθυμία» θυμίζει κατά πολύ τις σύγχρονες τεχνικές της διαφήμισης και της κατανάλωσης. Αρκεί ένα πετυχημένο ασυνείδητο μήνυμα για να γεννηθεί η επιθυμία και να γίνει εμμονή – μέχρι την υλοποίησή της.

Τον καιρό που γραφόταν η ιστορία – στα μισά της δεκαετίας του 60 – η τηλεόραση είχε εισέλθει για τα καλά πλέον στα σπίτια και τα νοικοκυριά και οι τεχνικές της διαφήμισης γίνονταν ολοένα και περισσότερο υποχθόνιες, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους: να μετατρέψουν τον αποδέκτη σε αδηφάγο καταναλωτή – δίχως απαραίτητα να ξέρει για ποιο λόγο το κάνει, μα πεπεισμένος πως τού είναι αναγκαίο.

Έτσι λοιπόν, ο «Σπάταλος Τσιγκούνης» αποτελεί μια πανέξυπνη – ασυνείδητη, άραγε; – προβολή της πραγματικότητας των καιρών του.

17 # Το Άγγιγμα Του Μίδα (The Midas Touch, 1961)

«Μάτζικα Ντε Σπελ, Μάγισσα». Κάπως έτσι συστήνεται στην ιδιαίτερη γραμματέα του Σκρουτζ Μακ Ντακ μια μυστηριώδης, μαυρομάλλα γυναίκα με σχιστά μάτια – και της δίνει την κάρτα της!

Κάπως έτσι, εν έτει 1961, δημιουργήθηκε ένας απ’ τους συναρπαστικότερους χαρακτήρες που γέννησε η φαντασία του Καρλ Μπαρκς – η Μάτζικα Ντε Σπελ, η οποία στο «Άγγιγμα του Μίδα» έκανε την πρώτη της εμφάνιση. Σε αυτή την ιστορία συνοψίζονται όλα όσα καθιερώθηκαν τα επόμενα χρόνια: η τυχερή πρώτη δεκάρα, η λαχτάρα της Μάτζικα να την αποκτήσει και να τη ρίξει στο Βεζούβιο, η ευρωπαϊκή καταγωγή, η παρέλαση των μεταμφιέσεων και η απαράμιλλη γοητεία της.

Όπως όλοι οι κακοί του Μπαρκς, έτσι και η Μάτζικα είναι κατά βάθος… συμπαθέστατη! Όπως είχε πει εξάλλου ο δημιουργός της: “Οι κακοί είχαν πάντα μια καλή πτυχή στον χαρακτήρα τους και οι καλοί μια δόση κακεντρέχειας… Οι χαρακτήρες μου δεν ήταν ποτέ μονοδιάστατοι… ήταν ανθρώπινοι”.

Η εμφάνιση της Μάτζικα, εξάλλου, παραπέμπει στο «βαμπ» λουκ των γυναικών, εκείνο που ήδη απ’ τα χρόνια της δεκαετίας του 1910 είχε γίνει συνώνυμο με τη θελκτική, μοιραία, μα επικίνδυνη συνάμα γυναίκα – τη γυναίκα που σα βαμπίρ είναι ικανή να σου ρουφήξει το αίμα… ή στην περίπτωση του θείου Σκρουτζ, την τυχερή πρώτη σου δεκάρα!

16 # H Σπηλιά Του Αλή Μπαμπά (The Cave Of Ali Baba, 1962)

Όσο μακριά και αν φτάσουμε, όσο βαθιά και αν σκάψουμε, πουθενά δε θα βρούμε περισσότερη μαγεία μαζεμένη απ’ ότι στις «Χίλιες και Μια Νύχτες». Το σημαντικότερο ίσως έργο του Μεσαίωνα, η καταγραφή των θρύλων μιας εποχής που ξεπέρασε το χρόνο, ο υπνωτιστικός καπνός που βγαίνει απ’ το λυχνάρι και σε παρασύρει σ’ έναν ύπνο όλο όνειρα. Πώς γίνεται λοιπόν το μεγαλύτερο από τα Παραμύθια να μην επηρεάσει όλους τους παραμυθάδες που το διαδέχτηκαν;Η συνάντηση του σύμπαντος από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες» με τον κόσμο του θείου Σκρουτζ είναι πραγματικά συναρπαστική. Ασφαλώς το πάντρεμα των ιστοριών της Ανατολής με τα κινούμενα σχέδια και τα κόμικς δεν είναι κάτι καινούργιο – μα στην περίπτωση του Καρλ Μπαρκς εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι η αντιπαράθεση δύο τόσο διαφορετικών κόσμων: του τότε με το τώρα, του ρεαλισμού με την ψευδαίσθηση και τ’ όνειρο.

Από τη μία συναντούμε τον πραγματισμό του θείου Σκρουτζ, ο οποίος έχει ταξιδέψει στο Ιράν με τ’ ανιψάκια για να επιθεωρήσει τις πετρελαιοπηγές του. Από την άλλη όμως κάτι φαίνεται να υποβόσκει, θαμμένο κάτω από τους ατελείωτους αμμόλοφους… μοιάζουν με ερείπια πόλεων, «γεμάτα τρούλους και αψίδες, όπου Ντζιν και τζίνια πετούσαν αριστερά και δεξιά» – όπως ονειροπολούν τα ανιψάκια.

Σταδιακά τα ονειρικά στοιχεία διεισδύουν όλο και περισσότερο στην ιστορία – αρχικά με τη μορφή κάποιων παράξενων ακροβατών, οι οποίοι εξαφανίζονται στο μέσο της παράστασης. Στη συνέχεια κάνει την εμφάνισή του ένας αρχαιολόγος, που μοιάζει να έχει ανακαλύψει τη χαμένη σπηλιά του Αλή Μπαμπά, ξέχειλη με θρυλικούς θησαυρούς. Και τώρα, πλέον, έχουμε εισέλθει για τα καλά στο σύμπαν του ονειρικού – στον κόσμο από τις «Χίλιες και μια Νύχτες». Περιπλανιόμαστε παρέα με τους ταξιδιώτες σε ερήμους και σπηλιές, ανακαλύπτουμε το θησαυρό και πετάμε με τα πελώρια πουλιά Ροκ.

Μέχρι που οι ταξιδιώτες μας κάποια στιγμή… ξυπνούν και συνειδητοποιούν πως έπεσαν θύμα μιας ομαδικής παραίσθησης – θύμα των ακροβατών, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, τους έκλεψαν και το πορτοφόλι! Και ο θείος Σκρουτζ επιστρέφει στην… κοινή πραγματικότητα και διαπιστώνει πως δεν κέρδισε τίποτα από αυτή την ιστορία.

Κάπως έτσι ο κόσμος του φανταστικού έκλεισε με νόημα το μάτι στον κόσμο του ρεαλισμού – για μια στιγμή τα όρια ανάμεσά τους φάνηκαν να χάνονται. Και ο θείος Καρλ μας έδωσε μια από τις πλέον μαγικές του ιστορίες.


15 # Το Κυνήγι Των Κατασκόπων (Dangerous Disguise, 1950)

Λίγες ιστορίες του Καρλ Μπαρκς αποκαλύπτουν τόσα για την εποχή τους, όσο το «Κυνήγι των Κατασκόπων». Γραμμένη καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου και της παράνοιας του Μακαρθισμού, η ιστορία διακωμωδεί με αριστοτεχνικό τρόπο το κλίμα των καιρών. Ήδη στο ξεκίνημα, κι ενώ ο Ντόναλντ απολαμβάνει τις διακοπές του σε μια υπέροχη μεσογειακή παραλία, τα ανιψάκια με έντρομο βλέμμα εντοπίζουν παντού ανάμεσα στους λουόμενους «κατασκόπους»· άλλος φαίνεται να κρύβει τα μυστικά μέσα στη γενειάδα του· άλλος σε ένα μυστήριο βιβλίο που διαβάζει· άλλος παίρνει τη μορφή μιας πανέμορφης γυναίκας. Επί της ουσίας τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, καθώς ο καθένας θα μπορούσε να κρύβει μέσα του έναν κατάσκοπο – η παραπομπή στην τρέλα του Μακαρθισμού και στην αντικομμουνιστική υστερία είναι εμφανής. Ο Ντόναλντ ωστοσο προσπαθεί ν’ αγνοήσει τους φόβους και ν’ απολαύσει τον ήλιο, τη θάλασσα και τις καλλίγραμμες παρουσίες.

Μα η ειρωνεία είναι πως η παραλία ξεχειλίζει όντως με κατασκόπους, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια – ο ένας κατασκοπεύει τον άλλον και ο άλλος τον τρίτο και ο τρίτος τον τέταρτο και τελειωμό δεν έχει. Σχεδόν όλοι είναι κατάσκοποι!

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκινάει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπέτειες του Μπαρκς. Μα σα να μην έφτανε το αφηγηματικό πλαίσιο, το εικαστικό κομμάτι συμπληρώνει μοναδικά την ιστορία: παρέα με τα ανιψάκια απολαμβάνεις κι εσύ τη μαγευτική θέα της παραλίας στο πρώτο καρέ, νιώθεις πάνω σου τον ήλιο, μυρίζεις την αλμύρα· και δεν χορταίνεις να παρατηρείς τις φιγούρες των ανθρώπων και τη μοναδική τους ποικιλία. Οι άνθρωποι στο «Κυνήγι των Κατασκόπων» είναι σχεδιασμένοι με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά κι όχι ζωόμορφα, όπως ήταν ο κανόνας στα κόμικς της Ντίσνεϋ. Παραπέμπουν ίσως στις παλιότερες εικονογραφήσεις του Μπαρκς στο περιοδικό “Calgary Eye Opener” – ιδιαίτερα οι καλίγραμμες, πανέμορφες γυναίκες της ιστορίας και η μυστηριώδης Μαντάμ Τριπλό Χ.


Πρόκειται για μια συναρπαστική είσοδο των παπιών στον κόσμο των ρεαλιστικών κόμικς, η οποία δυστυχώς έμελλε να κρατήσει λίγο – ήταν, βλέπετε, η πολιτική της εταιρείας να σχεδιάζονται οι άνθρωποι με χαρακτηριστικά ζώων. Ήταν ένα ρίσκο για τον Μπαρκς να παρουσιάσει τέτοια σχέδια (ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τις σεξουαλικές γυναικείες παρουσίες, που τόσο σπάνια συναντούμε στον κόσμο της Disney) και η ιστορία κινδύνεψε με λογοκρισία.Πολύ λίγες ιστορίες του Μπαρκς προσμιγνύουν τα παπιά με ρεαλιστικά σχεδιασμένους ανθρώπινους χαρακτήρες, μα όλες ανήκουν στα ωραιότερα εικαστικά εγχειρήματα του δημιουργού τους. Όπως εξάλλου είχε πει ο ίδιος ο Μπαρκς σε μια συνέντευξή του το 1975: «Η πρώτη μου αγάπη θα ήταν να σχεδιάζω ανθρώπινους χαρακτήρες – περίπου όπως ο “Prince Valiant” – θα μου άρεσε πολύ να σχεδίαζα πρόσωπα και φιγούρες από την αρχή».

Με ιστορίες όπως το «Κυνήγι των Κατασκόπων», με τη σατιρική ματιά τους απέναντι στην πραγματικότητα, τα ρεαλιστικά περιβάλλοντα και τους ανθρωπόμορφους χαρακτήρες, ο Μπαρκς προσέγγισε περισσότερο από ποτέ άλλοτε τα σύνορα του καλλιτεχνικού ρεαλισμού.

14 # Η Xώρα Των Πυγμαίων Ινδιάνων (Land Of The Pygmi Indians, 1957)

Τον καιρό που γραφόταν «Η Χώρα των Πυγμαίων Ινδιάνων» εκείνο που ονομάζουμε «Οικολογία» βρισκόταν ακόμα σε πολύ πρώιμο, σχεδόν εμβρυακό στάδιο. Η συγκριτική Ανθρωπολογία εξάλλου, η μελέτη άλλων πολιτισμών, όχι με σκοπό την καταπάτηση, μα την κατανόησή τους, ανήκε σε εκείνους τους επιστημονικούς κλάδους που αναπτύσσονταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήμαστε ακόμα στη δεκαετία του 50 εξάλλου, και o θόρυβος απ’ τα πιστολίδια στις ταινίες Γουέστερν – εκείνες με τους «καλούς καουμπόυς» και τους «κακούς ινδιάνους» ηχούσε πάντα δυνατή στα αυτιά του μέσου κόσμου.

Συν τοις άλλοις, βρισκόμαστε στην Αμερική – την πατρίδα του καπιταλισμού, της βιομηχανίας του κέρδους. Σκεφτείτε λοιπόν πόσο ιδιαίτερος φαντάζει για την εποχή που γράφτηκε ο διάλογος ανάμεσα στον αρχηγό των Ινδιάνων και το θείο Σκρουτζ, ο οποίος καταφεύγει στη γη τους κατέχοντας ένα κομμάτι χαρτί – την ιδιοκτησία της. Πόσο διαχρονικά επίκαιρος – και ας μην υπάρχουν πλέον οι Μικράτσι…

ΙΝΔΙΑΝΟΣ: «Εσύ που ήρθες από τα μακρινά μέρη, από τις βρωμερές πόλεις, πώς μπορείς ν’ αποδείξεις πως είναι δικά σου αυτά τα δάση και οι λίμνες;»

ΣΚΡΟΥΤΖ: «Τα αγόρασα! Έχω το αντίγραφο του πωλητηρίου ακριβώς εδώ στην τσέπη μου!»

ΙΝΔΙΑΝΟΣ: «Και ποιος σου έδωσε αυτό το πωλητήριο; Ποιανού χέρια έκαναν αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα; Μήπως ο ήλιος από ψηλά σου πούλησε όλη αυτή τη γη και τα νερά; Μήπως ο άνεμος που λυγά τα πεύκα; Μήπως το χιόνι που πέφτει τον χειμώνα; Μήπως η βροχή, η αστραπή ή η βροντή, έγραψαν σε σένα τούτα δώ τα δάση;»

ΣΚΡΟΥΤΖ: «Μπορώ να σε πάω στο γραφείο του! Ήταν ο Πεζοδρόμης Σαμ, ο μεσσίτης!»

ΙΝΔΙΑΝΟΣ (σκίζοντας το χαρτί): «Μπαχ, μπαχ… Εμείς δεν πιστεύουμε πως ένα τέτοιο πωλητήριο θα σεβαστούν τα ψάρια, τα ζώα του δάσους, τα πουλιά που αποκαλούμε αδέρφια μας στη γη των Μικράτσι».


13 # ΤοΔώρο (You Can’t Guess, 1950)

«Το Δώρο» ανήκει σε εκείνες τις ιστορίες που είχα λατρέψει όταν τη διάβασα μικρός – και δεν είναι καθόλου δύσκολο να μαντέψουμε τους λόγους: το αρχικό μεγάλο καρέ, με τα ανιψάκια που κοιτάζουν στις βιτρίνες με τα δώρα· η ποικιλία των παιχνιδιών· το χριστουγεννιάτικο κλίμα· το καστ του σύμπαντος των παπιών, που εδώ εμφανίζεται σχεδόν σε απαρτία· και το απλό, μα τόσο λειτουργικό σενάριο, πάντα επίκαιρο για κάθε παιδί, κάθε εποχής που λαχταρά με αγωνία να ανοίξει το δώρο των χριστουγέννων…

Η ιστορία είναι απλή. Τα ανιψάκια επιθυμούν να αγοράσουν ένα κουτί με «συναρμολογούμενα» για τα φετινά Χριστούγεννα και ο Ντόναλντ υπόσχεται να τους πάρει, αρκεί να μαντέψουν τί δώρο επιθυμεί ο ίδιος. Σκεφτείτε πως βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50 και παιχνίδια όπως τα Lego βρίσκονταν ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο – για τα παιδιά της εποχής λοιπόν παιχνίδια που μπορούσαν να συναρμολογηθούν (κτίρια, κατασκευές και οχήματα) θα φάνταζαν συναρπαστικά. Ξημέρωνε εξάλλου για το μεταπολεμικό δυτικό κόσμο η εποχή μιας ξέφρενης κατανάλωσης… Μα όσο και αν ριζώνουν στον καιρό τους οι ιστορίες του Μπαρκς, άλλο τόσο κατορθώνουν να τον ξεπεράσουν, παρουσιάζοντας διαχρονικές επιθυμίες και συνήθειες. Ανεξαρτήτως αν ονομάζονται «συναρμολογούμενα», «κουκλάκια», «επιτραπέζια», ή «βιντεοπαιχνίδια», κάθε παιδί κάθε γενιάς λαχταρά δώρα τα Χριστούγεννα… Μπορεί να είναι κάτι απλό, μα το παιδί θα το θυμάται για πάντα. Και αν μάλιστα αποκτάς κάτι έπειτα από κόπο ή προσπάθεια… όπως τ’ ανιψάκια της ιστορίας… τότε η ανταμοιβή είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Με ανάλογη λαχτάρα θυμάμαι και ο ίδιος να σκίζω τα περιτυλίγματα και ν’ ανοίγω τα κουτιά με τα δώρα στις Γιορτές, ενώ λαμποκοπούσαν τα στολίδια απ’ το δέντρο, αντηχούσε η μουσική και μοσχομύριζαν το κρασί και οι κουραμπιέδες… Αλήθεια, σε αυτήν εδώ την ιστορία του Μπαρκς έχει εισχωρήσει κάτι απ’ την αέναη χριστουγεννιάτικη μαγεία.

12 # Ο Χρυσός Γίγας (The Gilded Man, 1952)

 

Καθώς οδεύουμε πλέον προς την τελική δεκάδα της κατάταξης, διαπιστώνουμε πως οι ιστορίες προέρχονται όλες από την περίοδο μεταξύ 1948 και 1954 – η ωριμότερη περίοδος του Καρλ Μπαρκς, η πλέον πειραματική και εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας τα κόμικς του Ντόναλντ Ντακ έμελλε να «σοβαρέψουν» περισσότερο από ποτέ άλλοτε – τότε ήταν που ξεπέρασαν για τα καλά το αλλοτινό καρτουνίστικο πλαίσιο και μετατράπηκαν σε ολοκληρωμένες περιπέτειες που σε ταξίδευαν ως τα πέρατα της γης – και κάποιες φορές ως τα βάθη του χρόνου.

