Αναζητήσεις

Enter the rabbit's lair...

Νυχτερινό βάδισμα / Walking in the night

Ξύπνημα στις 5 τα ξημερώματα. Ωράρια άνω-κάτω, προσωπικός ρυθμός των ημερών ανακατεμμένος σαν κακή πρόσμιξη αλκοολούχων ποτών. Καθ’ οδόν για τη δουλειά, περπάτημα σε νωπό πλακόστρωτο έρημων νυχτερινών δρόμων, παραδομένων στη σιγαλιά των όψιμων νυχτερινών ονείρων του πλήθους.

Μέρες που αναγκάζεσαι να γυρίζεις την πόλη πάνω-κάτω – μα δεν κάνεις τουρισμό. Η αναζήτηση σπιτιού, όταν μάλιστα σε πιέζει ο χρόνος (και μια σπιτονοικοκυρά που ζαχαρώνει την προοπτική ενός AirBnB) μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα ψυχοφθόρα. Σα να συμμετέχεις σε εξετάσεις, μόνο που δεν μετρούν οι ικανότητες και οι γνώσεις – μα η τύχη. Αλλού είδα ετοιμόρροπα σπίτια σε τιμές που κραυγάζουν μια αλαζονική έλλειψη αυτογνωσίας. Αλλού ιδιότροπους γερο-ιδιοκτήτες που σε ψηλαφούν από πάνω μέχρι κάτω, λες και πας σε καλλιστεία. Κάποια σπίτια μένουν στα αζήτητα, για άλλα πρέπει να τσακιστείς να τα προλάβεις πριν τον άλλο. Παρεμβάλλοντες μεσίτες που σε στήνουν στα ραντεβού και σου δηλώνουν πως το σπίτι είναι δικό σου – μόνο για να στο ακυρώσουν δυο μέρες μετά, “γιατί δεν ήθελε τελικά ο ιδιοκτήτης”. Και αν τους κοιτάξεις μες στα μάτια θα σου πουν “έτσι γίνεται, δεν ήξερες;”

Ατέλειωτες ανηφόρες με το ποδήλατο σε άγνωστες γειτονιές, μπας και προλάβω κάποιο σπίτι – ίσα για να το δω τελικά, βαριανασαίνοντας, και να διαπιστώσω πως δεν άξιζε τον κόπο.

Μια ιδιοκτήτρια ήταν αγενέστατη. Κάποιος τη ρώτησε, μεταξύ άλλων, αν “μένουν ξένοι στην πολυκατοικία” και εκείνη απάντησε με σθένος: “όχι βέβαια, κανένας ξένος, είναι πολιτική της πολυκατοικίας”.

Και αν τους λες για γάτα, κάποιοι στραβώνουν, λες και φέρνεις πούμα. Πολύ θα ήθελα να είχα ένα πούμα – να το ξαπέλυα πάνω σε όλους αυτούς.

Επιστροφή χθες στο (για λίγο ακόμα) λαγούμι μου με τον ηλεκτρικό. Εξαντλημένος, ίσα που στεκόμουν όρθιος. Εκεί, στο πίσω βαγόνι (όπου μαζωχνόμαστε σαν έκπτωτοι οι ποδηλάτες) ήταν δίπλα μου, με το ποδήλατό του, ένας μετανάστης. Δίπλα στο ποδήλατο είχε έναν κουβά με μπογιές και πινέλα βαψίματος. Μου απηύθυνε τον λόγο: “Μπορώ να σου κρατάω το ποδήλατο αν θες, για να μη πέσει”. Τον κοίταξα, μισοενοχλημένος. Είδα τα μάτια του. Ήταν καθαρά και ευγενικά.

Όχι, ευχαριστώ”, του είπα, πιέζοντας τον εαυτό μου να χαμογελάσει. Χαμογέλασε κι αυτός με τη σειρά του. “Δεν υπάρχει πρόβλημα”, μου λέει. “Μπορώ να βοηθήσω πάντως”. Κάποια στιγμή, αργότερα, χρειάστηκε να μετακινήσει λίγο παραπέρα το ποδήλατό του και μου χαμογέλασε για άλλη μια φορά.

Και πέρασαν οι στάσεις, αργά και βασανιστικά. Μα όταν έφτασε η ώρα να κατέβω, τον κοίταξα και τον χαιρέτησα: “καλή συνέχεια”, είπα. Χαμογέλασε μέχρι τ’ αυτιά. “Και σε σένα, καλή συνέχεια, ευχαριστώ!”

Είδα πολλούς ανθρώπους, εδώ κι εκεί, αυτές τις μέρες. Μα το δικό του χαμόγελο ήταν το πιο καθαρό.

Βάδισμα προς τη δουλειά. Ξημερώματα. Τα πόδια μου πλατσουρίζουν στο νερό. Μα δεν με ενοχλεί. Αγαπώ αυτή την ώρα. Την ώρα που τα πλήθη κοιμούνται. Η γατούλα που με υποδέχεται καθημερινά έξω απ’ τη δουλειά έρχεται πάλι και τρίβεται στα πόδια μου. Την ταϊζω. Και έξω, παραδομένος στα μικρά και μεγάλα όνειρά του, ο κόσμος κοιμάται. Τα όνειρα του πλήθους.

Αυτή η ώρα ήταν η αγαπημένη μου, όλες αυτές τις μέρες. Η ώρα που γυρίζω ελεύθερος – πέρα και μακριά απ’ τους ανθρώπους.

Tags: , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *