Χρώμα και Φως. Ο Ιμπρεσιονισμός
“Μια καλή εντύπωση χάνεται πάντα τόσο γρήγορα” – Κλωντ Μονέ
“Δεν έγινα Ιμπρεσιονιστής. Απ΄ότι θυμάμαι, υπήρξα πάντα τέτοιος” – Κλωντ Μονέ
“Είμαστε όλοι τα υποκείμενα εντυπώσεων, και κάποιοι από μας επιζητούμε να μεταδώσουμε τις εντυπώσεις μας σε άλλους. Στην τέχνη της επικοινωνίας των εντυπώσεων βρίσκεται η δύναμη να γενικεύεις, χωρίς όμως να χάνεις τη λογική εκείνη σύνδεση ανάμεσα στο όλο και στα μέρη του, που τόσο ικανοποιεί το νου” – Καμίλ Πισαρό
“Χρειάστηκε κάποια χρόνια μέχρι να μάθει ο κόσμος πως για να εκτιμήσει έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα, πρέπει να πάει πίσω ορισμένα βήματα και να απολαύσει το θαύμα να βλέπει όλες εκείνες τις αινιγματικές, σκόρπιες πινελιές να έρχονται ξαφνικά στη ζωή μπροστά στα μάτια μας” – Έρνστ Γκόμπριχ (συγγραφέας του “Χρονικού Της Τέχνης”)
“Ο Ιμπρεσιονισμός είναι η εφημερίδα της ψυχής” – Ανρί Ματίς
Ήταν, επίσης, η μεγαλύτερη εικαστική επανάσταση της εποχής του. Το συναρπαστικότερο κρυφό χαρτί ενός αιώνα που τόσα χαρτιά έκρυβε μες στα μανίκια του. Ήταν ένα κίνημα που όσο περιφρονήθηκε αρχικά, τόσο λατρεύτηκε στη συνέχεια. Τα έργα των Ιμπρεσιονιστών παραμένουν ανάμεσα στα πιο δημοφιλή εκθέματα, στα μουσεία όλου του κόσμου. Και ο λόγος είναι απλός: πρόκειται για έργα που μοιάζουν να έχουν παγιδεύσει μέσα τους το φως του ήλιου.
Ποτέ άλλοτε δεν αποδόθηκε με τόση ζωντάνια η φύση. Τα λουλούδια, τα δέντρα, τα γεφύρια, οι λίμνες… αναπνέουν, το νιώθεις. Σχεδόν ακούς το κελάηδημα των πουλιών που κρύβονται στις πολύχρωμες φυλλωσιές, σχεδόν φτάνει στα αυτιά σου ο ήχος του γάργαρου νερού που ρέει κάτω απ’ το γεφύρι.
Ο Ιμπρεσιονισμός δεν επεδίωξε να αποδώσει με απόλυτη, φωτογραφική “εντέλεια” το αντικείμενο της θέασής του. Παρατηρώντας από κοντά τα τοπία του διαπιστώνεις πως απαρτίζονται από πλήθος σκορπισμένων πινελιών, που μοιάζουν να έχουν γίνει γρήγορα, δίχως τις χρονοβόρες διαδικασίες τελειοποίησης του παρελθόντος. Αρκεί να συγκρίνουμε τοπία σαν εκείνα που ζωγράφιζε ο Κλωντ Λωραίν ή ο Γιάκομπ Ρούιστνταλ (βλέπε έργα #41 και #52 από το δεύτερο μέρος του αφιερώματος – κλικ εδώ) με τα νεότερα τοπία του Μονέ ή του Ρενουάρ, και η διαφορά γίνεται ολοφάνερη στα μάτια μας.
Μα τα έργα των Ιμπρεσιονιστών έδειχναν να ξεχειλίζουν με μια πρωτόγνωρη, ως τότε, ζωντάνια. Τα υπέροχα αναγεννησιακά τοπία του Λωραίν φαντάζουν σχεδόν εξωπραγματικά, μέσα στην τελειότητά τους. Μα παρατηρώντας έναν πίνακα του Μονέ αισθάνεσαι πως αποπνέει ήχους, μυρωδιές, κινήσεις, φως – πως είναι ζωντανός.
Βαθιά επηρεασμένοι από τα γιαπωνέζικα Ukiyo-E (βλέπε το τρίτο μέρος του αφιερώματός μας – κλικ εδώ), οι εκφραστές του νέου ρεύματος θαύμασαν τη φυσική απλότητα των έργων, την πέρα από επιτηδεύσεις ομορφιά τους. Θεωρούσαν πως η τέχνη, προσπαθώντας ολοένα και περισσότερο να τελειοποιήσει την τεχνική της, έφτανε να παρουσιάζει μια πλασματική εικόνα του κόσμου. Σημασία όμως δεν έχει να αποδώσουμε τον κόσμο όπως νομίζουμε πως είναι – μα όπως τον βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια.
Ας φέρουμε ένα παράδειγμα. Αν πούμε σε κάποιον να ζωγραφίσει ένα “ξύλινο τραπέζι”, πιθανό εκείνος να σκεφτεί το γνωστό αντικείμενο και να το απεικονίσει όπως το φαντάζεται – με τα τέσσερά του πόδια, ιδωμένο από το πλάι (ώστε να φαίνεται όλο το μήκος του ξεκάθαρα), ζωγραφισμένο σε τόνους του καφέ – γιατί τέτοιο χρώμα έχουν τα ξύλινα τραπέζια, σωστά; Θα σχεδιάσει προσεκτικά ένα εντυπωσιακό τραπέζι λοιπόν, βγαλμένο κατευθείαν από τον… πλατωνικό κόσμο των Ιδεών.
Μα αυτό δεν είναι αληθινό τραπέζι, θα σου πουν οι Ιμπρεσιονιστές. Αυτό δεν συνιστά παρά μια εξιδανίκευση της φαντασίας σου. Γιατί το αληθινό τραπέζι πιθανό να το παρατηρείς σε ανορθόδοξες οπτικές γωνίες – όχι από το πλάι. Επομένως το σχήμα του δεν είναι απαραίτητα ορθογώνιο. Έπειτα το χρώμα του ποικίλει, ανάλογα με το πως πέφτει πάνω του το φως. Κάποια σημεία φωτίζονται περισσότερο, άλλα λιγότερο, ενώ η πηγή του φωτός προσδίδει διαφορετικό φως πάνω στην επιφάνεια του επίπλου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πουθενά ένα “ενιαίο χρώμα”, μα πλήθη διαφορετικών χρωματισμών – τους οποίους, συμβατικά, θεωρείς πως αποδίδεις πιστά ζωγραφίζοντας με ένα συμβατικό (και εντελώς μη ρεαλιστικό) “καφέ”.
Ο μόνος τρόπος να αποδοθεί πιστά ένα αντικείμενο είναι να το ζωγραφίσουμε με βάση την στιγμιαία, εκείνη, εντύπωση που μας προκαλεί. Την συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, υπό τις συγκεκριμένες οπτικές συνθήκες – που βρίσκονται μονίμως σε μεταβολή. Κι ενώ το χρώμα του αντικειμένου εξαρτάται απόλυτα από το φως που πέφτει πάνω του, φως που μονίμως μεταβάλλεται.
Ουσιαστικά ο Ιμπρεσιονισμός υπήρξε η πρώτη εικαστική απόπειρα να αποδοθεί “επιστημονικά”, με αληθινά ανθρώπινα κριτήρια, ο εξωτερικός κόσμος. Όπως τον βλέπουμε μια δεδομένη στιγμή – όχι όπως νομίζουμε πως “είναι”. Εξ’ ου και η ονομασία “Impressionism”, από τον όρο “Impression” = Εντύπωση. Και οι εντυπώσεις είναι πάντα γρήγορες, φευγαλέες – εξ’ ου και η γρήγορη τεχνική των Ιμπρεσιονιστών, που έδινε σε κάποιους την εντύπωση πως τα έργα ήταν ανολοκλήρωτα.