Ο «Χρυσός Γίγας» ανήκει στις συναρπαστικές αυτές περιπέτειες, οι οποίες παντρεύουν αριστοτεχνικά το παλαιό με το μοντέρνο, το ρεαλιστικό με το μυθικό, το περιβάλλον της σύγχρονης μεγαλούπολης με εκείνο της άγριας ζούγκλας, και φαινομενικά ανώδυνα χόμπι όπως εκείνο του συλλέκτη γραμματοσήμων με χαμένους ναούς και επικίνδυνους θρύλους του παρελθόντος. Η εξέλιξη της ιστορίας και η μετάβαση απ’ το σύγχρονο αστικό πλαίσιο σε εκείνο της εξωτικής Βρετανικής Γουιάνας, η αντιπαράθεση δύο τόσο διαφορετικών μορφών όπως του ευγενικού και ζάμπλουτου (και βαθιά αφηρημένου) κυρίου Φίλ Ο’ Τέλλη και του θεόμορφου και επικίνδυνου Χρυσού Γίγαντα από την άλλη, η αντιπαραβολή του κοινότυπου με το θρυλικό – μοιάζει να γεφυρώνει αριστοτεχνικά τον κόσμο της πραγματικότητας με εκείνου των μύθων…

Ενδεχομένως όμως και να αποκαλύπτει τα ρευστά όρια του πρώτου – πόσο εύκολα μπορεί να γίνει η μετάβαση στο δεύτερο, πόσο μικρότερες είναι οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους απ’ ότι ενδεχομένως νομίζουμε. Τί είναι ο μύθος εξάλλου, τί είναι η ονειροφαντασία, αν όχι εκείνη ακριβώς η πόρτα που χάσκει στο μικροσκοπικό καλούπι του ρεαλισμού μας.

Κάποιες φορές ένα παλιό γραμματόσημο αρκεί για να κάνεις το ταξίδι.

11 # Στην Αρχαία Περσία (In Ancient Persia, 1950)

Από το πρώτο κιόλας καρέ του «Στην Αρχαία Περσία» συνειδητοποιείς πως πρόκειται να διαβάσεις κάτι ξεχωριστό. Αριστερά βλέπουμε τον τίτλο καταμεσής αρχαίων ανατολίτικων ερειπίων, θαμμένων μες στην έρημο… και δεξιά τα ανιψάκια φαίνεται να κοιτάζουν προς το μέρος του με τρεμάμενο βλέμμα – λες και τρέμουν στην προοπτική της ιστορίας που ανοίγεται. Λίγα καρέ αργότερα παρατηρούμε το μυστηριώδη ένοικο ενός απομονωμένου σπιτιού, κοντά στον Ντόναλντ – το βαθουλωμένο, ζοφερό του πρόσωπο και η παραδομένη στις σκιές ματιά του μοιάζουν να έχουν βγει από κάποια ταινία τρόμου των καιρών.

Η περιπλάνηση των ανιψιών «Στην Αρχαία Περσία» αποκαλύπτει όσο ελάχιστες στιγμές στη βιβλιογραφία του την έλξη που ασκούσαν στον Καρλ Μπαρκς οι ιστορίες τρόμου. Η αναζήτηση χαμένων ερειπίων στην περσική έρημο· ο μισότρελος επιστήμονας· ο σκοτεινός ναός με τα τρομακτικά γλυπτά· η αναβίωση ανθρώπων μιας άλλης εποχής· ο εντοπισμός ενός υλικού που μετατρέπει τους ανθρώπους σε σκόνη· και η ίδια η παρουσία ενός σωσία του Ντόναλντ (και όλοι ξέρουμε πόσο τρομακτικός μπορεί να είναι ένας αναπάντεχος σωσίας) – όλα αυτά συνεισφέρουν στη βαθιά ατμοσφαιρική αυτή ιστορία, μία από τις πλέον ατμοσφαιρικές του Μπαρκς.

Σημαντική στάθηκε η επιρροή τόσο του μύθου του Φράνκεσταϊν, όσο και ταινιών με τον Boris Karloff – ιδιαίτερα του φιλμ «Η Μούμια», το οποίο καταπιάνεται επίσης με την ανάσταση των νεκρών. Ασφαλώς παραμένουμε πάντα εντός των ορίων του σύμπαντος της Ντίσνεϋ, γι’ αυτό και τα στοιχεία τρόμου προσεγγίζονται με το απαραίτητο χιούμορ – μα στιγμές όπως εκείνη όπου ο Ντόναλντ αναζητά ίχνη στα θεοσκότεινα ερείπια και αισθάνεται πάνω του να καρφώνονται μάτια από αόρατες παρουσίες, ενσαρκωμένες στα τρομακτικά αρπακτικά αγάλματα – στιγμές όπως αυτή εντάσσουν μια γνήσια αισθητική τρόμου στο σύμπαν των παπιών.

Καθοριστικό ρόλο στην απόδοση της ατμόσφαιρας ασφαλώς παίζει και το λεπτομερές σχέδιο του Μπαρκς. Βρισκόμαστε στη «ρεαλιστική» περίοδό του, όταν οι σχεδιασμοί εμπνέονται από το National Geographic και αναπαράγουν πιστά τους κόσμους αλλοτινών εποχών – από τα βαβυλωνιακά ερείπια ως τις ανθρωπόμορφες φιγούρες, τα πάντα αποκαλύπτουν τη σχεδιαστική ωριμότητα του δημιουργού τους. Οι αντιθέσεις σκιάς και φωτός και τα ατμοσφαιρικά πλάνα χαρίζουν μια κινηματογραφική αισθητική, ενώ η φιγούρα του τρελού επιστήμονα ανήκει στις πλέον ζοφερές και «σοβαρές» που είδαμε ποτέ σε κόμικς της Ντίσνεϋ.

Σύμφωνα με τον Tom Andrae η συγκεκριμένη ιστορία είναι η σκοτεινότερη του Μπαρκς και ο επιστήμονας, στη μανία καταστροφής που τον διακατέχει, ενδεχομένως παραπέμπει στην καταστροφική λαίλαπα της ατομικής βόμβας – δεν είναι τυχαίο εξάλλου που σε κάποια φάση διαβάζει ένα βιβλίο με θέμα του την ατομική ενέργεια. Όσο αφορά τη σκηνή όπου οι Πέρσες και ο επιστήμονας μετατρέπονται σε στάχτη; Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που βλέπουμε κόσμο να πεθαίνει στο σύμπαν των παπιών – ένα θέμα που σπάνια εμφανιζόταν στη Ντίσνεϋ.

Δεν έμελλε να δούμε πολλές φορές τόσο ατμοσφαιρικές ιστορίες στην εργογραφία του Μπαρκς – οι περισσότερες, αν όχι όλες, ανήκουν στην προ-Σκρουτζ περίοδό του – πριν δηλαδή ο πλούσιος θείος λάβει τη σκυτάλη και γίνει κεντρικός ήρωας. Ίσως γιατί ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια, όντας εγγύτερα σε εκείνο που θα ονομάζαμε «κοινοί θνητοί», αρμόζουν περισσότερο σε ένα σενάριο θρίλερ – διότι χρειάζεται να έχεις ταυτιστεί με τον ήρωα προκειμένου να τρομάξεις! Κοινής αισθητικής με την «Αρχαία Περσία» είναι και το «Μυστικό του Παλαιού Πύργου», το «Φάντασμα του Σπηλαίου» και το «Δαχτυλίδι της Μούμιας» (για το οποίο μιλήσαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος). Η «Αρχαία Περσία» όμως παραμένει η σκοτεινότερη όλων. Μια αισθητική που έμελλε εξάλλου να τη συναντήσουμε σε ορισμένες από τις πλέον ατμοσφαιρικές ιστορίες με τον Μίκυ Μάους, με δημιουργούς τον Φλόυντ Γκότφρεντσον ή τον Ρομάνο Σκάρπα – μα αυτό είναι θέμα για κάποιο άλλο αφιέρωμα στο μέλλον.

10 # Το Μυστικό Του Παλιού Πύργου (The Old Castle’s Secret, 1948)

Πρόκειται για μία από τις πλέον «γοτθικές» ιστορίες στο σύμπαν του Καρλ Μπαρκς, λόγω της ζοφερής σε σημεία ατμόσφαιράς της και των άφθονων στοιχείων τρόμου που παρουσιάζει. Ένας παλιός πύργος, διάδρομοι παραδομένοι στο ημίφως με υποψίες σκελετών ανάμεσα στις πέτρες, βάλτοι μισοθαμμένοι στην ομίχλη, η εμφάνιση ενός φαντάσματος και η απεικόνιση ενός θανάτου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη – στοιχεία με τα οποία ο Μπαρκς σχεδόν ξεπέρασε τα επιτρεπτά «όρια» για τα δεδομένα των κόμικς της Ντίσνεϋ.

Μα η εμπειρία τον είχε διδάξει πώς μπορεί να παίξει με τα όρια, δίχως να τα υπερβεί – αρκεί να μπολιάσεις τα ζοφερά στοιχεία με άφθονο χιούμορ και να φανερώσεις στην εξέλιξη της ιστορίας πως τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φάνηκαν εκ πρώτης όψεως: το φάντασμα δεν ήταν «αληθινό» φάντασμα τελικά, μα ένα τέχνασμα, και ο θάνατος ήταν υποκριτικός. «Στις ιστορίες του Φλόυντ Γκότφρεντσον υπήρχε πάντα μια λογική εξήγηση», ανέφερε κάποτε ο Μπαρκς. «Όταν το Μαύρο Φάντασμα και οι υπόλοιποι κακοποιοί έβγαιναν από τα ρούχα τους, ήταν απλοί άνθρωποι. Από αυτές τις ιστορίες έμαθα πως είναι καλό να μην αναμειγνύω πολύ το υπερφυσικό στοιχείο – ούτως ή άλλως δεν πιστεύω ο ίδιος σε αυτά τα κόλπα».

Μα «Το Μυστικό Του Παλιού Πύργου» ανήκει στις σημαντικότερες ιστορίες του Μπαρκς για έναν ακόμα λόγο: πρόκειται για την δεύτερη, μόλις, εμφάνιση του θείου Σκρουτζ – και την πρώτη φορά που παρουσιάζεται ως συμπαθής ήρωας (σε σχέση με το ντεμπούτο του, όταν δεν ήταν παρά ένα στριμμένος και ύπουλος γεροπαράξενος).

Συνιστά εξάλλου την πρώτη φορά που παίρνει τ’ ανίψια του μαζί για περιπέτεια, καθώς και την πρώτη φορά που παρουσιάζεται το ιστορικό του υπόβαθρο στην παλιά Σκωτία – ο Ντον Ρόσα έμελλε ν’ αντλήσει άφθονο υλικό αργότερα από τη συγκεκριμένη ιστορία. Ασφαλώς ο Σκρουτζ του «Παλιού Πύργου» απέχει πολύ ακόμα από το θείο Σκρουτζ που γνωρίσαμε τα επόμενα χρόνια – ήταν δειλός, δίχως το πνεύμα εκείνο της περιπέτειας που έμελλε να ταυτιστεί μαζί του – μα πρόκειται για ένα σημαντικό στάδιο στην εξέλιξη του χαρακτήρα του, όπως και να ‘χει.

9 # ΣτηνΠαλιάΚαλιφόρνια (In Old California, 1951)

Μιλώντας για ταξίδια… νά ένα από τα πλέον ιδιαίτερα στη βιβλιογραφία του Καρλ Μπαρκς. Ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια ταξιδεύουν κυριολεκτικά πίσω στο χρόνο, ζουν στις μέρες της παλαιάς Άγριας Δύσης, συγκατοικούν στα περίφημα αρχοντικά των Ισπανών αποίκων, γλεντούνε σε φιέστες, συμμετέχουν σε ροντέο, ταξιδεύουν ως την Καλιφόρνια τον καιρό που ήταν απλό χωριό, γνωρίζουν τους πρώτους χρυσοθήρες, και συγκρίνουν τους Ινδιάνους του παρελθόντος με τους απόγονούς τους…

«Αισθάνομαι λες και βυθίζομαι σ’ ένα όνειρο», λέει ο Ντόναλντ ενώ παραδίνεται στη δίνη ενός υπνωτικού – μιας παράξενης ουσίας που του χαρίζει ο Ινδιάνος και γίνεται αιτία να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο. «Νιώθω λες και ζω σε μια παλιά εποχή…», συμπληρώνει ένα ανιψάκι, ενώ γύρω του το τοπίο παραδίδεται στην ομίχλη… και ο ινδιάνικος χορός μοιάζει να σπάει τα όρια του χρόνου, σμίγοντας παρόν με παρελθόν.

Κι όμως, ένα κόμικ που ανατρέχει στα βάθη του χρόνου ξεκινάει με ένα μποτιλιάρισμα σε ένα σύγχρονο δρόμο κάποιας κεντρικής λεωφόρου… Η «Παλιά Καλιφόρνια» ζει πλέον μέσα από τα ερείπιά της, όπως τα χαλάσματα ενός περήφανου, κάποτε, αρχοντικού, στο οποίο κανένας πια δεν δίνει σημασία – εκτός απ’ τα πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους. Οι λίγοι εναπομείναντες Ινδιάνοι πλέον ζουν σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, τις οποίες και αξιοποιούν τουριστικά. Όσο αφορά τους θρύλους από τα ρομάντζα του παρελθόντος; Τί να απέγιναν άραγε ο Ρολάνδος ο βακέρο και η ευγενική Παντσίτα;

Ίσως έγιναν τραγούδι, από εκείνα που φυσά ο άνεμος στο πέρασμα των αιώνων.

8 # Η Μαγική Κλεψύδρα (The Magic Hourglass, 1950)

Υπάρχουν φορές που η μαγεία βρίσκεται ακριβώς δίπλα σου – δεν χρειάζεται να ψάξεις μακριά για να την βρεις. Δες τη γάτα που κοιμάται νωχελικά πάνω στο πάπλωμα· αφουγκράσου το νυχτοπούλι· παρατήρησε τη φλόγα του κεριού· σκέψου εκείνο το στίχο· άφησε να κυλήσουν οι μικρές ώρες της νύχτας. Σου φαίνονται κοινότοπα αυτά; Συνηθισμένα;

Σκέψου να έχεις μια παλιά κλεψύδρα κάπου σ’ ένα ράφι. Έχει πάψει πια να λειτουργεί και σκέφτεσαι πως σου είναι άχρηστη – κάπως έτσι σκέφτηκε και ο θείος Σκρουτζ και αποφάσισε να χαρίσει την παλιά αυτή κλεψύδρα του στον Ντόναλντ. Χρήσιμο, εξάλλου, είναι ό,τι είναι λειτουργικό, σωστά; Συνηθισμένη σκέψη για τον πρακτικό αυτό πολιτισμό μας.

Μα υπάρχουν φορές που η μαγεία βρίσκεται ακριβώς δίπλα σου – αρκεί να έχεις τα μάτια να τη δεις.

Νά λοιπόν που στην ιστορία του αυτή ο Καρλ Μπαρκς μεταχειρίζεται για άλλη μια φορά το τέχνασμα της σύζευξης δύο κόσμων – του ρεαλιστικού με το μυθικό, του πραγματιστικού με το φανταστικό. Μα για τη σύζευξη αυτή χρειάζεται κάποιο «μεταβατικό αντικείμενο», κάποιος κοινός συνδετικός κρίκος: στην περίπτωσή μας, αυτή η «άχρηστη πια» κλεψύδρα, η οποία αποκαλύπτεται πως έχει ιδιαίτερες δυνατότητες – και γίνεται αφορμή για να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι τα ανιψάκια ως τη μακρινή Ανατολή.

Στο αρχικό, εντυπωσιακό πρώτο πάνελ της ιστορίας, τα ανιψάκια ατενίζουν καμαρώνοντας τη μεγαλούπολη που «ανήκει» (όπως λένε) στο «θείο τους το Σκρουτζ». Σιδηρόδρομοι, βιομηχανίες, τράπεζες, «όλα του ανήκουν» – εδραιώνοντας έτσι την πρώιμη ακόμα μορφή του Σκρουτζ Μακ Ντακ ως το σύμβολο του αμερικανικού καπιταλισμού. Μα τον καιρό εκείνο ο Σκρουτζ δεν ήταν ο συμπαθής κοσμοταξιδιώτης που έμελλε να γίνει – το πορτραίτο που του ζωγραφίζει ο Μπαρκς στην «Μαγική Κλεψύδρα» είναι σκληρό και βαθιά εκμεταλλευτικό – δεν διστάζει να προβεί σε απάνθρωπα μέσα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την άντληση κέρδους.


Η Κλεψύδρα μετατρέπεται σε πηγή πλούτου, «αρκεί» να γεμίσει με μια ειδική άμμο που βρίσκεται καταχωνιασμένη κάπου στην έρημο της Σαουδικής Αραβίας. Όπως σημειώνει ο μελετητής του Μπαρκς, Thomas Andrae [στο βιβλίο του “Carl Barks and the Disney Comic Book: Unmasking the Myth of Modernity”], η «ειδική άμμος» παραπέμπει ουσιαστικά στο πετρέλαιο – και η εξάρτηση του θείου Σκρουτζ από αυτήν σχετίζεται με την αντίστοιχη εξάρτηση του αμερικανικού κεφαλαίου από τις μεσανατολικές πηγές πλούτου. Και όπως ο θείος Σκρουτζ στην ιστορία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο, δίχως συναισθηματισμούς ή ηθικά όρια, προκειμένου να αντλήσει την πολύτιμη άμμο, αντίστοιχα μέσα χρησιμοποίησε στην ιστορία και ο δυτικός καπιταλισμός προκειμένου να κυριαρχήσει στον κόσμο και να αντλήσει τα πολύτιμά του κέρδη. Άλλοτε με συμμαχίες και ανάπτυξη… και άλλοτε με καταπάτηση.

Μα το φινάλε της ιστορίας είναι ακόμα περισσότερο αποκαλυπτικό. Ο Σκρουτζ έχει αποκτήσει πλέον την πολυπόθητη κλεψύδρα και η δύναμή του ν’ αντλήσει πλούτο είναι απεριόριστη. Ωστόσο στην αχανή έρημο, κι ενώ υποφέρει από δίψα, διαπιστώνει πανικόβλητος πως η κλεψύδρα αδυνατεί να του χαρίσει το πολυτιμότερο αγαθό όλων: το νερό. Τότε μόνο συνειδητοποιεί πως η κλεψύδρα του είναι, ουσιαστικά, άχρηστη… Κάπως έτσι λοιπόν, επαναφέροντας το μύθο του Μίδα σ’ ένα σύγχρονο πλαίσιο και μπολιάζοντάς τον με αναφορές στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, ο Καρλ Μπαρκς μας έδωσε μια από τις διδακτικότερες και εξυπνότερές του ιστορίες.

7 # Το Μυστικό Της Ατλαντίδας (The Secret Of Atlantis, 1954)

Το «Μυστικό της Ατλαντίδας» ανήκει στις πλέον εμπνευσμένες στιγμές του Καρλ Μπαρκς, όχι μόνο σε επίπεδο σεναρίου, μα και όσο αφορά την ίδια τη δόμηση και την εξέλιξή της. Σχεδόν μοιάζει σαν δύο ξεχωριστές ιστορίες, οι οποίες αναμίχθηκαν πετυχημένα η μία με την άλλη. Ως τα μισά παρατηρούμε ένα ξεκαρδιστικό κυνήγι μιας δεκάρας, ξέχειλο γκαγκ που παραπέμπουν σε φαρσοκωμωδία, ανατροπές, καθώς και μια σκηνή με τουρτοπόλεμο – όλα στο γνώριμο πλαίσιο της Λιμνούπολης. Μα από τη μέση κι έπειτα η ιστορία δένεται με μια ευρύτερη πλοκή που μας ταξιδεύει ως τα βάθη της αβύσσου – και το χαμένο πολιτισμό της Ατλαντίδας.

Εκεί γνωρίζουμε τους σύγχρονους κατοίκους της Ατλαντίδας, παίρνουμε μια γεύση απ’ τις πόλεις και τον τρόπο ζωής τους, και μαθαίνουμε για την εξέλιξή τους – πως έφτασαν να μεταμορφωθούν σταδιακά σε ανθρώπους-ψάρια, ικανούς να αναπνέουν κάτω απ’ το βυθό και δημιουργώντας έναν πολιτισμό που θυμίζει σε πολλά τον αντίστοιχο των ανθρώπων πάνω από τη γη – δίχως όμως τα πολεμικά και επιθετικά στοιχεία του δεύτερου.

Ουσιαστικά με την «Ατλαντίδα» ο Μπαρκς καταπιάνεται με ένα θέμα στο οποίο έμελλε να δώσει ορισμένες απ’ τις κλασικότερές του ιστορίες: εκείνο της Ουτοπίας. Σε αντίθεση όμως με τους κατοίκους των Άνδεων ή της Τράλλα Λα, οι ψαρόμορφοι κάτοικοι της Ατλαντίδας δεν φαίνεται να έχουν αδυναμίες  – το μόνο που επιθυμούν είναι να ζήσουν ειρηνικά, απολαμβάνοντας τη ζωή τους, χορεύοντας και τραγουδώντας (και χρησιμοποιώντας εξηλεκτρισμένα ψάρια για ν’ ανάβουν τα τζουκ μποξ τους). Γι’ αυτόν το λόγο εκλαμβάνουν το Σκρουτζ και τ’ ανίψια ως εισβολείς του πάνω κόσμου – ένας κόσμος που στα δικά τους μάτια είναι συνώνυμος με την καταστροφή και τη λεηλασία.

Στο τέλος της ιστορίας τους βλέπουμε να παρακαλούν τ’ ανιψάκια να μην αποκαλύψουν ποτέ και σε κανέναν το μυστικό της τοποθεσίας τους. Τ’ ανιψάκια τους δίνουν το λόγο της τιμής τους. Σε αντίθεση με το θείο Σκρουτζ, που πάντα θα συμβολίζει το επεκτατικό πνεύμα του καπιταλισμού, εκείνα ξέρουν να κρατούν το λόγο τους. Κάπως έτσι λοιπόν η χαμένη Ατλαντίδα γλίτωσε από το αρπαχτικό πνεύμα των κατακτητών – και ο Μπαρκς παρέδωσε μία ακόμα κλασική ιστορία.

6 # Η Χρυσή Περικεφαλαία (The Golden Helmet, 1952)

 

Δεν είναι μικρό το ποσοστό εκείνων που τοποθετούν τη «Χρυσή Περικεφαλαία» στην κορυφή των ιστοριών με ήρωα τον Ντόναλντ – υπήρξε, εξάλλου, και η αγαπημένη ιστορία του Don Rosa. Πρόκειται για μία από τις σοβαρότερες και διδακτικότερες ιστορίες του Μπαρκς – μα και μία από τις τελευταίες μεγάλες περιπέτειες του Ντόναλντ, ο οποίος σύντομα θα παρέδιδε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θείο Σκρουτζ.

Πηγή έμπνευσης υπήρξαν οι ιστορίες των Βίκινγκς σχετικά με την ανακάλυψη της Αμερικής, ενώ κινητήριος δύναμη ήταν η επιθυμία του Μπαρκς να σχεδιάσει ιστορίες που παρέπεμπαν στο περιβάλλον του αγαπημένου του “Prince Valiant” του Hal Foster. Το σενάριο εξάλλου θυμίζει την τετραλογία του Βάγκνερ με το “Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν” – το δαχτυλίδι της δύναμης, ικανό να ελέγχει τους πάντες, πηγή κάθε εξουσίας (και ο Βάγκνερ με τη σειρά του εμπνεύστηκε την περίφημή του όπερα από τους κλασικούς σκανδιναβικούς μύθους και ενέπνευσε με τη σειρά του συγγραφείς όπως ο Τόλκιν).

Το ρόλο του δαχτυλιδιού στην ιστορία επιτελεί η περικεφαλαία, η κατοχή της οποίας συνιστά μια νομικά κατοχυρωμένη μορφή ιδιοκτησίας – όποιος κατέχει την περικεφαλαία είναι ο ιδιοκτήτης της Βορείου Αμερικής. Αυτό «αποδεικνύεται» μέσα από μια πολύπλοκη, σχεδόν ακαταλαβίστικη, νομική ορολογία – και με τον τρόπο αυτόν ο Μπαρκς σατιρίζει εύστοχα τα αδιέξοδα ενός νομικού συστήματος, το οποίο συχνά κατορθώνει να βγάλει το φίδι από την τρύπα, μέσα από ποικίλα κόλπα και τεχνάσματα.

Η ιστορία δεν είναι καθόλου φειδωλή όσο αφορά τα πορτραίτα των χαρακτήρων που παρουσιάζει: σχεδόν όλοι ορέγονται την εξουσία, ξεκινώντας από τους παραδοσιακούς «κακούς» και φτάνοντας ως τ’ ανιψάκια. Παρουσιάζει με κυνική διάθεση την εναλλαγή της εξουσίας από το ένα χέρι στο άλλο – και φανερώνει πως ο καθένας ορέγεται την εξουσία για τους δικούς του, ιδιοτελείς σκοπούς, τους οποίους ασφαλώς εξιδανικεύει με δήθεν ιδεαλιστικά κίνητρα. Και ασφαλώς για τον κάθε έναν που γίνεται κύριος της περικεφαλαίας (άρα και της δύναμης), ο δικηγόρος στέκει δίπλα του, εξασφαλίζοντάς του την απαραίτητη «νομική κατοχύρωση».

Θα ήταν πολύ εύκολο να κάνουμε την παραπομπή σε ένα κοινωνικό σύστημα που δημιούργησε νόμους προκειμένου να κατοχυρώσει νομικά όλα εκείνα που εξασφάλισε, πρώτα, με την αρπαγή.


5 # Επιστροφη Στο Κλοντάικ (Back To The klondike, 1953)

Μία από τις πρώτες περιπέτειες του νεογέννητου περιοδικού “Uncle Scrooge” παραμένει μία από τις κλασικότερες στο πάνθεον των ιστοριών του. Η «Επιστροφή στο Κλοντάικ» συνιστά όχι μόνο μία από τις πιο ευαίσθητες και ανθρώπινες ιστορίες που γέννησε η φαντασία του Καρλ Μπαρκς, μα και τη στιγμή εκείνη που σφραγίστηκε, θα λέγαμε, ο χαρακτήρας του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Πλέον, μετά από αυτή την ιστορία, ήταν ένας ολοκληρωμένος ήρωας – και μάλιστα ένας από τους συναρπαστικότερους που γέννησαν τα κόμικς του 20ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων βλέπαμε σταδιακά την εξέλιξη του θείου Σκρουτζ: ύπουλος γεροτσιφούτης στα «Χριστούγεννα στο Βουνό της Αρκούδας», συμπαθής μα δειλός πλούσιος στο «Μυστικό του Παλαιού Πύργου», έξυπνο επιχειρηματικό πνεύμα στα «Μαθήματα Οικονομίας», υποχθόνιος καπιταλιστής στη «Μαγική Κλεψύδρα». Η ιστορία «Ένα Φτωχό Γεροντάκι» αποτέλεσε σημαντική καμπή, όντας όχι μόνο η πρώτη ιστορία στην οποία κατείχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μα και η πρώτη φορά που ξετυλίγονται κάποιες απ’ τις βασικές πτυχές του παρελθόντος του. Μα ήταν στην «Επιστροφή στο Κλοντάικ» που ξεπρόβαλλε, επιτέλους, ο «άνθρωπος» μέσα από τον, συχνά σκληρόπετσο, χαρακτήρα του.

Για πρώτη φορά βλέπουμε, μέσα από φλας μπακ, στιγμές από τα νεανικά χρόνια του Σκρουτζ. Γυρνάμε στα χρόνια του πυρετού του χρυσού στο Κλοντάικ και παίρνουμε μια γεύση της σκληρής ζωής που έκανε ο νεαρός χρυσοθήρας. Γνωρίζουμε επίσης τη Χρυσή Γκόλντυ, το αστέρι των σαλούν – τον πρώτο και μοναδικό έρωτα του Σκρουτζ.

Με πρόσχημα την είσπραξη ενός παλαιού χρέους, ο Σκρουτζ επιστρέφει στο χιονισμένο Κλοντάικ και αποζητά τη – γερασμένη, πλέον – Γκόλντυ. Κάπως έτσι λοιπόν ξετυλίγεται το νήμα μίας από τις συναισθηματικότερες ιστορίες του Μπαρκς, στην οποία αναδύεται το ερώτημα: υπάρχει χώρος για συναίσθημα σε έναν γερο-πάπιο που αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην αναζήτηση χρυσού;

Στα χέρια ενός μετρίου συγγραφέα το θέμα θα μπορούσε εύκολα να μεταπηδήσει στο μελό ή το κλισέ. Μα στα χέρια του Μπαρκς καταλήγει σε μία από τις συγκινητικότερες στιγμές στην ιστορία των κόμικς – ο λόγος για το κλείσιμο της ιστορίας. Βαθύ, νοσταλγικό και τρυφερό, σαν ηλιοβασίλεμα πίσω από κρύα, χιονόλευκα βουνά.