Τίποτα αντίστοιχο δεν είχε γίνει στη ζωγραφική ως τότε. Όλοι οι κανόνες έσπαγαν. Τα πάντα έμοιαζαν ν’ αρχίζουν ξανά απ’ την αρχή – και οι ζωγράφοι έμοιαζαν πλέον με μικρά παιδιά, που ανακαλύπτουν εκ νέου την πραγματικότητα.
Έκτοτε η ιστορία της ζωγραφικής ακολουθεί ουσιαστικά το δρόμο που χάραξε, πρώτος, ο Ιμπρεσιονισμός.
86 # Claude Monet – H Γέφυρα και η Λίμνη με τα Νούφαρα (“Water Lilies and the Japanese bridge”, 1899)
Μια γιαπωνέζικη γέφυρα υψώνεται πάνω από μια κατάμεστη με ροδαλά νούφαρα λίμνη. Γύρω της η πρασινάδα ξεχειλίζει, προσδίδοντας μια παραδείσια αίσθηση γαλήνης. Οι φωτεινοί τόνοι αντιπαραβάλλονται με τους σκοτεινούς, αποδίδοντας με πιστότητα τα παιχνίδια των ηλιαχτίδων με τα δέντρα και την επιφάνεια του νερού. Τα πάντα μοιάζουν να αναβλύζουν ζωή, σαν δροσοσταλίδες που αναπνέουν πάνω στα νούφαρα.
Οι τόνοι του πράσινου συμπληρώνονται με ερυθρές σκιές – για πρώτη φορά καθίσταται τόσο σημαντικός ο ρόλος των συμπληρωματικών χρωμάτων. Το μαύρο απέχει ολοκληρωτικά, τόσο από το συγκεκριμένο, όσο και από όλα τα έργα των Ιμπρεσιονιστών. Οι σκοτεινοί τόνοι αποδίδονται με έναν συνδυασμό συμπληρωματικών και γκριζοπράσινων χρωματισμών. Οι φωτεινοί τόνοι βάφονται κίτρινοι, αντλώντας από την πηγή του φωτός. Ο Ιμπρεσιονισμός αδιαφορεί για το περίγραμμα – το χρώμα είναι το παν, οι ελεύθερες πινελιές ξεχωρίζουν πάνω στον καμβά, δίχως τα καλογυαλισμένα, ομαλά περάσματα του παρελθόντος. Δεν υπάρχουν εξάλλου τέτοια περάσματα στη στιγμιαία οπτική εντύπωση. Το ίδιο δέντρο, αλλού μοιάζει κίτρινο, αλλού πράσινο, αλλό χαμένο σε μια ερυθροπράσινη σκιά. Απότομα, δίχως μεταβάσεις.
Τα ίδια νούφαρα στη λίμνη έμελλε να πρωταγωνιστήσουν, εξάλλου, σε μια πασίγνωστη σειρά έργων του Μονέ. Τα ίδια νούφαρα, υπό διαφορετικές οπτικές συνθήκες, με άλλο φωτισμό και άλλους συνδυασμούς χρωμάτων.
Δεν είναι τυχαίο που τα έργα των Ιμπρεσιονιστών συνιστούν ίσως την πρώτη πηγή μελέτης των σπουδαστών τέχνης, πάνω στη θεωρία και την εφαρμογή του χρώματος.
87 # Claude Monet, Ο Σταθμός του Σαιν Λαζάρ (“Gare Saint-Lazare”, 1877)
Το τρένο καταφτάνει στον σταθμό του Σαιν Λαζάρ καταμεσής ενός κύματος καπνού. Οι φιγούρες των ανθρώπων φαίνονται αχνές, μισκρυμμένες πίσω απ’ την αχλή των μηχανών. Σχεδόν ακούς το βουητό τους – τόσο αληθοφανής μοιάζει η σκηνή.
Οι Ιμπρεσιονιστές πρωτοτύπησαν όχι μόνο στην απόδοση της φύσης – μα και στην απεικόνιση, για πρώτη φορά, του σύγγχρονου αστικού και βιομηχανικού τοπίου. Ένας ακόμα λόγος που ξεσήκωσε περιφρονητικές αντιδράσεις το έργο τους, τον πρώτο καιρό που παρουσιάστηκε. “Από που και ως που η σύγχρονη πόλη, με τα πελώρια μηχανήματά της, τα φουγάρα και τα θηρία από σίδερο που καβαλούν τις ράγες μπορεί να μετατραπεί σε έργο τέχνης” – έτσι σκέφτονταν ίσως όσοι απέρριπταν τα έργα. Μα τα παιχνίδια των καπνών που ξεχύνονται ορμητικά συνάρπαζαν τους Ιμπρεσιονιστές – όπως τους συνάρπαζαν τα παιχνίδια του φωτός με τη σκιά.
Ο Κλωντ Μονέ δεν αρκέστηκε σε μία μόνο απεικόνιση του σταθμού. Ζωγράφισε το ίδιο έργο σε εφτά διαφορετικές εκδοχές, κάθε μία παρουσιάζοντας εναλλακτικούς φωτισμούς, δημιουργημένη σε διαφορετικό στάδιο της ημέρας. Ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει – να απεικονίζει ένα έργο σε πολλαπλές εκδοχές, πειραματιζόμενος με την ποικιλία του φωτός και τις επιδράσεις του πάνω στο χρώμα των αντικειμένων.
Τα ιμπρεσιονιστικά έργα δυσαρέστησαν πολύ κόσμο τον πρώτο καιρό, κόσμο που τα χλεύασε και τα απέρριψε. “Αυτοί οι ζωγράφοι αρκούνται απλά στην εντύπωση μιας στιγμής για να φτιάξουν έναν πίνακα!”, είχε πει περιφρονητικά ένας δημοσιογράφος. Η φαινομενική ατέλεια των έργων, οι απότομες πινελιές, η αίσθηση βιασύνης που ανέδυαν, συνάντησαν την αποδοκιμασία. Τα κτίρια στο βάθος στο συγκεκριμένο έργο του Μονέ αποδίδονται ίσα με ορισμένες γρήγορες πινελιές!
Μα για σκεφτείτε όμως – όταν ένα τοπίο πνίγεται μέσα στους καπνούς ενός τρένου, αν κοιτάξουμε στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε στο βάθος τίποτα περισσότερο, παρά μερικές “σκόρπιες γραμμές”. Οι ίδιες σκόρπιες εκείνες πινελιές που απέδωσε ο Μονέ.
Χρειάστηκε κάποιος καιρός, μα τελικά έφτασε η ώρα που οι κριτικοί συνειδητοποίησαν τη μοναδική αλήθεια αυτών των έργων. Και τα ίδια έργα που άλλοτε απέρριπταν, είχαν πλέον καταξιωθεί ως τα σημαντικότερα της εποχής τους.
88 # Pierre-Auguste Renoir – Γυμνό στο Ηλιόφως (“Etude. Torse, effet de soleil” – “Nude In The Sunlight”, 1875)
“Τα πιο απλά θέματα είναι αιώνια θέματα”, είχε πει ο Ρενουάρ – ο διασημότερος των Ιμπρεσιονιστών ζωγράφων την εποχή εκείνη. Η γυμνή κοπέλα του έργου ξεπροβάλλει σαν νύμφη μέσα από την πρασινάδα, το φως μοιάζει να χαϊδεύει το σώμα της, ενώ παιχνιδιάρικοι τόνοι σκιάς κατέρχονται από τις φυλλωσιές και γίνονται ένα μαζί της, απολαμβάνοντας μια σπάνια ευτυχία.
Ελάχιστες φορές είχε αποδοθεί ως τότε το γυμνό σώμα με τόση φυσική χάρη, τέτοια αίσθηση απλότητας. Ξέρεις πως το κορίτσι του πορτραίτου είναι αληθινό κορίτσι, όχι μια εξιδανίκευση, όχι μια εξωπραγματική φιγούρα. Ξέρεις επίσης πως η ομορφιά της είναι γνήσια, ανόθευτη, απολύτως φυσική. Η φύση και το κορίτσι μοιάζουν να έχουν γίνει ένα. Οι πρασινοκίτρινοι τόνοι των φυλλωμάτων, ζωγραφισμένοι με μια αέρινη, ανάλαφρη διάθεση, λες και ψιθυρίζει μέσα τους ο ζέφυρος, συμπληρώνονται αρμονικά από τους ερυθρούς και μπλε τόνους που εναλλάσονται χαρούμενοι στο κορμί της κοπέλας.
89 # Pierre-Auguste Renoir – Χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ (“Le Moulin de la Galette”, 1876)
Ο παλμός της ζωής μιας ολόκληρης εποχής σε ένα έργο! Η παρισινή Μονμάρτρη όπως τη θυμόμαστε, δίχως να την έχουμε ζήσει! Γιατί κάποιες φορές θυμάσαι καλύτερα εκείνα που δεν έζησες ποτέ.
Το περίφημο αυτό έργο του Ρενουάρ αποδίδει με απόλυτη φυσικότητα μια σκηνή από την παρισινή ζωή της εποχής. Ανέμελη, αεράτη, αφημένη στον εύθυμο ρυθμό του χορού και στις πνευματώδεις συζητήσεις της παρέας. Αυτός είναι ο κόσμος της Μονμάρτρης, της πιο καλλιτεχνικής από τις συνοικίες του Παρισιού, ένας κόσμος που απολαμβάνει το παρόν του, τη μουσική, τον ήλιο, την παρέα, το ποτό. Συζητήσεις πάνε κι έρχονται, μεταπηδούν απ’ το ένα θέμα στο άλλο, όμοιες με τα ανάλαφρα σώματα των ζευγαριών που χορεύουν στην πλατεία. Άντρες και γυναίκες συνάπτουν γνωριμίες, κρυφές ματιές ανταλλάσσονται, φλερτ διαδέχονται τις δίχως ενοχή οινοποσίες, ενώ οι σκιές απ’ τα φυλλώματα λικνίζονται παιχνιδιάρικα πάνω στα ρούχα, συμμετέχοντας χαρούμενα και κείνες στο κέφι της ημέρας.
Αυτός είναι ο παλμός μιας εποχής που, φαίνεται, αποκρυσταλλώθηκε για πάντα στη μνήμη – όλοι φέρουμε μέσα μας μια μικρή Μονμάρτρη, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όλοι σιγοτραγουδούμε στους ρυθμούς αυτής της μουσικής που δεν ακούγεται, μα, για κάποιο λόγο, αναβλύζουν απ’ τον πίνακα οι νότες της.
Και είμαστε εκεί. Και απολαμβάνουμε τη ζωή, τη φύση, τον κόσμο, την τέχνη, τη χαρά.
Είμαστε εκεί, αγαπητέ μου Ρενουάρ. Τόση ζωντάνια ξεχειλίζει απ’ το διαχρονικό αυτό έργο σου. Τόση αιωνιότητα, σε μια μέρα, μια στιγμή. Μια εντύπωση μονάχα.
90 # Camille Pissarro – Η Λεωφόρος της Μονμάρτρης (“Boulevard Montmartre”, 1897-98)
Παραμένουμε στον κόσμο της Μονμάρτρης, τώρα όμως υψωνόμαστε ψηλά, παρατηρώντας την πανοραμική θέα απ’ το μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου. Βλέπουμε την πλακόστρωτη λεωφόρο να απλώνεται σαν μαγικό χαλί μπροστά στα μάτια μας, χαλί που μας ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή. Παρατηρούμε τις άμαξες, τα άλογα, τα ξέχειλα με κόσμο πεζοδρόμια, τις βιτρίνες των καταστημάτων, τα λεπτοκαμωμένα δέντρα, τα αρχοντικά σπίτια που αγγίζουν με τις ερυθρές τους καμινάδες τον συννεφένιο ουρανό.
Ο Καμίγ Πισαρό ωστόσο δεν περιορίστηκε στην απόδοση μίας μόνο σκηνής της ημέρας. Πειραματίστηκε με την απεικόνιση της ίδιας λεωφόρου, υπό ποικίλες καιρικές συνθήκες, ζωγραφίζοντας τη σε διαφορετικές εποχές και ώρες της ημέρας. Η ίδια λεωφόρος αποδίδεται με θερμά χρώματα ένα φθινοπωρινό δειλινό, ψυχρά ένα χειμωνιάτικο πρωί, τα δέντρα της άλλοτε παρουσιάζονται ανθισμένα και άλλοτε γυμνά, ενώ ξεχωρίζει και η νυχτερινή όψη της σκηνής, στην οποία αντιπαραβάλλεται το βαθύ μπλε της νύχτας με το πολύχρωμο φως του δρόμου.
Παρατηρώντας όλο εκείνο το πλήθος με τις άμαξες, σχεδόν αντηχούν στ’ αυτιά μας το σταθερό ποδοβολητό των αλόγων πάνω στην νοτισμένη απ’ την υγρασία πέτρα…
Σε επίπεδο τεχνικής, το έργο αποδίδει με γρήγορες πινελιές τον υπέροχο συρφετό από τις εντυπώσεις της πόλης. Τα πάντα βρίσκονται εν κινήσει, γι’ αυτό και το πινέλο ρέει πάνω στον καμβά, δίχως σταματημό, αναπαράγοντας την αδιάκοπη κίνηση. Το βράδυ η ορατότητα είναι περιορισμένη, οι λάμψεις απ’ τα φώτα δεσπόζουν στο οπτικό πεδίο, και ο Πισαρό αποδίδει αριστοτεχνικά αυτήν ακριβώς την εντύπωση, παρουσιάζοντας μια απολύτως πειστική, μέσα στην τραχύτητά της, σκηνή.
Αυτοί ήταν οι Ιμπρεσιονιστές. Η τεχνική τους έμοιαζε ατελείωτη, σαν προσχέδιο, στα μάτια εκείνων που είχαν συνηθίσει τα καλογυαλισμένα έργα του παρελθόντος. Μα δεν υπήρχε προσχέδιο – μόνο οπτικές εντυπώσεις αποτυπωμένες στον καμβά. Εντυπώσεις και ασταμάτητη παρατήρηση.
Κάπως έτσι η ζωή μιας άλλης εποχής ζωντανεύει και σήμερα στα δικά μας μάτια. Και αστραποβολεί, όπως τα νυχτερινά φώτα της Μονμάρτρης.
91 # Edgar Degas – Πρίμα Μπαλαρίνα (“Prima Ballerina”, 1876-77)
Αποτυπώνοντας στιγμές της εποχής τους, τα έργα του Εντγκάρ Ντεγκά πάλλονται με κίνηση και ενέργεια. Σχεδόν αισθάνεσαι πως οι χρωματικοί συνδυασμοί των παστέλ μετακινούνται μπροστά στα έκθαμβά σου μάτια.
Ο Ντεγκά έγινε γνωστός για τη μεγάλη σειρά των “Μπαλαρίνων” του. Πηγαίνοντας σε χορευτικές σχολές και θέατρα, προσπαθούσε να αποτυπώσει το κομψό εύρος των περίτεχνων κοριτσίστικων κινήσεων πάνω στο χαρτί ή τον καμβά. Δεν ήταν καθ’ εαυτές οι εξωτερικές μορφές των κοριτσιών που τον ενδιέφεραν – σε αρκετά από τα έργα του κρύβονται, εξάλλου, από κάποια σκιά ή κάποιο άλλο σώμα. Εκείνο που του προκαλούσε το ενδιαφέρον ήταν η κίνηση, η μουσικότητα, ο ρυθμός – και η απόδοσή τους πάνω στην επίπεδη, δισδιάστατη επιφάνεια.
Τα έργα του Ντεγκά μοιάζουν με στιγμιαίες φωτογραφικές αποτυπώσεις – εκείνο που αποδίδεται πετυχημένα στα αγγλικά με τον όρο “snapshots”. Δεν θα βρεις καμία πόζα, κανένα στήσιμο, καμία απολύτως διαμόρφωση του σκηνικού από την πλευρά του δημιουργού. Οι οπτικές γωνίες συχνά είναι απολύτως ανορθόδοξες. Ο ίδιος δρα στο παρασκήνιο, αποτυπώνοντας αυτό που βλέπει μια συγκεκριμμένη στιγμή, επιθυμώντας να διυλίσει στο έργο του την αιώνια κίνηση. Υπάρχει ένας απόλυτος αυθορμητισμός στις Μπαλαρίνες του, μια σπάνια αμεσότητα.
Η “Πρίμα Μπαλαρίνα” του έργου ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, και για την ιδιαίτερη σύνθεσή της, στην οποία δεσπόζει μια διαγώνιος νοητή γραμμή που τέμνει τον πίνακα σε δύο μέρη, ακολουθώντας τη φορά της χορεύτριας, παρέχοντας μια αίσθηση μουσικότητας στο σύνολο. Σε συνδυασμό με τις φευγάτες, διαγώνιες γραμμές των παστέλ (τα οποία εξέλιξε όσο κανένας άλλος ζωγράφος), ο Degas δημιουργεί ένα έργο που ξεχειλίζει χάρη και ενέργεια.
92 # Georges Seurat – Ένα Κυριακάτικο Απόγευμα στο Νησί της Γκραντ Ζατ (“Un dimanche après-midi à l’Île de la Grande Jatte”, 1884-86)
Όπως έλεγε η επιστημονική θεωρία της Gestalt, “το Όλο είναι πάντα κάτι περισσότερο από το άθροισμα των επί μέρους μερών του”. Όταν κοιτάζουμε ένα αντικείμενο από πάρα πολύ κοντά, αδυνατούμε συχνά να κατανοήσουμε τη γενική του εικόνα. Χανόμαστε στα ατελείωτα στενά των δέντρων και βυθιζόμαστε στις ρίζες τους, αγνοώντας το δάσος που τα περιβάλλει. Ποιος ξέρει. Ενδεχομένως το ίδιο να ισχύει και με τη σχέση μας με τους ανθρώπους, ή και με τον ίδιο μας τον εαυτό· κάποιες φορές χρειάζεται να παίρνεις και λίγη απόσταση από κάτι.
Κοιτώντας από κοντά τα έργα του Ζωρζ Σερά, δεν βλέπεις παρά ένα συνονθύλευμα από πολύχρωμες κουκίδες. Πηγαίνοντας όμως κάποια μέτρα πίσω, διαπιστώνεις με θαυμασμό πως οι ατελείωτες αυτές κουκίδες απαρτίζουν το ψηφιδωτό ενός πληθωρικού, εντυπωσιακού συνόλου.
Ήταν μια τεχνική που ονομάστηκε Πουαντιγισμός (Pointillism). Ήδη οι Ιμπρεσιονιστές είχαν προσδώσει μια πρώτη αφαιρετικότητα στη φόρμα, δημιουργώντας έργα με γρήγορες πινελιές και αντιπαραβολές χρώματος. Ο Σερά πήγε ακόμα παραπέρα, σπάζοντας τη φόρμα σε χιλιάδες μικροσκοπικούς χρωματικούς κόκκους. Κάθε κόκκος σε μια συγκεκριμένη σχέση με τους κόκκους γύρω του, όλοι δοσμένοι με γεωμετρικές αναλογίες και μια απόλυτη επιστημονική ακρίβεια. Δεν υπάρχουν περιγράμματα – μόνο κουκίδες. Τίποτα εδώ δεν είναι τυχαίο, τίποτα αυθόρμητο. Τα πάντα ήταν μαθηματικά υπολογισμένα, ώστε να ταιριάζουν απολύτως μεταξύ τους· το κάθε χρώμα έπαιζε το ρόλο του, η κάθε γραμμή το ίδιο.
Το “Κυριακάτικο Απόγευμα στο Νησί της Γκραντ Ζατ” είναι ο γνωστότερος πίνακάς του και το πιο ξακουστό έργο του Πουαντιγισμού. Οι ανθρώπινες μορφές αποτυπώνονται με γεωμετρική ακρίβεια, σχηματίζοντας μαζί με τα δέντρα ένα νοητό σύμπλεγμα οριζοντίων και καθέτων γραμμών. Τα θερμά χρώματα στις περιοχές που λούζει το φως συμπληρώνονται από ψυχρά χρώματα στις περιοχές της σκιάς. Η αντιπαραβολή των αντιθέτων ήταν απαραίτητη, σύμφωνα με τον Σερά, για την επίτευξη μιας αίσθησης αρμονίας· μιας αρμονίας που παρομοίαζε με εκείνη της μουσικής.
Το τελικό αποτέλεσμα φαντάζει εντυπωσιακό και άκαμπτο συνάμα. Βρίσκεται σε απόλυτη αντιπαραβολή με τα ξέχειλα κίνηση και ενέργεια έργα του Ντεγκά. Μα η γοητεία του έργου του Σερά είναι άλλη: είναι η γοητεία ενός έργου που δραπετεύει από την παροδικότητα της στιγμής, παρέχοντας μια διαχρονική, αιώνια αίσθηση.
Η μουσική του Seurat δεν είναι η παλλόμενη, ζωντανή μουσική των έργων του Ντεγκά και των Ιμπρεσιονιστών. Μοιάζει περισσότερο με τη μουσική κάποιας ουράνιας σφαίρας – εκείνοι που μελέτησαν οι Πυθαγόρειοι στην αρχαιότητα. Οι νόμοι της θυμίζουν τα πλατωνικά στερεά – εκείνα που έκλειναν μέσα τους μια νοητή πραγματικότητα, πέρα από το διαρκές παιχνίδι των αισθήσεων.
93 # Henri de Toulouse-Lautrec – Στο Μουλέν Ρουζ (“At the Moulin Rouge”, 1892)
Στο επίκεντρο της παρισινής νύχτας της εποχής του Μπελ Επόκ, δέσποζε, σαν ρουμπίνι αγκιστρωμένο στην κατεβασμένη καλτσοδέτα μιας γυναίκας, το Μουλέν Ρουζ. Το πιο ξακουστό από τα πολυάριθμα καμπαρέ μιας πολιτείας νωχελικά βυθισμένης στην παρακμιακή, έκφυλη μαγεία της νύχτας. Ο κόσμος του Μουλέν Ρουζ κοιμόταν τις μέρες, όχι τις νύχτες. Κι ενώ οι δρόμοι γύρω βάφονταν κόκκινοι απ’ τις πόρνες και πράσινοι απ’ το χαρακτηριστικό ποτό της εποχής, τα καμπαρέ παραδίνονταν ολοκληρωτικά στις απολαύσεις της μουσικής και του χορού, καθρεφτίζοντας μια κοινωνία διψασμένη για ηδονές.
Ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ γνώριζε όσο λίγοι τη ζωή της νύχτας. Καταβεβλημένος σωματικά από προβλήματα υγείας, παρηγορούσε τον εαυτό του συχνάζοντας στα μπαρ, τα καμπαρέ, τα θέατρα και τα μπουρδέλα της Μονμάρτρης. “Φέρε μου ένα ποτό να πιω ακόμα”, φαίνεται έλεγε στον σερβιτόρο, ενώ παρατηρούσε τους περίτεχνους χορούς των γυναικών, τα φουστάνια τους που υψώνονταν παιχνιδιάρικα, τα γυμνά τους πόδια που υπόσχονταν πάντα περισσότερα απ’ όσα παρουσίαζαν. Και πλάι του είχε ένα χαρτί και ένα μολύβι, σχεδιάζοντας, απεικονίζοντας την γλυκιά παρακμή μιας εποχής σε αιώνιες εικόνες, εσωκλείοντας το πνεύμα της στα έργα του.
Το “Μουλέν Ρουζ” παρουσιάζει μια σκηνή απ’ το ξακουστό κέντρο. Εμπνευσμένος από τον Ντεγκά, ο Τουλούζ-Λωτρέκ ενδιαφερόταν για την απεικόνιση του αυθόρμητου, του άμεσου στα έργα του. Η οπτική γωνία είναι εκείνη του ζωγράφου, ενώ κάθεται στη θέση του. Βλέπουμε το καμπαρέ μέσα από τα μάτια του. Στα τραπέζια ο κόσμος μιλάει, γυναίκες πίσω περιποιούνται τα ρούχα τους, ενώ μια μαυροντυμένη γυναικεία φιγούρα ξεχωρίζει σε πρώτο πλάνο. Τα μαύρα ρούχα της έρχονται σε αντιπαραβολή με το έντονα φωτισμένο πρόσωπό της – οι πράσινοι τόνοι του οποίου αντανακλούν την κατανάλωση ποτού.
Μια διάχυτη αίσθηση ανησυχίας κυριαρχεί. Σχεδόν αισθάνεσαι πως η σκηνή αυτή συνιστά προάγγελο κάποιου ονείρου – από εκείνα τα μυστηριώδη όνειρα, τα οποία δεν γνωρίζεις αν είναι ευχάριστα ή δυσάρεστα. Μόνο παραδίνεσαι μέσα τους, βυθισμένος στη ναρκωτική τους ζάλη… αντίστοιχα με τη ζάλη μιας εποχής ολόκληρης, παραδομένης στην υποχθόνια λησμονιά των απολαύσεων.
Μετά τον Ιμπρεσιονισμό. Οι Πρόδρομοι μιας νέας εποχής
Κανένα άλλο κίνημα στην ιστορία της δεν είχε ταράξει τόσο τα νερά της τέχνης, όσο ο Ιμπρεσιονισμός. Τα νερά είχαν γίνει κύματα, τα κύματα καταρράκτες. Τίποτα δεν μπορούσε πια να είναι όπως παλιά. Κι ενώ το Παρίσι βυθιζόταν στην υπέροχη νωχέλεια της ηδονόφιλης καθημερινότητάς του, λίγοι αφουγκράζονταν τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που θα έφερνε ο νέος αιώνας που ξημέρωνε.
Ο Μοντερνισμός γυρόφερνε φορώντας καπέλο και κραδαίνοντας μπαστούνι. Σύχναζε στο Μουλέν Ρουζ και αγνάντευε χαμογελαστός τα παρδαλά κορίτσια του. “Να ξέρατε τι αποσκευές κουβαλώ μαζί μου”, σκεπτόταν, τα μάτια του αντανακλώντας τις λάμψεις από τα νεόκτιστα ηλεκτρικά φώτα. Και ο ηλεκτρισμός δεν ήταν παρά μόνο η αρχή…
Τρεις ζωγράφοι στάθηκαν μεταβατικοί ανάμεσα στις εποχές, σαν γέφυρες μεταξύ δυο θαλασσών. Ήταν εκείνοι που σηματοδότησαν το πέρασμα από τον Ιμπρεσιονισμό στη Μοντέρνα Τέχνη του 20ου αιώνα. Τρεις παραπόταμοι, ξεχειλίζοντας απ’ το κεντρικό ρεύμα του Ιμπρεσιονισμού και πηγαίνοντας, ο καθένας, προς διαφορετική κατεύθυνση.
Ο πρώτος ήταν ο Πωλ Σεζάν. Ο δεύτερος ήταν ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Και ο τρίτος ο Πωλ Γκωγκέν.
94 # Paul Cezanne – Το Βουνό του Σαν Βικτώρ (“La Montagne Sainte Victoire”, 1885-1906)
Όσο αγάπησε το έργο των Ιμπρεσιονιστών ο Πωλ Σεζάν, άλλο τόσο προβληματίστηκε για την κατεύθυνση που έπαιρνε η τέχνη. Δίνοντας απόλυτη έμφαση στην προσωπική εντύπωση μιας σκηνής ή ενός τοπίου, καλλιεργώντας την αυθόρμητη ζωγραφική και παρέχοντας προτεραιότητα στα παιχνίδια του φωτός με τη σκιά, ο Ιμπρεσιονισμός κάπου φαινόταν πως είχε χάσει εκείνη την αρχέγονη απόδοση της καλλιτεχνικής συμμετρίας. Τέτοια που είχε καλλιεργηθεί ήδη από τα αρχαία χρόνια, δίνοντας έμφαση στο αιώνιο και αμετάβλητο, όχι στο παροδικό και το στιγμιαίο.
Μπορεί να ήταν ιδεαλιστική ή και εξωπραγματική μερικές φορές, μα η αίσθηση αυτής της συμμετρίας, αυτής της αρμονίας ανάμεσα στο Όλο και στα μέρη, ήταν που είχε δώσει στο παρελθόν ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της τέχνης. Νοσταλγός μιας Τάξης που φαίνεται είχε πια χαθεί, ο Σεζάν αποζητούσε τρόπους να την επαναφέρει, δίχως όμως να προδώσει τις ανακαλύψεις των Ιμπρεσιονιστών.
Να το πούμε με άλλα λόγια: Ζωγραφίζοντας ένα βουνό, υπάρχει άραγε τρόπος να αποδώσεις το “αιώνιο βουνό”, ενώ παράλληλα αποτυπώνεις το πλήθος των μεταβολών του; Γίνεται να συνδυάσεις εικαστικά τον Παρμενίδη (αιώνια σταθερότητα) με τον Ηράκλειτο (αιώνια κίνηση);
O Σεζάν προσπάθησε να το κάνει, σπάζοντας τη φόρμα σε γεωμετρικούς όγκους. Ένα τοπίο κόβεται σε στέρεα κομμάτια χρώματος, οι ποικίλες όψεις των οποίων συνδυάζονται ώστε να δώσουν ένα σφαιρικό αποτέλεσμα. Όπως είδαμε ο Ζωρζ Σερά είχε ήδη αποπειραθεί να τεμαχίσει τη φόρμα σε πλήθος μικροσκοπικών κουκίδων. Ο Σεζάν αντικατέστησε τις κουκίδες με γεωμετρικά στερεά, διατηρώντας όμως την αίσθηση αυθορμητισμού των Ιμπρεσιονιστών. Έκτιζε το έργο του την ίδια ώρα που το ζωγράφιζε, συνδυάζοντας την οπτική εντύπωση του χρώματος, τα παιχνίδια του φωτός και το σπάσιμο σε συμμετρικούς όγκους.
Επρόκειτο για μια κατασκευή, την οποία θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε ακόμα και με τα τουβλάκια Lego.