4 # Περιπέτεια Στην Τράλλα Λα (Adventure In Tralla La, 1954)

Η ιδιοφυής αυτή ιστορία συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την κορυφαία από όλες τις περιπέτειες του θείου Σκρουτζ. Πηγή έμπνευσης υπήρξε το βιβλίο (και η ταινία) «Χαμένος Ορίζοντας», στο οποίο παρουσιάζεται η χαμένη στα βάθη των Ιμαλα ΐων πολιτεία της Σάνγκρι-Λα. Ένας επίγειος παράδεισος καταμεσής απόκρημνων βουνών, μια ουτοπία που κατόρθωσε να ξεφύγει απ’ τα αρπαχτικά χέρια του χρόνου, ένας τόπος που ζει στους δικούς του αιώνιους ρυθμούς, πέρα από την ατελέσφορη «πρόοδο», τους εξαντλητικούς ρυθμούς και το αιώνιο άγχος της Δύσης.

Στο ξεκίνημα της ιστορίας παρατηρούμε το θείο Σκρουτζ στα πρόθυρα ολοκληρωτικής ψυχικής κατάρρευσης. Οι αδιάκοπες έγνοιες γύρω από το χρήμα του, οι συνεχείς πιέσεις, οι υποχρεώσεις που τον βομβαρδίζουν από αριστερά και δεξιά, τα χρέη, οι οφειλές, οι λογαριασμοί, το συνεχές τρέξιμο… όλα συντείνουν στην ψυχολογική του εξόντωση και στην κατάληξη σε κάποιο ιατρικό κέντρο. Κάποια στιγμή ο Σκρουτζ παρατηρεί έναν σκίουρο που κοιμάται, χαλαρός πάνω στο κλαδί ενός δέντρου, και τον ζηλεύει. «Πόσο θα ήθελα να ήμουν σαν εσένα, σκίουρε», σκέφτεται. Για πρώτη ίσως φορά συνειδητοποιεί πόσο μεγάλος μπελάς είναι το χρήμα του και επιθυμεί να αποδράσει – να καταφύγει σ’ ένα μέρος μακριά απ’ τον πολιτισμό, μακριά από τους εξαντλητικούς ρυθμούς της Δύσης. Ένα μέρος όπου «το χρήμα δεν σημαίνει τίποτα».

«Δε νομίζω πως υπάρχει τέτοιο μέρος στον κόσμο, θείε», απαντά σκεπτικός ο Ντόναλντ.

Μέχρι που τα παπιά ανακαλύπτουν τη χαμένη κοιλάδα Τράλλα Λα – μια παραπομπή στη Σάνγκρι-Λα. Μα κόντρα στο αισιόδοξο μύνημα του βιβλίου, ο Μπαρκς αποφασίζει να υιοθετήσει μια περισσότερο κυνική ματιά – αυτή η τελευταία είναι που καθιστά την «Περιπέτεια στην Τράλλα Λα» μια από τις εξυπνότερες ιστορίες κόμικς που γράφτηκαν ποτέ. Γιατί οι κάτοικοι της Τράλλα Λα δεν είναι αλώβητοι – συχνά μια μικρή επαφή με τους δυτικούς είναι αρκετή για να τους αλλοιώσει και να φθείρει το εύθραυστο (όπως αποδεικνύεται) προκάλυμμα της διαφορετικότητάς τους…

Ο Σκρουτζ έχοντας εγκατασταθεί πια στην Τράλλα Λα δεν κουβαλά μαζί του χρήμα – κατέχει όμως κάποια άλλα αντικείμενα που στα μάτια των ιθαγενών κατοίκων φαντάζουν ξεχωριστά: τα καπάκια από τα μπουκάλια του φαρμάκου του. Οι κάτοικοι της Τράλλα Λα ποτέ ξανά δεν είχαν δει καπάκια σαν αυτά και τα θαυμάζουν. Και θα ήθελαν όλοι να έχουν από ένα – μόνο που τα καπάκια δεν αρκούν για όλους… Αρχίζουν λοιπόν να τσακώνονται μεταξύ τους, για το ποιος θα κατέχει τα πολύτιμα καπάκια… και ξεδιπλώνεται ο κρυμμένος μέσα τους εγωισμός, η πλεονεξία και η απληστία που τόσο χαρακτηρίζαν τους ανθρώπους της Δύσης – και από τα οποία ο Σκρουτζ ήλπιζε πως θα γλιτώσει για πάντα.

Το καπάκι μετατρέπεται πλέον σε αντικείμενο-φετίχ, μέσω του οποίου ο Μπαρκς προβαίνει σε μια κυνική δήλωση για την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τελικά ο μόνος τρόπος να μη διαφθαρούν οι κάτοικοι της υπέροχης Ουτοπίας από τον κόσμο της Δύσης (τον κόσμο του χρήματος και του ανταγωνισμού) είναι να μην έρθουν ποτέ σε επαφή μαζί τους – γιατί από τη στιγμή που η Ουτοπία ανοίγει τα παράθυρά της στον έξω κόσμο, ο τρόπος ζωής της ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι ίδιος.

3 # Καιρός Για Διακοπές (Vacation Time, 1950)

Η εντυπωσιακότερη, σχεδιαστικά, απ’ όλες τις ιστορίες του Καρλ Μπαρκς, ο «Καιρός Για Διακοπές» ξεχειλίζει με το άρωμα της φύσης, των πεύκων και των πουρναριών, τη γλυκιά αίσθηση της πρωινής δροσιάς, το τραγούδι των ζώων και τον ήχο του κελαρυστού ποταμιού που γυρνά φιδογυρίζοντας μέσα από τα δέντρα. Η ιστορία συνιστά κυριολεκτικά ένα φόρο τιμής στο δάσος, την υπέροχη φύση – και μια προειδοποίηση για τους κινδύνους της ανθρώπινης παρέμβασης.

Το σενάριο είναι απλό – μα κάποιες φορές τα απλά σενάρια αποδεικνύονται και τα πιο λειτουργικά. Ο Ντόναλντ και τ’ ανιψάκια καταφεύγουν για κάμπινγκ στο δάσος. Εκεί παρατηρούμε τις ατελέσφορες προσπάθειες του Ντόναλντ να φωτογραφίσει ένα ελάφι – και γνωρίζουμε έναν αντιπαθή γείτονα που έχει κατασκηνώσει κοντά και καταλήγει, από αμέλεια, να βάλει φωτιά στο δάσος. Τέλος, παρατηρούμε την προσπάθεια του Ντόναλντ να σώσει τ’ ανιψάκια του καταμεσής της πυρκαγιάς και βλέπουμε τη θλιβερή κατάληξη: κατόρθωσαν οι ίδιοι να σωθούν, μα το υπέροχο δάσος μετατράπηκε σε στάχτη.

Σε μια χώρα όπου τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν έχουμε γνωρίσει τις καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς τα καλοκαίρια, και στην οποία συχνά κυριαρχεί η αντίληψη μιας ολικής αδιαφορίας για τις φυσικές καταστροφές, η ιστορία αυτή του Μπαρκς φαντάζει, δυστυχώς, παντοτινά επίκαιρη. Ο αντίζηλος του Ντόναλντ, υπεύθυνος για την πυρκαγιά, μοιάζει κατά πολύ με τον τύπο του μέσου «βαρύμαγκα» Έλληνα. Μαγκιά και τσαμπουκάς από τη μία, μα απόλυτη ανευθυνότητα από την άλλη – εν τέλει το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πως θα σώσει το τομάρι του, πως θα βολευτεί, πως θα πετύχει ακόμα και με πλάγιους τρόπους το σκοπό του.

Η οικολογική συνείδηση και ευαισθησία που ξεχειλίζει από την ιστορία, μα και το απόλυτα πετυχημένο πορτραίτο του μέσου ανεύθυνου πολίτη που ζωγραφίζει, συνιστούν τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, ιστορίες σαν αυτή να διδάσκονται στα σχολεία.

Κι μια προσωπική πινελιά: διάβασα πρώτη φορά αυτή τον «Καιρό για Διακοπές» 7 χρονών, στην περίοδο των διακοπών. Πόσο με είχε συναρπάσει! Σχεδόν ανάσαινα το αναζωογονητικό αεράκι του δάσους μέσα απ’ τις εικόνες! Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως έφτασα ν’ αγαπώ τα δάση, μετά από αυτήν εδώ την ιστορία.

 

2 # ΧριστούγενναΣτηνΠαραγκούπολη (A Christmas For Shacktown, 1952)

 

Δίχως αμφιβολία, το πρώτο καρέ από τα «Χριστούγεννα στην Παραγκούπολη» συνιστά το εμβληματικότερο γενικό καρέ που σχεδίασε ποτέ ο Καρλ Μπαρκς – κι ένα από τα κλασικότερα στην ιστορία των κόμικς. Είναι η περίοδος των Χριστουγέννων και παρατηρούμε τα ανιψάκια να κόβουν δρόμο μέσα από τη χιονισμένη Παραγκούπουλη – μέσα από τις φτωχικές κατοικίες της, τους εγκαταλειμμένους λασπόδρομους, κι ενώ τα παιδιά της πόλης τα παρατηρούν με κενό βλέμμα. «Αισθάνομαι σαν καλοθρεμμένο και αναίσθητο παχύδερμο», λέει ένα από τα ανιψάκια, εκφράζοντας το αίσθημα του μέσου αστού που αντικρίζει συνθήκες εξαθλίωσης. Αυτή η εικόνα από μόνη της συνιστά μια ολοκληρωμένη κατάθεση εικαστικού ρεαλισμού από την πλευρά του Καρλ Μπαρκς – θα μπορούσε να γίνει πίνακας σε έκθεση με θέμα της τη φτώχεια και την ανισότητα.

Το κεντρικό θέμα της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια του Ντόναλντ, της Νταίζυ και των ανιψιών να συγκεντρώσουν χρήματα για ν’ αγοράσουν για τα φτωχά παιδιά της Παραγκούπολης ένα τρενάκι. Μα ο δρόμος για το χρήμα περνάει – όπως αναμενόταν – μέσα από τις διαθέσεις του θείου τους του Σκρουτζ. Και εκείνος μόνο διατεθειμένος δεν είναι να «σκορπίσει» τα λεφτά του με αυτόν τον τρόπο…

Η ιστορία δεν συνιστά απλά μια απολογία της φιλανθρωπίας – και της αστικής υποκρισίας που συχνά ελλοχεύει πίσω από τέτοιες πράξεις. Γιατί στην πραγματικότητα που ζούμε ο μέσος «φιλάνθρωπος» έχει συνδεθεί κατά κύριο λόγο με τους έχοντες – αρκεί να θυμηθούμε φιλανθρωπικές λέσχεις οργανωμένες από εύπορα πρόσωπα ή εκστρατείες συγκέντρωσης χρήματος από τα ΜΜΕ. Μα στα «Χριστούγεννα στην Παραγκούπολη» δεν είναι ο Σκρουτζ εκείνος που αναλαμβάνει το έργο της φιλανθρωπίας, μα ο Ντόναλντ και τ’ ανιψάκια – στερούμενοι έτσι των λίγων διαθέσιμων χρημάτων που είχαν εξασφαλίσει για τον εαυτό τους. Από την άλλη ο Σκρουτζ (ενσαρκώνοντας στο πρόσωπό του τα φράγματα του πλουτοκρατικού συστήματος) είναι εκείνος που παρεμποδίζει την προσπάθεια των ανιψιών να συγκεντρώσουν χρήματα – ή είναι διατεθειμένος να τα δώσει «υπό όρους».

Έτσι η πράξη των ανιψιών και ιδιαίτερα οι ατελείωτες, συχνά αγωνιώδεις, προσπάθειες του Ντόναλντ να συγκεντρώσει χρήματα, συνιστούν μια γνήσια στιγμή ανθρωπισμού.

Η πλοκή και η παρουσίαση των χαρακτήρων μοιάζουν σχεδόν με ηθογραφία των καιρών – ή ενδεχομένως με κάποιο φιλμ του Φρανκ Κάπρα, που τόσο αρεσκόταν να αντιπαραβάλλει τη σκληρή αμερικανική πραγματικότητα με μια γνήσια ρομαντική διάθεση, δίνοντας έμφαση σε όσα πραγματικά αξίζουν και μόνο. Στην περίπτωση της ιστορίας μας, το σφύριγμα ενός παιδικού τρένου.

1 # Χαμένοι Στις Άνδεις (Lost In The Andes, 1949)

Αισίως λοιπόν φτάσαμε στην πρώτη θέση της κατάταξης! Για την κορυφή επέλεξα το «Χαμένοι στις Άνδεις» – την κλασικότερη, κατά τη γνώμη μου, από όλες τις περιπέτειες του Ντόναλντ Ντακ και ένα από τα ευφυέστερα σενάρια που γράφτηκαν ποτέ για ιστορία κόμικς.

Όλα ξεκινούν με την ανακάλυψη, από ατύχημα, ορισμένων αξιοπερίεργων τετράγωνων αυγών. Το νέο διαδίδεται από την επιστημονική κοινότητα ως τους εμπόρους και τον απλό κόσμο και οι πάντες ενθουσιάζονται στις προοπτικές που τους ανοίγονται: προοπτικές για κέρδη και για φήμη, αρκεί ν’ ανακαλύψουν τη μυστήρια πηγή αυτών των αυγών. Κάπως έτσι ο Ντόναλντ και τ’ ανιψάκια καταλήγουν ν’ αναλάβουν το φορτίο και να ξανοιχτούν στα ομιχλώδη όρη των Άνδεων, σε αναζήτηση τετράγωνων αυγών. Κάποιοι τους παίρνουν για τρελούς, άλλοι προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν πουλώντας δήθεν τετράγωνα αυγά – στην πραγματικότητα ζωγραφισμένους κύβους.

Μέχρι που κάποια στιγμή, έπειτα από μεγάλη περιπλάνηση, οι εξερευνητές ανακαλύπτουν μια κρυμμένη κοιλάδα καταμεσής των βουνών – και μια πολιτεία στην οποία τα πάντα, άνθρωποι, ζώα και κτίρια, είναι τετράγωνα. Μια πολιτεία που ζει ανεπηρέαστη απ’ την εξέλιξη του έξω κόσμου, ακολουθώντας τους δικούς της ρυθμούς, σαν απομεινάρι ενός πολιτισμού που χάθηκε. Από τις τετράγωνες κότες αυτής της κοιλάδας προέρχονται και τα αντίστοιχα αυγά…

Για πρώτη φορά στο έργο του ο Μπαρκς εισάγει τη θεματολογία της «Χαμένης Πολιτείας» – μια μορφή ουτοπίας που αντιπαραβάλλει στον κόσμο της Δύσης – τον κόσμο της ξέφρενης ανάπτυξης, του κέρδους και των υλικών απολαύσεων. Μα οι κάτοικοι της Μονοτονίας (όπως ονομάζεται η πολιτεία) κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστοι στέκουν στην εμφάνιση των «εισβολέων». Όσο συντηρητικοί δείχνουν στις αντιλήψεις και τους κανονισμούς τους, άλλο τόσο πρόθυμοι είναι να ενσωματώσουν στοιχεία από τον κόσμο έξω από αυτούς – φτάνοντας εν τέλει να απομιμούνται τυφλά όσα εισέρχονται στον κόσμο τους, από τη μουσική ως τον τρόπο ντυσίματος. Ίσως ο Μπαρκς να είχε κατά νού το εύθραυστο της αντίστασης απέναντι στην ιστορική αποικιοκρατία – οι κατακτημένοι λαοί αν δεν υποκύψουν αριθμητικά (οδηγώντας στην εξάλειψή τους), πιθανό να ενσωματώσουν τόσα στοιχεία από τους εισβολείς όσα χρειάζεται, για να γίνουν σαν αυτούς. Η κυριαρχία δεν είναι μόνο εδαφική – μα πολιτισμική εξίσου.

Μα προς το παρόν οι εισβολείς είναι μόνο μια χούφτα άνθρωποι. Η Μονοτονία μπορεί ακόμα να διαφυλάξει την ιδιαιτερότητά της. «Οι άνθρωποι στη Μονοτονία δεν έχουν δει ποτέ τον ήλιο», αναφέρει ο Ντόναλντ. «Μα η ζέστη προέρχεται από τις καρδιές τους. Είχαν τόσο λίγα πράγματα, κι όμως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι που γνωρίσαμε ποτέ».

Οι Δεκασέλιδες Ιστορίες του Καρλ Μπαρκς

Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να καταπιαστούμε με τις υπέροχες δεκασέλιδες ιστορίες του Μπαρκς. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που τις παρέλειψα από την κατάταξη – αν συμπεριελάμβανα και δεκασέλιδες ιστορίες, τριάντα δεν θα αρκούσαν ούτε για να καλύψω τις μισές!

Θα περιοριστώ λοιπόν ν’ αναφέρω δύο από τις αγαπημένες μου: Το «Περί Στριφτολογίας» (Flip Decision, 1953),  μια πανέξυπνη αλληγορία γύρω από τα γυρίσματα της τύχης και το ρόλο της προσωπικής ευθύνης για τις επιλογές μας… ένα θέμα που έμελλε να επαναληφθεί 20 χρόνια μετά στο μυθιστόρημα “The Dice Man” του Luke Rhinehart. Και το κλασικό «Μαθήματα Οικονομίας» (Financial Fable, 1951), όπου βλέπουμε για πρώτη φορά να ξεδιπλώνεται τόσο αποτελεσματικά το επιχειρηματικό πνεύμα του θείου Σκρουτζ – θυμίζοντας κάποιον απ’ τους ηθοπλαστικούς μύθους των παλιών καιρών.

Μα είναι πολλές, πολλές ακόμα. Ας τις αναφέρω επιγραμματικά λοιπόν, μένοντας απλά στους τίτλους και στην ημερομηνία. Η αρίθμηση είναι τυχαία.

1) Ο Νυχτοφύλακας (Watching the Watchman – 1948)

2) Ομελέτα (Omelet, 1952)

3) Aτίθασο Μελίσσι (Bee Bumbles, 1953)

4) Tο Aερικό του Βάλτου (Wispy Willie 1953)

5) «Η χρυσή σκαλα», άτιτλο στο αυθεντικό, 1953

6) Διακοπές στη Λίμνη (The Houseboat, 1952)

7) Επάγγελμα Αισθητικός (The Beauty Business, 1966)

8) Αλευρομανία (Flour Follies, 1954)

 

9) Άλλη Μία, Ως Συνήθως, Τυχερή Χρονιά Για Τον Γκαστόνε (gladstone’s usual very good year, 1952)

10) Μεγάλη Φαντασία (Donald’s big Imagination, 1957)

11) Το Τηλεπαιχνίδι (Tv Quiz Show, 1953)

12) Τα Άνθη του Κακού (Fearsome flowers, 1958 – η ιστορια στο πρωτο τευχος του ελληνικού Μίκυ Μάους)

13) Οι Πέτρες της Τούκου Τίβα (the wishing stone island, 1958)

14) Η αστραφτερή πανοπλία του σερ ντοναλντ (knight in shining armor, 1957)

15) Οι παιδονόμοι (Truant Officers, 1951)

16) Δαιμόνιος Φωτορεπόρτερ (camera crazy, 1944)

17) Το Δείπνο Χριστουγέννων (turkey with all the shemings, 1953)

18) Μουσκουλομανία (Musclebound Mania, 1946)

19) Χειμερινά Στοιχήματα (winter wagers, 1948 – η πρώτη εμφάνιση του Γκαστόνε)

20) Αντίσταση κατά των πολιτών (sales resistance, 1947)

Τα παπιά του Copyright

Κάποτε ο Μπαρκς είχε έρθει σε κόντρα με τη Disney πάνω στο θέμα των παπιών και το ζήτημα του copyright – τί ανήκει σε ποιον και τα λοιπά. Σχεδίασε τότε το σκίτσο που βλέπετε στην ακόλουθη εικόνα, που απεικονίζει μια μάλλον άσχημη πάπια να διερωτάται ποιο το νόημα.