Το “Όρος Σαν Βικτώρ” συνιστά την πιο ξακουστή σειρά έργων του Σεζάν (δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο εγχείρημα, μα για μια ακολουθία έργων με διάρκεια 20 χρόνων), καθιστώντας φανερή την πρωτοποριακή τεχνική του. Μας χωρίζουν ελάχιστα βήματα πλέον από την τέχνη του 20ου αιώνα…
95 # Vincent van Gogh – Πορτραίτο (“Self-Portrait as a Painter”, 1887-88)
Μέσα από φρενήρεις συνδυασμούς χρωμάτων, ακολουθώντας τον αδιάκοπο ρυθμό ενός πινέλου που αντηχεί σαν καρδιοχτύπι, ξεπροβάλλει η μοναχική, τυρρανισμένη φιγούρα του Βαν Γκογκ. Του καλλιτέχνη που γνώρισε την αδιαφορία, την περιφρόνηση και τη μοναξιά, του ανθρώπου που υπέφερε, τρελάθηκε, αυτοκτόνησε – και τα έργα του πλέον κοστίζουν περιουσίες εκατομμυρίων και εκατομμυρίων, αποτελώντας αντικείμενο θαυμασμού πλουσίων και φτωχών, φιλότεχνων και μη, διακοσμώντας τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Τραγική ειρωνεία; Εμένα πάντως περισσότερο σα φάρσα μου ακούγεται. Αυτή η καταραμένη αναγνώριση ορισμένων καλλιτεχνών μετά το θάνατό τους. Μια απαίσια, κακόγουστη φάρσα.
Ήταν το τίμημα που πλήρωσε ο καλλιτεχνικός 19ος αιώνας για την ολοένα αυξανόμενη περιφρόνησή του απέναντι σε κανόνες και συμβάσεις. Η μοναξιά· Η απομόνωση του δημιουργού. Και ο Βαν Γκογκ πλήρωσε το τίμημα περισσότερο από κάθε άλλον δημιουργό στην εποχή του.
Παρατηρώντας το πορτραίτο του, το ντυμένο σε συμπληρωματικούς τόνους του πορτοκαλί και του μπλε, δεν μπορούμε παρά να εστιάσουμε στο βαθύ του βλέμμα. Μάτια που μοιάζουν με τον πυθμένα κάποιας λίμνης – σκοτεινά όσο τίποτα άλλο στο έργο. Μάτια μεγάλα, μελαγχολικά, αθώα. Μα ακόμα και στη βαθιά αυτή λίμνη φαίνεται τρεμοπαίζει κάποια λάμψη.
Να πως περιέγραψε το πορταίτο ο Βαν Γκογκ στην αδερφή του: “Ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από το στόμα, άκαμπτο ξύλινο, μια πολύ κόκκινη γενειάδα, απεριποίητος και στεναχωρημένος”.
Και ενάμιση αιωνα μετά, το πορτραίτο γίνεται αντικείμενο μαζικού θαυμασμού από τα πλήθη. Πλήθη που ατενίζει μέσα από τα σκοτεινά του μάτια. Μια κακόγουστη φάρσα, αγαπητέ μου Βίνσεντ…
96 # Vincent van Gogh – Η Κρεβατοκάμαρα (“De Slaapkamer” – “The Bedroom”, 1888)
Το διασημότερο από τα ταπεινά, φτωχικά δωμάτια του κόσμου. Αναγνωρισμένο κι αυτό μετά το θάνατό του, όπως ο δημιουργός του. Ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα κομοδίνο, μια πετσέτα, κάποια κάδρα στον τοίχο.
Κι όμως, αυτό το μικροσκοπικό, ασήμαντο δωματιάκι ήταν το καταφύγιο του Βαν Γκογκ. Ο χώρος που τον έκανε να νιώθει όμορφα. Και γι’ αυτό επέλεξε να το κάνει θέμα ενός έργου τέχνης· αυτό το μικρό και ασήμαντο, που τόση σημασία είχε γι’ αυτόν. Γιατί τι είναι η πραγματικότητα αν όχι ο τρόπος που την προσλαμβάνουμε; Οι σημασίες που της αποδίδουμε; Τα αισθήματα που τρέφουμε γι’ αυτήν;
Όπως έλεγε εξάλλου ο Σαιντ-Εξυπερύ και ο Μικρός Πρίγκιπας, όταν αγαπάς κάτι ακόμα και το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου υψώνεται σε κάτι μοναδικό για σένα. Ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο. Τέτοιο ήταν και το μικρό δωμάτιό του για τον Βαν Γκογκ. Το αγαπούσε, γι’ αυτό και το ζωγράφισε, προσδίδοντας στο έργο απαλούς χρωματικούς τόνους, δημιουργώντας μια γαλήνια, ζεστή αίσθηση. Μια αίσθηση οικειότητας, τέτοια που νιώθεις όταν επιστρέφεις σπίτι σου μετά από ένα μακρύ ταξίδι.
Η αγάπη καθοδηγούσε το πινέλο του Βαν Γκογκ. Και έτσι το συνηθισμένο αυτό δωμάτιο έγινε αιώνιο.
97 # Vincent van Gogh – Έναστρη Νύχτα (“Starry Night”, 1889)
Οι Ιμπρεσιονιστές είχαν αποπειραθεί ν’ αποτυπώσουν στον καμβά αυτό που βλέπουν· ο ο Σεζάν και ο Σερά προσπάθησαν να πάνε πέρα απ’ τα φαινόμενα, αποτυπώνοντας την αμετάβλητη γεωμετρικότητα των όγκων· όλοι τους αποσκοπούσαν στην απόδοση κάποιας οπτικής αληθοφάνειας με τα έργα τους.
Ωστόσο τον Βαν Γκογκ τον ενδιέφερε πρωτίστως το συναίσθημα· το πάθος που αναβλύζει μέσα από ένα έργο. Η εξωτερίκευση εκείνης της φωτιάς που καίει μέσα σου.
Γι’ αυτό και τα έργα του σκόπιμα παραποιούν τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Σκόπιμα παραμορφώνουν το τοπίο, πλουμίζοντας το με ομοβροντίες χρωματικών συνδυασμών – ποτέ τυχαίων, ποτέ συμπτωματικών. Το χρώμα στον Βαν Γκογκ δεν είναι παρά η φωνή της ψυχής που αγωνίζεται. Της ψυχής που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια και τον χρωματίζει με βάση τις διαθέσεις της. Ποτέ άλλοτε δεν είχε εκφράσει ζωγράφος τόσο έντονα εκείνο που αισθάνεται, μέσα από την τέχνη του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αποκτήσει η ζωγραφική τέτοιο χαρακτήρα προσωπικής εξομολόγησης.
Η “Έναστρη Νύχτα” μας παρασύρει σε έναν ουράνιο κυκεώνα που ξεχύνεται πάνω από την πόλη, σαν κύμα κάποιας ατίθασης θάλασσας – θυμίζοντας τα κύματα στα γιαπωνέζικα χαρακτικά που τόσο θαύμαζε ο Βαν Γκογκ (βλέπε έργο #80, στο τρίτο μέρος του αφιερώματος). Όμοια ατίθασος, αδάμαστος, αρχέγονος, φαντάζει και ο μαγευτικός ουρανός του Βαν Γκογκ. Τ’ αστέρια μοιάζουν με φλόγες που λαμποκοπούν, τα σύννεφα με πύλες προς έναν άλλο κόσμο. Η πολιτεία στα βάθη φαίνεται παραδομένη σε κάποιο σκοτεινό όνειρο. Η σκηνή μοιάζει εξωπραγματική.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα ιδωμένη μέσα από τον προσωπικό καθρέφτη των συναισθημάτων… Και ο Βαν Γκογκ, δίχως να το γνωρίζει, χάραζε τους δρόμους που θα ακολουθούσε η τέχνη της νέας εποχής.
98 # Paul Gaugin – Ιστορίες Βαρβάρων (“Contes Barbares” – 1902)
“Τα Σκανδιναβικά σου μπλε μάτια κοίταξαν με προσοχή τους πίνακες που κρέμονταν στον τοίχο. Tότε ένιωσα την διέγερση της επανάστασης – μια πλήρη σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό σου και στον βαρβαρισμό μου. Τον πολιτισμό, από τον οποίο υποφέρεις. Τον βαρβαρισμό, ο οποίος, για μένα είναι μια αναζωογόνηση.”
“Φεύγω προκειμένου να βρω ειρήνη και ησυχία, να απαλλαγώ από τις επιδράσεις του πολιτισμού. Θέλω μόνο να κάνω απλή, πολύ απλή τέχνη και προκειμένου να τα καταφέρω, θα χρειαστεί να αφήσω τον εαυτό μου να απορροφηθεί από την παρθένα φύση, να μην βλέπω κανέναν παρά μόνο ιθαγενείς, να ζω τη δική τους ζωή, με καμία άλλη σκέψη στο νου πέρα από το απεικονίσω τα σχήματα που θα πάρουν μορφή μες στο μυαλό μου – με τον τρόπο ενός παιδιού…”
“Η ζωή στο νησί σύντομα έγινε δυσβάσταχτη.
Ήταν η Ευρώπη, εκείνη η Ευρώπη από την οποία επιθυμούσα να απαλλαγώ. Και αυτό υπό τις εκνευριστικές συνθήκες του αποικιακού σνομπισμού και τη μίμηση, γκροτέσκα συχνά στα πρόθυρα της καρικατούρας, των εθίμων μας, της μόδας, των διαστροφών και των παραλογισμών του πολιτισμού… Έκανα λοιπόν όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, μονάχα για να ανακαλύψω πάλι εκείνο από το οποίο δραπέτευσα μακριά;”…
******
Λόγια από κείμενα του Πωλ Γκωγκέν, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα. Λόγια για την απόδραση από τον πολιτισμό και την αναζήτηση ενός καταφυγίου σ’ έναν άλλο κόσμο, πέρα από τις επιδράσεις της Δύσης – ένας κόσμος στον οποίο κατέφυγε ο Γκωγκέν, παραδίδοντας μια τέχνη που παραπέμπει στις ρίζες: την απλότητα, τη φύση, την αμεσότητα πέρα από συμβάσεις. Και η τέχνη του Γκωγκέν ήταν αυτό ακριβώς: αυθεντική· ανεπιτήδευτη· γνήσια. Όπως το έργο που βλέπουμε στην εικόνα – ένα από τα πολλά με θέμα τους κατοίκους της Ταϊτής, όπου κατέφυγε ο Γκωγκέν αποζητώντας έναν άλλο κόσμο…
Ένας κόσμος που ολοένα χάνεται. Σήμερα δεν είναι λίγοι οι ιθαγενείς στα νησιά που φοράνε t-shirts, πίνουν και τρώνε στις γνωστές αλυσίδες καταστημάτων και στέλνουν μηνύματα σε Ipad.
99 # Edvard Munch – Η Κραυγή (“The Scream”, 1893)
«Περπατούσα σε έναν δρόμο με δύο φίλους· ο ήλιος έδυε· ξαφνικά ο ουρανός πήρε το κόκκινο του αίματος· σταμάτησα, αισθάνθηκα εξαντλημένος και έγειρα στον φράχτη· υπήρχε αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μπλε-μαύρο φιόρδ και την πόλη· Οι φίλοι μου συνέχισαν και εγώ στάθηκα εκεί, τρέμοντας από ανησυχία· και αισθάνθηκα μια απέραντη κραυγή να διαπερνά τη φύση».
Ο εικοστός αιώνας είναι πλέον κοντά. Και μαζί με αυτόν η καλπάζουσα άμαξα του Μοντερνισμού, φορτωμένη με τις αποσκευές της: φρενήρης ρυθμός· άγχος· αλλοτρίωση· ισοπέδωση· μοναξιά. Κανένα άλλο έργο στην ιστορία της ζωγραφικής δεν αποτύπωσε τόσο πετυχημένα το πνεύμα των καιρών όσο η «Κραυγή» του Νορβηγού Έντβαρντ Μουνκ. Η επιρροή του Βαν Γκογκ είναι εμφανής: o Μουνκ δεν ενδιαφέρεται να αποτυπώσει κάποια «αντικειμενική πραγματικότητα», ούτε να δημιουργήσει ένα έργο τέρψης και ευχαρίστησης. Σκοπός του είναι να βάψει τον καμβά με αίμα. Αίμα – δηλαδή αίσθημα, ψυχή, πάθος.
Και στην περίπτωση της «Κραυγής» – Φόβος. Ξεχείλισμα. Σπαραγμός και διέξοδος εκείνου που εγκλωβίζεται μέσα σου· εκείνου που πνίγεται σε μια θάλασσα έλλειψης νοήματος.
Μερικές δεκαετίες μετά ο Ζαν-Πολ Σαρτρ θα έγραφε στο βιβλίο του, «η Ναυτία»:
«Θα ήθελα τόσο να αφεθώ, να ξεχαστώ, να κοιμηθώ. Όμως δεν μπορώ, ασφυκτιώ: η ύπαρξη διεισδύει από παντού· από τα μάτια, από τη μύτη, από το στόμα (…) Δεν ήμουν έκπληκτος, ήξερα καλά ότι αυτό ήταν ο Κόσμος, ο ολόγυμνος Κόσμος, που μονομιάς φανερωνόταν, ασφυκτιούσα από θυμό γι’ αυτό το τεράστιο, παράλογο ον (…) Κάθε ύπαρξη γεννιέται αναίτια, ζει από αδυναμία και πεθαίνει τυχαία. Έγερνα προς τα πίσω και έκλεινα τα βλέφαρά μου. Όμως οι εικόνες, σαν από σύνθημα, όρμησαν και ήρθαν να πλημμυρίσουν τα κλειστά μου μάτια με υπάρξεις: η ύπαρξη είναι μια πληρότητα την οποία δεν μπορεί ο άνθρωπος να εγκαταλείψει». (μτφ: Ε.Τσολακέλλη)
O Εικοστός Αιώνας…
Κάπως έτσι φτάσαμε στον 20ο αιώνα… Και εδώ το αφιέρωμά μας φτάνει πια στο τέλος του. Από τα χρόνια του Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, από το Μπαρόκ στο Ρομαντισμό και από τους Ιμπρεσιονιστές στους πρόδρομους του Μοντερνισμού, η Τέχνη εξελίχθηκε παράλληλα με τον Άνθρωπο. Αναζητώντας την Τέχνη, ο Άνθρωπος έφτασε να αναζητεί τον ίδιο τον εαυτό του. Κάθε βήμα προς τα μπρος ήταν και ένα βήμα αυτογνωσίας – ακόμα και αν, στο κατώφλι της νέας εποχής, η γνώση έφτασε να διασκορπίζεται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια. Ακόμα και αν ο άνθρωπος υποδέχτηκε τη Νέα Εποχή με μια κραυγή – ή μια απόπειρα απόδρασης σε έναν άλλο, ομορφότερο κόσμο – σε κάποια καταχωνιασμένη Ουτοπία.
Για μας εδώ στην Κουνελοχώρα, οι εξορμήσεις στην ιστορία της τέχνης θα συνεχιστούν με τη σειρά αφιερωμάτων πάνω στην τέχνη του εικοστού αιώνα. Μα, ως τότε, ας σας αποχαιρετήσω με το τελευταίο, από τα 100 Έργα Ορόσημα. Βρισκόμαστε στο Παρίσι, εν έτει 1907. Κάπου σ’ ένα μικροσκοπικό ατελιέ, ένας νεαρός Ισπανός ζωγράφος εμπνέεται από το έργο του Σεζάν και από την τέχνη των πρωτόγονων λαών και δημιουργεί ένα έργο που γεφυρώνει το παλιό με το καινούργιο. Ένα έργο που χαράζει το δρόμο για την τέχνη της νέας εποχής…
Το όνομα του είναι Πάμπλο Πικάσο. Και το όνομα του έργου είναι «Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν».
Η Μοντέρνα Τέχνη έμελλε να αποκαλύψει πολλά ακόμα για το αιώνιο αίνιγμα του ανθρώπου. Για το αέναο μυστήριο της φύσης και του κόσμου.
25 Responses
Μπράβο! Ειλικρινά, δεν γνωρίζω τίποτα από εικαστικά, αλλά το έχεις κάνει τόσο εύκολο για μένα να παρακολουθήσω. Υπέροχη ιδέα! Σε ευχαριστώ πολύ!
Να 'σαι καλά Εύα! Σκοπός της παρουσίασης είναι αυτός ακριβώς: να εμβαθύνει στην ιστορία της ζωγραφικής ο κόσμος εκείνος που δεν γνωρίζει πολλά πράγματα. Να εμβαθύνει επί της ουσίας και να την αγαπήσει.
Πολύ ωραίο και αυτό το αφιέρωμα! Το διάβασα λίγο βιαστικά, αλλά θα επανέλθω. Οι αναρτήσεις σου λειτουργούν σαν εγκυκλοπαίδεια στη βιβλιοθήκη. Οποτεδήποτε θελήσω, παίρνω έναν τόμο από το ράφι και διαβάζω…
Πολλά φιλιά
Ξέρεις, νομίζω Pippi, πόσο αγαπώ τις βιβλιοθήκες… Τους χαιρετισμούς μου!
Καλή Χρονιά Κούνελε
Επιστρέφω για πιο αναλυτική μελέτη!!!!
Καλή χρονιά Ελένη! Και καλή μελέτη όταν επιστρέψεις. 😉
Μπράβο! Εξαιρετική δουλειά.
Ευχαριστώ φίλε μου, να 'σαι καλά!
Πόσο μου αρέσει ο Van Gogh! Πόσο μου άρεσε εκείνο το επεισόδιο στο Doctor Who!
pic, pic, gif, youtube
Δεν το ήξερα το επεισόδιο… μα με συγκίνησε το βίντεο. Σ' ευχαριστώ.
Να πούμε τώρα εμείς τι Κούνελε ; μετά από αυτή την εκπληκτική διατριβή παρουσίασή σου, τι να πούμε ; Χωρίς να έχω γνώσεις στη ζωγραφική, η ανάλυσή σου με έβαλε σε έναν μαγικό κόσμο.
Για μια ακόμα φορά με κάνεις να μένω άφωνος Κούνελε ειλικρινά στο λέω.
Καλή βδομάδα.
Είναι μαγικός ο κόσμος της ζωγραφικής, πραγματικά… Σκοπός μου ήταν να μεταδώσω λίγη απ' τη μαγεία του. Χαίρομαι που τα κατάφερα, αγαπητέ Γιάννη. Καλή βδομάδα να έχεις!
απο τα αγαπημενα μου κινηματα της τεχνης κουνελε!
και τι ωραια που τα παρουσιαζεις, οπως παντα!
καλη χρονια ειπαμε; δεν ειπαμε, οποτε:
Σου ευχομαι μια πολυ δημιουργικη, ευτυχισμενη και ενδιαφερουσα χρονια καλε μου κουνελε, με καθε επιτυχια σε ο,τι καταπιανεσαι!
Καλή χρονιά αγαπητή μου Γάτα!! Εύχομαι με τη σειρά μου να γουργουρίζεις άπλετα και με ικανοποίηση καθ' όλη τη διάρκεια της χρονιάς…
Κατάφερες για ακόμη μία φορά να ταξιδέψεις τον αναγνώστη στον πλούσιο και μαγευτικό κόσμο των πρωτοπόρων και αξεπέραστων αυτών δημιουργών!!!
Αυτό είναι χάρισμα και εδώ δεν χωρούν μετριοφροσύνες…
Με αγγίζει απόλυτα η "Έναστρη νύχτα"!!!
Και θεωρώ το έργο του Σερά πολύ προχωρημένο για την εποχή του ως προς την τεχνική που ακολούθησε και παράλληλα διότι αποτύπωνε με τον πιο εύστοχο τρόπο την αυστηρότητα και το άκαμπτο της κοινωνίας εκείνη την εποχή. Προσπάθησα να δώσω με απλά λόγια την αίσθηση που μου αφήνει το έργο του, καθώς δεν έχουμε δυστυχώς όλοι το χάρισμα…
Κάποτε διάβαζα με πάθος για όλα τα ρεύματα της ζωγραφικής, γιατί τότε σκίτσαρα αρκετά, οπότε ήθελα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα γύρω από την ζωγραφική, όμως πολλά έχουν αρχίσει να περνούν στη λήθη και χαίρομαι που άρχισαν να ζωντανεύουν πάλι…
Ήθελα από μέρες να προβάλλω αυτό σου το αφιέρωμα, αλλά δεν είχα προλάβει να το διαβάσω με ησυχία. Άσε, που κόλλησα με την ημέρα της Μαρμότας…
Φυσικά, θα το κάνω!
Την ημέρα της Μαρμότας? Αναφέρεσαι στην – πολύ αγαπημένη μου – ταινία? Πέραν αυτού χαίρομαι που ήσουν συνταξιδιώτισσα στο ζωγραφικό αυτό ταξίδι μου, Γλαύκη. Να ξέρεις, θα υπάρξουν κι άλλα στο μέλλον. Τίποτα δεν χάνεται, και αν περνάει στη λήθη, στο χέρι μας είναι να το επαναφέρουμε ξανά.
Την καλησπέρα μου.
Α ρε μερακλή Κούνελε! Θα σταθώ περισσότερο στο χορό του Ρενουάρ που έχει τόση λεπτοδουλειά! Πώς πέφτει η σκιά από τις φυλλωσιές πάνω στα πρόσωπα.
Το ιδανικό είναι να βλέπεις αυτά τα πανέμορφα έργα από κοντά. Θα μπορούσα να τα χάζευα με τις ώρες, θα χανόμουν στην πολύχρωμη πραγματικότητά τους, κάπου ανάμεσα στα δέντρα, τα γεφύρια, στα τραπέζια και τις φυλλωσιές.
Μαγεία
Cheers!
Υπέροχο αφιέρωμα! Θα μπορούσες να μας προτείνεις σχετική βιβλιογραφία για επιπλέον πληροφορίες;
Να 'σαι καλά. Βιβλιογραφία υπάρχει άφθονη εκεί έξω, ανάλογα με τα ρεύματα και τους ζωγράφους, μα για αρχή θα πρότεινα το "Χρονικό της Τέχνης" του Ernst Gobrich. Απλά, η καλύτερη εισαγωγή που έχει γραφτεί πάνω στην ιστορία της τέχνης. Μπορείς να ξεκινήσεις από αυτό και μετά τα άλλα θα πάρουν τη σειρά τους… 🙂
Πραγματικα υπεροχη διαδρομη!Μας εβαλες στον κοσμο της τεχνης χωρις να ξεραμε οτι το θελαμε!
Χαίρομαι που απολαύσατε τη διαδρομή μαζί μου!