Το σχέδιο κοσμεί τον τοίχο της φίλης και αναγνώστριας Δέσποινας και την ευχαριστώ πολύ που μου το έστειλε.


Carl Barks – Λόγια και Ρητά

“Οι κακοί είχαν πάντα μια καλή πτυχή στον χαρακτήρα τους και οι καλοί μια δόση κακεντρέχειας… Οι χαρακτήρες μου δεν ήταν ποτέ μονοδιάστατοι… ήταν ανθρώπινοι”.

“Ο Ντόναλντ δεν είχε κανένα κοινό με τους δημοφιλείς μυώδεις ήρωες της εποχής του, αλλά κατάφερε να γίνει εξίσου, αν όχι περισσότερο, δημοφιλής με εκείνους. Αυτό

αποτελεί μοναδικό φαινόμενο! Είναι εγωιστής, φανφαρόνος, κωμικός, συχνά παιδαριώδης… Η ερώτηση όμως παραμένει πάντα: πρόκειται για παπί ή για άνθρωπο;”

“Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την υψηλή σχεδιαστική ευκρίνεια των στριπ. Δημιουργοί όπως ο Χαλ Φόστερ, ο Φλόυντ Γκόντφρεντσον, ο Ρόυ Κρείν, είναι τρεις μόνο από πολλούς άλλους που κατόρθωσαν με τις πρωτοποριακές γραμμές των σχεδίων τους να χαρίσουν στα ασπρόμαυρα σκίτσα κίνηση και αρμονία σαν γλυκιά μουσική”.

“Πάντοτε είχα την αίσθηση ότι το να σχεδιάζω καρτούν ήταν πολύ πιο εύκολο από τις άλλες δουλειές που ήμουν αναγκασμένος να κάνω: αγρότης, κτηνοτρόφος, ή κάουμπόυ του γλυκού νερού”.

“Πριν φτιάξω μια ιστορία σκεφτόμουν πάντα τι περιβάλλον ήθελα να σχεδιάσω. Δάσος, θάλασσα, υπόγεια σπήλαια, την Άγρια Δύση, ή κάτι άλλο; Με το που έβρισκα τον τόπο, έβρισκα και το θέμα της ιστορίας…”.

“Υπήρχαν και φορές που, ό,τι και αν έκανα, δεν μπορούσα να κατεβάσω καμιά καινούργια ιδέα. Καθόμουν στο σχεδιαστήριό μου και έβλεπα τις μέρες να περνούν και τη… θηλιά να σφίγγει!”

“Η σύνθεση μιας ιστορίας είναι σαν να γράφεις μουσική. Πρέπει να πιάνεις τον ρυθμό και να κάνεις την ιστορία να κυλάει από μόνη της”.

“Όσα χρόνια κι αν περάσουν, μπορεί να έχω ξεχάσει κάποιες λεπτομέρειες για μια ιστορία, αλλά θυμάμαι πάντοτε τα λάθη και τις γκάφες που μπορεί να έγιναν”.

“Πολύ εποικοδομητική για μένα ήταν η κριτική της συζύγου μου. Μελετούσε τις ιστορίες μου πιο προσεκτικά απ’ όλους. Χρόνια ολόκληρα έγραφε τα κείμενα στα μπαλονάκια και περνούσε με μελάνι το φόντο τους”.

“Ποτέ δεν κατέβασα το επίπεδο της δουλειάς μου επειδή υποτίθεται ότι έγραφα ιστορίες για παιδιά. Πάντα έγραφα κάτι που να μου αρέσει εμένα και υπέθετα ότι αυτό θα

άρεσε και στα παιδιά”.

“Ένας λόγος που ο θείος Σκρουτζ αγαπήθηκε τόσο, ήταν ότι οι ιστορίες του σε ταξίδευαν στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Αργότερα έμαθα πως τα παιδιά αγάπησαν το μάθημα της γεωγραφίας μέσα από αυτές τις ιστορίες”.

“Σύμφωνα με τα γράμματα που λαμβάνω, μπορώ να πω ότι οι περισσότεροι από τους αναγνώστες των ιστορών μου είναι ενήλικοι. Δικηγόροι, γιατροί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, καθηγητές κολλεγίων, αθλητές… Κατά τη γνώμη ορισμένων από αυτούς, τα σενάρια και οι διάλογοί μου απευθύνονται σε αναγνώστες με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Επιτρέψτε μου να πω ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο! Δεν μου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσω παιδί που να μην έχει την ελάχιστη γνώση ή το ενδιαφέρον σχετικά με τη φυσική, την τεχνολογία ή την γεωγραφία”.

Οι εικόνες από τις ιστορίες σε ελληνική μετάφραση προέρχονται από τεύχη του περιοδικού ΚΟΜΙΞ.

© Κείμενο-παρουσίαση-σχεδιασμός banner: Το Φονικό Κουνέλι

Tags: , , , , , , , , ,

8 Responses

  1. Γλαύκη says:

    Πρώτη προσπάθεια ανάγνωσης του μεγαθηρίου… και φυσικά θα κάνω κάποιες ακόμα για να την ολοκληρώσω, ώστε να σχολιάσω κανονικά!
    Ήρθα απλά να σου επισημάνω ότι εδώ και καιρό καθυστερεί πολλές ώρες να εμφανιστεί κάθε καινούρια σου ανάρτηση… τις βλέπω τυχαία επειδή πατώ πάνω στο όνομα του μπλογκ και όχι στον τίτλο της ανάρτησης.

    Θα ήθελα να το προβάλω, όπως πολλά καινούρια σου αφιερώματα, αλλά θα το κάνω αφού το τελειώσω πρώτα. Προς το παρόν έβαλα ένα κείμενο, που το είχα φυλάξει πολύ καιρό… το "No Man Is An Island…",το οποίο έχει κατί το ιδιαίτερο, κάτι πολύ δικό του, μάλλον δικό σου.
    Τα λέμε πάλι!

    • Εις το επανιδείν λοιπόν. Τους χαιρετισμούς μου για την ώρα, Γλαύκη. 🙂

      Ps – όσο αφορά την καθυστέρηση που αναφέρεις, δεν υπάρχει πρόβλημα αν μιλάμε για λίγη ώρα. Παλιότερα είχε παρουσιάσει πολύ μεγαλύτερα θέματα, τα οποία μπόρεσα να επιλύσω με διάφορους τρόπους.

    • Γλαύκη says:

      Για ακόμη μία φορά…perfect!!!
      Συνειρμικά μου ήρθε και το "Παπιά στην πίστα του Disco Dog"…:)))

      Μέσα από τις ιστορίες του Μπαρκς ήταν σαν έπαιρνε άφεση αμαρτιών ο Ντίσνεϋ για όσα κέρδισε εκείνος και οι λεφτάδες του τόπου του σε βάρος όλου του κόσμου.

      Αυτό που μου άρεσε πολύ ήταν ότι ζούσε τις ιστορίες του, ξεκινούσε από το τοπίο και αφηνόταν να τον παρασύρει στη δημιουργία, όπως δηλ. κάνει ένας αυθεντικός δημιουργός!

      Προβάλλεται…
      Καλή δημιουργική συνέχεια!

    • Και όχι μόνο ο Μπαρκς… υπήρξαν αρκετοί ακόμα σπουδαίοι δημιουργοί που σχετίστηκαν με τους ήρωες της Ντίσνεϋ, και ουσιαστικά έκτισαν το μύθο της. Μα ως γνωστόν στις ΗΠΑ ο δημιουργός παίζει δευτερεύοντα ρόλο, σε σχέση με τον επιχειρηματία.

      Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως οι σημαντικότεροι δημιουργοί των κόμικς της Ντίσνεϋ έφτασαν ν' αναγνωριστούν περισσότερο στην Ευρώπη, παρά στην Αμερική – και πως αρκετοί ανάμεσά τους δεν ήταν καν Αμερικάνοι (όπως η περίφημη Ιταλική Σχολή).

  2. εγώ από τη μεριά μου προτείνω να ακούσετε αυτό το άλμπουμ
    Tuomas Holopainen – Music Inspired by the Life and Times of Scrooge
    https://vimeo.com/92969280

    • Ναι, είναι γνωστό εξάλλου πως ο Tuomas ανήκει στους φανατικούς αναγνώστες του Μπαρκς και του Ντον Ρόσα – όπως και όλοι σχεδόν οι Φινλανδοί – στη χώρα αυτή, κατά πρώτο λόγο (και έπειτα σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα) συναντούμε τους μεγαλύτερους φαν αυτών των κόμικς.

  3. Giannis Pit says:

    Το κρατώ για μελέτη Κούνελε. Το κρατώ εκφράζοντας τον γνωστό μου θαυμασμό για τη δουλειά σου. Σε ευχαριστούμε καλέ μας φίλε.

    • Να 'σαι καλά φίλε μου. Κράτησέ το και όποτε περάσεις με το καλό, και μετά από καιρό, εδώ θα είναι το αφιέρωμα. Σου στέλνω τους χαιρετισμούς μου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *