Ζαν-Πολ Σαρτρ… Στον Στρόβιλο της Ναυτίας

Enter the rabbit's lair...

Η Ναυτία του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ένα μεγάλο αφιέρωμα από το Φονικό Κουνέλι

«Ίσως να είναι αδύνατον να κατανοήσει κάποιος το ίδιο του το πρόσωπο. Ή μήπως το πιστεύω αυτό επειδή ζω μόνος; Οι κοινωνικοί άνθρωποι έμαθαν να κοιτάζονται στους καθρέφτες όπως εμφανίζονται στους φίλους τους. Δεν έχω φίλους: άραγε γι’ αυτόν το λόγο είναι τόσο γυμνή η σάρκα μου; Θα έλεγα – ναι, θα έλεγα ότι είναι η φύση χωρίς τους ανθρώπους.»

Δεκαετία του 30, κάπου σε μια επαρχιακή πολιτεία (έχει σημασία ποια;) κάποιος μυθιστορηματικός χαρακτήρας γύρω στα 30-35 (έχει σημασία τ’ όνομά του;) νιώθει τη Ναυτία. Τη βιώνει ως τα κατάβαθα της ύπαρξής του. Λέει «υπάρχω» – και μεμιάς συνειδητοποιεί το βάρος αυτής της φοβερής λέξης. Αυτής της τρομερής, της αδυσώπητης, της γεμάτης σημασίας, λέξης.

Και ο κόσμος ποτέ δεν είναι ίδιος πια.

Ο δικός του κόσμος – γιατί ο κόσμος των άλλων συνεχίζει να γυρίζει στους γνωστούς, καθημερινούς ρυθμούς του. Στους ρυθμούς των αστικών συναναστροφών, της ενασχόλησης με τις τακτικές συνήθειες, το σπίτι, την εργασία, τη σχόλη, την επικαιρότητα, και όλα τα γνωστά. Άνθρωποι που ποτέ στη ζωή τους δεν βίωσαν τη Ναυτία, δεν γνωρίζουν τι είναι η Ναυτία. Το μαζικό πλήθος του εφησυχασμού, το οκνηρό πλήθος της σταθερότητας, κόσμος που ακροβατεί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.

Μα η ύπαρξη δεν γνωρίζει παρελθόν, δεν γνωρίζει μέλλον. Υπάρχει μόνο το Τώρα – και το Τώρα ποτέ δεν είναι σταθερό.

Τι είναι, λοιπόν, η Ναυτία; Σε τι ακριβώς αναφερόμαστε; Πρόκειται για μια νοητική ή μια ψυχολογική κατάσταση; Μια μορφή αντίδρασης; Μια φυσική πραγματικότητα; Είναι κάτι καλό, κάτι κακό; Και για ποιο λόγο αποφάσισε o Ζαν-Πωλ Σαρτρ [Jean-Paul Sartre], εν έτει 1938, να ονομάσει έτσι [“La Nausée”, “Nausea”] το πρώτο του βιβλίο; Το μυθιστόρημα που κατέστησε για πρώτη φορά γνωστή στον κόσμο τη φιλοσοφία του Υπαρξισμού;

Αυτό το αφιέρωμα είναι μια εισαγωγή σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ου αιώνα. Θα συνοδεύω με σχόλια κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, με σκοπό να εξιχνιάσουν το μυστήριο της Ναυτίας – να καταλάβουμε πως συνδέεται με τη φιλοσοφία του Σαρτρ, ποια η σχέση της με την εποχή που την ανέδειξε (μα και την εποχή που ζούμε τώρα) – και, εν τέλει, να παρωθήσω τον αναγνώστη να πιάσει το βιβλίο στα χέρια του και να το μελετήσει ο ίδιος.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

 
Ζαν-Πολ Σαρτρ / Jean Paul Sartre

Μόνος στον κόσμο.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι μόνος σε μια επαρχιακή πόλη. Γυρίζει εδώ κι εκεί, στα καφέ, τα πάρκα, τους δρόμους, συλλογίζεται το παρελθόν του και προσπαθεί να συγγράψει μια βιογραφία ενός ιστορικού προσώπου. Αυτό το τελευταίο είναι και το μοναδικό που του παρέχει μια κάποια αίσθηση «καθημερινής τριβής», μια αίσθηση σκοπού, σε έναν κόσμο που δείχνει, μέρα με τη μέρα, να στερείται νοήματος.

«Εγώ ζω μόνος, εντελώς μόνος. Δε μιλώ σε κανέναν, ποτέ· δεν παίρνω τίποτα, δε δίνω τίποτα. Ο Αυτοδίδακτος δεν υπολογίζεται. Υπάρχει βέβαια και η Φρανσουάζ, η αφεντικίνα του “Ραντεβού των Σιδηροδρομικών”. Όμως της μιλώ; Μερικές φορές, μετά το δείπνο, τη στιγμή που μου σερβίρει ένα μικρό ποτήρι μπίρα, τη ρωτώ:

– Έχετε χρόνο σήμερα το βράδυ;

Δε λέει ποτέ όχι και την ακολουθώ σε ένα από τα μεγάλα δωμάτια του πρώτου ορόφου που τα νοικιάζει με την ώρα ή την ημέρα. Δεν την πληρώνω: κάνουμε έρωτα με ανταλλαγή. Εκείνη ικανοποιείται (χρειάζεται έναν άντρα την ημέρα και έχει αρκετούς άλλους εκτός από μένα) κι εγώ απαλλάσσομαι από κάποιες μελαγχολίες των οποίων την αιτία γνωρίζω πολύ καλά. Όμως μόλις που ανταλλάσσουμε μερικές λέξεις. Γιατί άλλωστε; Ο καθένας για τον εαυτό του.»

Όχι μόνο οι επαφές του με τρίτους, μα και η σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του σταδιακά προσλαμβάνει, ολοένα και περισσότερο, έναν αινιγματικό χαρακτήρα. Λες και τίποτα πια δεν είναι δεδομένο – ακόμα και τα πιο απλά πράγματα, όπως το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Ποια, λοιπόν, είναι η πραγματικότητά του;

«Στον τοίχο υπάρχει μια λευκή τρύπα, ο καθρέφτης. Είναι παγίδα. Ξέρω ότι θα παγιδευτώ. Αυτό είναι. Μόλις εμφανίστηκε στον καθρέφτη το γκρίζο πράγμα. Πλησιάζω και το κοιτάζω, δεν μπορώ πια να εξαφανιστώ.

Το γκρίζο πράγμα είναι το καθρέφτισμα του προσώπου μου. Συχνά αυτές τις χαμένες μέρες στέκομαι και το ατενίζω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα σ’ αυτό το πρόσωπο. Τα πρόσωπα των άλλων έχουν νόημα. Το δικό μου όχι. Δεν μπορώ καν να αποφασίσω αν είναι όμορφο ή άσχημο. Νομίζω ότι είναι άσχημο διότι μου το έχουν πει. Όμως αυτό δε με εκπλήσσει. Κατά βάθος με αναστατώνει επιπλέον το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να του προσδώσει τέτοιου είδους ιδιότητες, σαν να αποκαλεί ωραίο ή άσχημο ένα κομμάτι γης ή ένα βράχο. […]

George Grosz - Portrait of Dr. Felix J. Weil_1926

George Grosz – Portrait of Dr. Felix J. Weil_1926

Το βλέμμα μου χαμηλώνει αργά, βαριεστημένα, προς το μέτωπο, τις παρειές: δε συναντά τίποτα στέρεο, βαλτώνει. Προφανώς, υπάρχει μια μύτη, μάτια, στόμα, αλλά όλα αυτά δεν έχουν νόημα, ούτε καν ανθρώπινη έκφραση. Ωστόσο η Άννυ και η Βελίν θεωρούσαν ότι είχα ζωντανό ύφος• μπορεί να έχω συνηθίσει υπερβολικά το πρόσωπό μου. Η θεία Μπιζουά όταν ήμουν μικρός μου έλεγε: «Αν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη για πολλή ώρα, στο τέλος θα δεις έναν πίθηκο». Εγώ μάλλον κοιταζόμουν ακόμη περισσότερη ώρα: αυτό που βλέπω τώρα είναι πολύ κατώτερο του πιθήκου, βρίσκεται στα όρια του φυτικού βασιλείου, στο επίπεδο των πολυπόδων. […]

Στηρίζομαι με όλο μου το βάρος στην άκρη του νιπτήρα, πλησιάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη μέχρι να τον αγγίξω. Τα μάτια, η μύτη και το στόμα εξαφανίζονται: δεν έχει απομείνει τίποτε ανθρώπινο. Μαυριδερές ρυτίδες στην κάθε πλευρά του πυρετικού πρηξίματος των χειλιών, σκασίματα, εξογκώματα. Ένα μεταξένιο λευκό χνούδι διατρέχει τις μεγάλες πλαγιές των παρειών, δυο τρίχες ξεπηδούν από τα ρουθούνια: ανάγλυφος γεωλογικός χάρτης. Και παρ’ όλα αυτά, αυτός ο σεληνιακός κόσμος μου είναι οικείος. Δεν μπορώ να πω ότι αναγνωρίζω τις λεπτομέρειές του. Όμως το σύνολο μου δημιουργεί την εντύπωση ενός deja vu που με αποχαυνώνει• γλιστρώ απαλά στον ύπνο. […]

Ξυπνώ απότομα γιατί χάνω την ισορροπία μου. Βρίσκομαι ιππαστί σε μια καρέκλα, και είμαι ακόμα ζαλισμένος. Άραγε και οι άλλοι άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να κρίνουν το πρόσωπο τους; Μου φαίνεται ότι το πρόσωπο μου το βλέπω όπως νιώθω το σώμα μου, με μια βουβή και οργανική αίσθηση. […]

Ίσως να είναι αδύνατον να κατανοήσει κάποιος το ίδιο του το πρόσωπο. Ή μήπως το πιστεύω αυτό επειδή ζω μόνος; Οι κοινωνικοί άνθρωποι έμαθαν να κοιτάζονται στους καθρέφτες όπως εμφανίζονται στους φίλους τους. Δεν έχω φίλους: άραγε γι’ αυτόν το λόγο είναι τόσο γυμνή η σάρκα μου; Θα έλεγα – ναι, θα έλεγα ότι είναι η φύση χωρίς τους ανθρώπους.»

Τίναγμα μιας ενοχλητικής σκέψης.

Μα σκέψεις σαν αυτές, ώρες ώρες, μπορεί να γίνουν ενοχλητικές. Η πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα, πέφτει πάνω σου σαν κύμα – και είναι αδύνατον να μη βραχείς. Τέτοιες στιγμές λοιπόν βάζεις τις «παράξενες αυτές σκέψεις» στην άκρη. Καιρός να καταπιαστείς πάλι με τα γνωστά, συνηθισμένα πράγματα. Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή του βιβλίου, με τη συγγραφή της βιογραφίας και τις καθημερινές του βόλτες.

Οι ενοχλητικές σκέψεις τινάσσονται πέρα, σαν κάποια μύγα που βουίζει στο αυτί σου.

«Τα αλλόκοτα συναισθήματα που ένιωθα τις προάλλες, σήμερα μου φαίνονται εντελώς γελοία: δε θα επανέλθω. Απόψε το βράδυ αισθάνομαι άνετα, πολύ αστικά βολεμένος μέσα στον κόσμο.»

George Grosz - Im Café 1922

George Grosz – Im Café 1922

Το μαζικό πλήθος της συνήθειας.

«Όλοι αυτοί οι τύποι περνούν το χρόνο τους συζητώντας, διαπιστώνοντας περιχαρείς ότι συμφωνούν. Πόση σημασία, προσδίδουν, Θεέ μου, στο να σκέφτονται όλοι μαζί τα ίδια πράγματα.»

Μια από τις αγαπημένες ενασχολήσεις του χαρακτήρα είναι η παρατήρηση των “άλλων”. Μόνο φαινομενικά έχουμε να κάνουμε με έναν αντικοινωνικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, η κοινωνικότητα διεισδύει από παντού στη σκέψη και το λόγο του, ενώ παρατηρεί και καταγράφει τις συμπεριφορές των γύρω του. Οι “άλλοι” λειτουργούν σαν τον έτερο πόλο μέσω των οποίων προσδιορίζει τον εαυτό του, σαν την αντίπερα όχθη στην οποία γυροφέρνει ν’ αγκυροβολήσει το καράβι του – μα για κάποιο λόγο δεν αγκυροβολεί, δεν αποβιβάζεται στη στεριά, παρά συνεχίζει να τους βλέπει από κάποια απόσταση.

Οι “άλλοι”, βλέπετε, διαφέρουν από εκείνον – και το γνωρίζει καλά. Μα εκείνοι δεν το ξέρουν – ούτε συνειδητοποιούν τη δική τους διαφορετικότητα, τη βασανιστική τους μοναδικότητα.

«Τους βλέπω να ανεβαίνουν με αργά βήματα, σχηματίζουν τρεις μαύρες κηλίδες στο αντιφέγγισμα της ασφάλτου. Έστριψα αριστερά και μπήκα στο πλήθος που παρήλαυνε δίπλα στη θάλασσα.

Ήταν πιο ανομοιογενές απ’ ό,τι το πρωί. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν μάλλον τη δύναμη να στηρίξουν την ωραία κοινωνική ιεραρχία για την οποία ήταν τόσο υπερήφανοι πριν γευματίσουν. Μεγαλέμποροι και δημόσιοι υπάλληλοι περπατούσαν δίπλα δίπλα• διαγκωνίζονταν, σπρώχνονταν κι εκτοπίζονταν από ταπεινούς εργάτες με μίζερα πρόσωπα. Η αριστοκρατία, οι προνομιούχοι, τα επαγγελματικά σωματεία είχαν διαλυθεί σ’ αυτό το χλιαρό πλήθος. Ήταν απλώς άνθρωποι μόνοι, που δεν εκπροσωπούσαν τίποτα πια. […]

Ήταν Κυριακή• το πλήθος, στριμωγμένο ανάμεσα στο κρηπίδωμα και τα κιγκλιδώματα των εξοχικών σαλέ, διέφευγε κατά μικρά κύματα, για να εξαφανιστεί σε χίλια ρυάκια πίσω από το μέγαρο της Υπερατλαντικής Εταιρείας. […] Όλα αυτά τα πρόσωπα τα είχα δει λίγες ώρες πριν, σχεδόν θριαμβευτικά, στην αυγή ενός κυριακάτικου πρωινού. Τώρα, λουσμένα στον ήλιο, αντανακλούσαν μοναχά την ηρεμία, τη χαλάρωση, κάτι σαν επιμονή.

Δε θα έπρεπε να παραπονιέμαι• το μόνο που θέλησα ήταν η ελευθερία.

Σε μερικά πρόσωπα, στα πιο χαλαρά, διαισθανόμουν κάποια θλίψη: όχι όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν θλιμμένοι, ούτε χαρούμενοι• αναπαύονταν. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα και ακίνητα αντανακλούσαν παθητικά τη θάλασσα και τον ουρανό. Σε λίγο θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, θα έπιναν τσάι οικογενειακώς στην τραπεζαρία. Για την ώρα, ήθελαν να ζήσουν με τις λιγότερες δαπάνες, να εξοικονομήσουν χειρονομίες, λόγια, σκέψεις, να ξαποστάσουν: είχαν μόνο μια μέρα για να σβήσουν τα σημάδια του χρόνου, τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια, τις πικρές πτυχές που αφήνει η εργασία της εβδομάδας. Μία και μοναδική μέρα. Ένιωθαν τα λεπτά που κυλούσαν ανάμεσα από τα δάχτυλά τους• άραγε θα προλάβαιναν να συσσωρεύσουν αρκετή νεότητα για να αρχίσουν και πάλι τη Δευτέρα το πρωί;

Ανέπνεαν βαθιά διότι ο αέρας της θάλασσας αναζωογονεί• μονάχα οι ανάσες τους, ρυθμικές και βαθιές σαν ανάσες κοιμισμένων, μαρτυρούσαν πως είναι ακόμη ζωντανοί. Περπατούσα σαν γάτα, δεν ήξερα τι να κάνω το άκαμπτο και ψυχρό σώμα μου, μέσα σ’ αυτό το αξιοθρήνητο πλήθος που αναπαυόταν.»

Πέρα απ’ τη βοή του πλήθους, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου αισθάνεται σιωπή. Σιωπή και λέξεις που προσπαθούν, εδώ κι εκεί, να τη σπάσουν.

«Οι διπλανοί μου σωπαίνουν. Μετά την τάρτα, η Μαριέτ τους φέρνει ξηρά δαμάσκηνα, και η γυναίκα απασχολείται αποκλειστικά με τα κουκούτσια, μαζεύοντάς τα με χάρη στο κουτάλι της. Ο άνδρας, κοιτάζοντας το ταβάνι, παίζει με τα δάχτυλά του ένα εμβατήριο στο τραπέζι. Θα λέγαμε ότι η σιωπή είναι η φυσιολογική τους κατάσταση και η ομιλία ένας ελαφρύς πυρετός που τους κυριεύει καμιά φορά.»

Μα ο πολύς κόσμος δεν ακούει τη σιωπή. Ακούει μόνο τις φωνές. Και πείθει τον εαυτό του πως έτσι είναι τα πράγματα, πως έτσι ήταν πάντα.

«Εκπλήσσομαι πως μπορούμε να λέμε ψέματα παίρνοντας και τη λογική με το μέρος μας.»

Edward Hopper - Chop Suey, 1929

Edward Hopper – Chop Suey, 1929

Μόνο το Παρόν υπάρχει.

«Οι αναμνήσεις μου είναι σαν φλουριά στο πουγκί του διαβόλου: όταν το άνοιξα, βρήκα μόνο ξερά φύλλα.»

«Δημιουργώ τις αναμνήσεις από το παρόν μου. Είμαι παραπεταμένος, εγκαταλελειμμένος, στο παρόν. Μάταια προσπαθώ να συναντήσω το παρελθόν: δεν μπορώ να μου γλιτώσω.»

Ο  κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου μοιάζει παράταιρος, όχι μόνο σε σχέση με το πρόσωπό του, όχι μόνο σε σχέση με τους ανθρώπους γύρω του, μα και με τις ίδιες του τις αναμνήσεις. Οι τελευταίες δείχνουν να σκορπάνε σαν φύλλα στον άνεμο και ελάχιστα απ’ αυτά δείχνουν να έχουν κάποια σημασία για τον εαυτό του τώρα. Κάποιες φορές αναπολεί μια περασμένη ερωτική του σχέση – και αυτό ήταν όλο.

Είσαι λοιπόν αυτός που ήσουν και παλιά; Ή μήπως χτίζεις κάτι καινούργιο, κάθε μέρα που περνά; Τι μετράει περισσότερο; Το άλλοτε – ή το εδώ και τώρα;

«Η υπηρέτρια ανάβει τις λάμπες• η ώρα δεν είναι ούτε καν δύο, αλλά ο ουρανός είναι κατάμαυρος, δε βλέπει να ράψει. Αμυδρό φως• οι άνθρωποι είναι στα σπίτια τους, σίγουρα άναψαν κι αυτοί τις λάμπες τους. Διαβάζουν, κοιτάζουν τον ουρανό από το παράθυρο. Γι’ αυτούς… δεν είναι το ίδιο. Γέρασαν διαφορετικά. Ζουν ανάμεσα σε κληρονομιές, σε δώρα και όλα τους τα έπιπλα είναι αναμνήσεις. Ρολογάκια, μετάλλια, πορτρέτα, κοχύλια, πρες-παπιέ, παραβάν, εσάρπες. Τα ντουλάπια τους είναι γεμάτα μπουκάλια, υφάσματα, παλιά ρούχα, εφημερίδες• έχουν φυλάξει τα πάντα. Το παρελθόν είναι μια πολυτέλεια της ιδιοκτησίας.

Εγώ που να διαφυλάξω το δικό μου; Το παρελθόν δε χωρά σε μια τσέπη- πρέπει να έχεις ένα σπίτι για να το τακτοποιήσεις. Εμένα μου ανήκει μόνο το σώμα μου• ένας άνθρωπος ολομόναχος, με το σώμα του και μόνο, δεν μπορεί να συγκρατήσει τις αναμνήσεις• περνούν δίχως να αφήσουν τα ίχνη τους. Δε θα έπρεπε να παραπονιέμαι• το μόνο που θέλησα ήταν η ελευθερία.»

Μου είσαι απαραίτητος: εγώ αλλάζω• εσύ εξυπακούεται ότι παραμένεις αμετακίνητος και καταμετρώ τις αλλαγές μου σε σχέση με σένα.

Μα το παρελθόν συνιστά μια μορφή ταυτότητας. Όταν, κάποια στιγμή στη διάρκεια της ιστορίας, συναντά ξανά μετά από χρόνια την παλιά του ερωμένη, εκείνη του μιλά με τα ακόλουθα λόγια:

«Χαίρομαι που παρέμεινες ίδιος. Αν σε είχαν μετακινήσει, αν σου είχαν αλλάξει χρώμα, αν σε είχαν σφηνώσει στην άκρη ενός άλλου δρόμου, δε θα είχα πια τίποτα σταθερό για να προσανατολίζομαι. Μου είσαι απαραίτητος: εγώ αλλάζω• εσύ εξυπακούεται ότι παραμένεις αμετακίνητος και καταμετρώ τις αλλαγές μου σε σχέση με σένα.»

Σε έναν κόσμο που οι πάντες αλλάζουν, ποια σταθερά σημεία θα βρίσκαμε για να ορίζουμε τον εαυτό μας, συγκριτικά με αυτούς;

Μα η σταθερότητα και η Ναυτία είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Σκέψου: σε πιάνει ναυτία, σ’ ένα καράβι, όταν αυτό κινείται. Η Ναυτία είναι παράγωγο της κίνησης.

Τίποτα δεν μένει σταθερό. Ούτε ο εαυτός μας. Ούτε το παρελθόν το ίδιο.

«Ούτε κι αυτός έχει παρελθόν. Αν ψάχναμε καλά σε σπίτια εξαδέλφων του που δε συναντά πια, σίγουρα θα βρίσκαμε κάποια φωτογραφία του από ένα γάμο, με σκληρό κολάρο, πουκάμισο με πλαστρόν και σκληρό νεανικό μουστάκι. Από μένα, νομίζω πως δεν έχει μείνει ούτε καν αυτό.

Να τος, πάλι με κοιτάζει. Αυτήν τη φορά θα μου μιλήσει, αισθάνομαι εντελώς άκαμπτος. Δεν είναι συμπάθεια αυτό που υπάρχει ανάμεσά μας• απλώς μοιάζουμε, αυτό είναι όλο. Είναι μόνος όπως κι εγώ, αλλά πιο βυθισμένος από μένα στη μοναξιά. Περιμένει μάλλον τη Ναυτία του ή κάτι τέτοιο. Συνεπώς τώρα πια υπάρχουν άνθρωποι που με αναγνωρίζουν, που, όταν κοιτάξουν προσεκτικά κι επίμονα, σκέφτονται: “Αυτός είναι δικός μας”. Και λοιπόν; Τι θέλει; Πρέπει να ξέρει καλά ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ο ένας για τον άλλο.

Οι οικογένειες είναι στα σπίτια τους, ανάμεσα στις αναμνήσεις τους. Κι εμείς εδώ, δυο ναυάγια δίχως μνήμη.»

 
Edward Hopper - Nighthawks, 1942

Edward Hopper – Nighthawks, 1942

Όλο και πιο κοντά

Η Ναυτία προσεγγίζει σταδιακά τον ήρωα στη διάρκεια του βιβλίου. Συνήθως αρκεί μια μικρή, ανεπαίσθητη αφορμή, όπως η παρατήρηση ενός βότσαλου σε κάποια παραλία. Μα το καράβι έρχεται ξανά στα ίσια του και η Ναυτία υποχωρεί… ο κόσμος γυρίζει πάλι στους κανονικούς ρυθμούς του.

Μα, κάποια στιγμή, ακόμα και εκείνη η βιογραφία που είχε αναλάβει, φαντάζει δίχως νόημα. Την εγκαταλείπει – και, τώρα πια, δίχως κανένα σκοπό, είναι έτοιμος να συνειδητοποιήσει τη Ναυτία στην ολότητά της.

Οι περιγραφές του ημερολογίου του δίνουν την αίσθηση πως κάτι έχει αλλάξει – ή κάτι επίκειται ν’ αλλάξει. Από το φοβερό:

«Τίποτα. Υπήρξα.»

στο:

«Δεν πρέπει να φοβάμαι.»

Αισθάνεσαι πως επίκειται μια σημαντική αλλαγή, ένα γεγονός που αναμένεται. Και αναμένεις μαζί του… αναμένεις τον ερχομό της Ναυτίας.

 
 

Ο Σαρτρ και ο Υπαρξισμός

Ως τώρα επέλεξα να ταξιδέψω μαζί σας, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, πλάι στον κεντρικό χαρακτήρα, ολοένα και βαθύτερα στην πραγματικότητα της Ναυτίας.

Μα τι είναι, επιτέλους, αυτή η Ναυτία; Νομίζω ήρθε η ώρα να δώσουμε κάποιες επιπλέον πληροφορίες, που θα μας μεταφέρουν από το μυθιστόρημα στη φιλοσοφία του Υπαρξισμού – και τη σχέση της με την εποχή που την ανέδειξε.

Με τη “Ναυτία” ο Σαρτρ ουσιαστικά κατέγραψε σε μορφή μυθιστορήματος τη φιλοσοφία του Υπαρξισμού, καθιστώντας τη γνωστή στον κόσμο. Μια φιλοσοφία στα χνάρια που όρισαν συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε, η οποία έθετε στο επίκεντρό της το μεμονωμένο άτομο – και τη σχέση του με τον κόσμο που το περιβάλλει, την αυθεντικότητα (ή μη) της ύπαρξής του, και το νόημα της ευθύνης σ’ έναν ρευστό κόσμο, στον οποίο τίποτα απολύτως δεν είναι δεδομένο.

«Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», έλεγε ο Σαρτρ, εννοώντας πως πρώτα ερχόμαστε στον κόσμο – και μετά επιλέγουμε τι θα απογίνουμε σε αυτόν. Καμία αιώνια «φύση» δεν υπαγορεύει πως πρέπει να ζούμε, τι επιλογές θα κάνουμε, τι άνθρωποι θα γίνουμε. Οι επιλογές είναι δικές μας, αποκλειστικά δικές μας. «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι».

Μα η πλειοψηφία του κόσμου δεν συνειδητοποιεί αυτή τη φοβερή πραγματικότητα. Παίρνουν ως δεδομένα εκείνα που τους παραχώρησαν οι άλλοι (συνήθειες, κοσμοθεωρίες, αντιλήψεις, τρόπο ζωής) και ουδέποτε αμφισβητούν την εγκυρότητά τους. Θεωρούν πως κάποια πράγματα είναι αναλλοίωτα και πάντα ίδια, και πως η θέση τους στον κόσμο είναι καθορισμένη, μια για πάντα. Ξεχνούν (ή, δεν έμαθαν ποτέ) πως η ύπαρξή τους είναι δική τους και μόνο – το ίδιο και οι επιλογές τους. Ζουν σ’ εκείνο που ο Σαρτρ ονόμασε «κακή πίστη» – σε μια ζωή στερημένης από αυθεντικότητα, δίχως να είναι αληθινά ο εαυτός τους, αναπαράγοντας συνήθειες και αντιλήψεις που άλλοι τους μετέδωσαν.

Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ τους δεν βίωσαν τη Ναυτία.

Edward Hopper - Automat, 1927

Edward Hopper – Automat, 1927

 

«Διατρέχω με το βλέμμα μου την αίθουσα. Είναι μια φάρσα! Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάθονται με ύφος σοβαρό· τρώνε. Όχι, δεν τρώνε· ανακτούν τις δυνάμεις τους για να φέρουν σε πέρας το καθήκον που έχουν επωμιστεί. Όλοι έχουν τη μικρή, προσωπική τους ξεροκεφαλιά, που τους εμποδίζει να αντιληφθούν ότι υπάρχουν· όλοι πιστεύουν ότι είναι απαραίτητοι σε κάποιον ή σε κάτι. […] Όλοι κάνουν κάτι ασήμαντο και κανείς δεν είναι καλύτερα καταρτισμένος απ’ αυτούς για να το κάνει. Κανείς δεν είναι καλύτερα καταρτισμένος από τον εμπορικό εκεί πέρα για να προωθήσει την οδοντόπαστα Swan. Κανείς δεν είναι καλύτερα καταρτισμένος από αυτόν τον αξιόλογο νεαρό για να ψαχουλέψει κάτω από τα φουστάνια της διπλανής του. Κι εγώ βρίσκομαι ανάμεσά τους, και αν με βλέπουν, θα σκέφτονται μάλλον ότι κανείς δεν είναι καλύτερα καταρτισμένος από μένα για να κάνω αυτό που κάνω.

Όμως εγώ ξέρω. Δείχνω ότι είμαι κάποιος, όμως ξέρω ότι υπάρχω και ότι υπάρχουν. Και αν γνώριζα την τέχνη της πειθούς, θα πήγαινα να καθίσω δίπλα σ’ αυτόν τον ωραίο κύριο με τα λευκά μαλλιά και θα του εξηγούσα τι σημαίνει ύπαρξη. Σκέφτομαι τα μούτρα που θα έκανε και σκάω στα γέλια.»

Η Ναυτία δεν είναι κάτι ευχάριστο. Είναι τρομερό, είναι βαθιά αγχωτικό. Είναι η Ύπαρξη που σε κατακλύζει με τη μοναδικότητά της, την απέραντη ελευθερία της, το αδιάκοπο παρόν της – σου ψιθυρίζει στ’ αυτί: «ε, φίλε, υπάρχεις – υπάρχεις εδώ και τώρα. Τι κάνεις, λοιπόν, γι’ αυτό;»

Και μαζί μ’ εσένα υπάρχουν τα πάντα γύρω σου. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα ζώα – τα πάντα. Γυμνές υπάρξεις, εδώ και τώρα, μαζί με σένα.

Η “Nαυτία” γράφτηκε το 1938. Μεταξύ άλλων, το βιβλίο έπεσε στα χέρια του Αλμπέρ Καμύ [Albert Camus], ο οποίος συνειδητοποίησε πόσα κοινά υπήρχαν ανάμεσα στον κεντρικό χαρακτήρα της “Ναυτίας” (τον μοναχικό, τον αποξενωμένο, εκείνον που δεν βρίσκει νόημα στα πράγματα γύρω του) με τον κεντρικό ήρωα του δικού του, εκκολαπτόμενου μυθιστορήματος: ο λόγος για τον «Ξένο».

Πως αντιμετωπίζουμε τη συνειδητοποίηση της ύπαρξής μας; Ζώντας αυθεντικά – και αυτό για τον Σαρτρ σημαίνει να αφιερώνεις τη ζωή σου σε κάποιους σκοπούς, να δεσμεύεσαι για κάτι που θα μπορέσει να της δώσει νόημα.

Η φιλοσοφία του Υπαρξισμού σταδιακά εδραίωνε τη θέση της, βρίσκοντας ολοένα και περισσότερους εκφραστές – και καταξιώνοντας, εν τέλει, την παρουσία της ως μία από τις κυρίαρχες φωνές του 20ου αιώνα. Δεν θα μπορούσε παρά να είχε αναπτυχθεί εκείνην ακριβώς την εποχή, μεταξύ δυο Παγκοσμίων Πολέμων, τον καιρό που οι παραδοσιακές αξίες έμοιαζαν να καταρρέουν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα και ο άνθρωπος της τέχνης και των γραμμάτων προσπαθούσε να εντοπίσει κάποια μορφή νοήματος στον γενικό παραλογισμό.

Η πλειοψηφία του κόσμου απέφυγε τους σκοπέλους μιας τέτοιας αναζήτησης. Μανούβραραν το καράβι τους πέρα από τα βαθιά νερά και προτίμησαν να κολυμπήσουν στα ρηχά: μαζί με τους πολλούς, εκεί που έχει ασφάλεια. Αυτοί είναι οι άνθρωποι του πλήθους, οι άνθρωποι που τον καιρό εκείνο κατέφυγαν στη μαζική ψευδαίσθηση του φασισμού, ή στη διαβρωτική συνήθεια της αστικής καθημερινότητας.

Όλα ένα παραπέτασμα, πίσω από το οποίο κρύβεται το χάος.

Πως αντιμετωπίζουμε τη συνειδητοποίηση της ύπαρξής μας; Ζώντας αυθεντικά – και αυτό για τον Σαρτρ σημαίνει να αφιερώνεις τη ζωή σου σε κάποιους σκοπούς, να δεσμεύεσαι για κάτι που θα μπορέσει να της δώσει νόημα. Κάτι που θα έχεις επιλέξει ο ίδιος. Μόνο έτσι μπορούμε να «γίνουμε αυτοί που είμαστε», όπως έλεγε ο Νίτσε.

Όσο αφορά τη σημερινή μας κατάσταση; Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας – και μέσα μας – για να συνειδητοποιήσουμε σε τι βαθμό ο κόσμος σήμερα νιώθει τη Ναυτία… και σε τι βαθμό την αποφεύγει.

«Υποθέτω ότι μόνο από οκνηρία ο κόσμος παραμένει σχεδόν ίδιος, από τη μία μέρα στην άλλη. Σήμερα φαίνεται να θέλουν να αλλάξουν. Λοιπόν, τα πάντα, τα πάντα είναι πιθανά.»

Υπάρχω. Η Ναυτία.

Η “Ναυτία” είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, που μόνο διαβάζοντάς το εξ’ ολοκλήρου μπορείς να συνειδητοποιήσεις τη ροή και την εξέλιξη της σκέψης του συγγραφέα. Ένα βιβλίο που δεν σπρώχνει την ιστορία «παραπέρα» – όπως κάνουν τόσα άλλα, αλλά ΜΕΣΑ – όλο και πιο μέσα. Δεν έχει «πλοκή» με την αυστηρή έννοια, πέρα από καταγραφή ορισμένων καθημερινών περιστατικών στη ζωή του ήρωα. Μα δεν είναι από τα βιβλία που περιμένεις να διαβάσεις μια πλοκή – δεν είναι αυτός ο στόχος του.

Η κλασικότερη στιγμή του βιβλίου είναι η στιγμή που ο χαρακτήρας βιώνει τη Ναυτία στο έπακρο. Συμβαίνει μάλλον τυχαία, ενώ κάθεται σε κάποιο πάρκο, παρατηρώντας τον κόσμο, τα δέντρα, τα λουλούδια.

Ίσως τελικά να είναι αδύνατο να «αποκτήσεις» τη Ναυτία, κυνηγώντας τη, εν γνώσει σου. Μάλλον αυτή θα έρθει σε σένα – αν έρθει. Το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο: θα το καταλάβεις αν έρθει εκείνη η στιγμή.

Μια στιγμή που θα είναι δική σου, και μόνο δική σου.

«Ποτέ άλλοτε, πριν απ’ αυτές τις τελευταίες μέρες, δεν είχα προαισθανθεί τι σημαίνει «υπάρχω». Έμοιαζα με τους άλλους, μ’ εκείνους που κάνουν περίπατο στην ακρογιαλιά με τα ανοιξιάτικα ρούχα τους. Έλεγα όπως κι εκείνοι ότι «η θάλασσα είναι πράσινη• αυτή η λευκή κουκίδα, εκεί ψηλά, είναι ένας γλάρος», όμως δεν αισθανόμουν ότι αυτό υπήρχε, ότι ο γλάρος ήταν ένας «γλάρος-ύπαρξη»• συνήθως η ύπαρξη κρύβεται. Είναι εδώ, γύρω μας, μέσα μας, είναι εμείς, δεν μπορούμε να πούμε δυο λέξεις δίχως να μιλήσουμε για κείνη και, τελικά, δεν την αγγίζουμε.

Όταν πίστευα ότι τη σκέφτομαι, πρέπει να πιστέψω ότι δε σκεφτόμουν τίποτα, το κεφάλι μου ήταν κενό, ή ότι στο κεφάλι μου υπήρχε μόνο μια λέξη, η λέξη «είναι». Ή πάλι, σκεφτομουν… πως να το πω; Σκεφτόμουν το ανήκειν, έλεγα στον εαυτό μου ότι η θάλασσα ανήκε στην κατηγορία των πράσινων αντικειμένων ή ότι το πράσινο αποτελούσε μέρος των ιδιοτήτων της θάλασσας. Ακόμη κι όταν κοίταζα τα πράγματα, απείχα παρασάγγας από το να διανοηθώ ότι υπήρχαν μου φαίνονταν σαν σκηνικό. Τα έπιανα στα χέρια μου, μου χρησίμευαν ως εργαλεία, διέβλεπα τις αντιστάσεις τους. Όμως τα πάντα συνέβαιναν στην επιφάνεια.

 

Αν μου είχαν θέσει το ερώτημα τι είναι η ύπαρξη, θα είχα απαντήσει καλή τη πίστει ότι δεν είναι τίποτα, ότι είναι απλώς ένα κενό σχήμα που έρχεται να προστεθεί στα εξωτερικά πράγματα, δίχως να αλλάζει τίποτα στη φύση τους. Έπειτα: ξαφνικά, ήταν εδώ, ολοφάνερη: η ύπαρξη είχε αποκαλυφθεί ξαφνικά. Είχε χάσει την ακίνδυνη μορφή του αφηρημένου: ήταν η ίδια η ζύμη των πραγμάτων, εκείνη η ρίζα ήταν ζυμωμένη με την ύπαρξη. Ή μάλλον η ρίζα, το κιγκλίδωμα του κήπου, το παγκάκι, η λιγοστή χλόη, όλα αυτά είχαν χαθεί- η ποικιλία των πραγμάτων, η ιδιαιτερότητά τους ήταν μονάχα μια επίφαση, ένα επίχρισμα. Το επίχρισμα είχε λιώσει, είχαν απομείνει τερατώδεις και μαλθακές μάζες σε αταξία – γυμνές, και η γύμνια τους ήταν τρομαχτική και χυδαία. […]

Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της ανυπαρξίας κι αυτής της εκστασιασμένης αφθονίας. Αν υπήρχαμε, έπρεπε να υπάρχουμε μέχρι εδώ, μέχρι τη μούχλα, το πρήξιμο, τη χυδαιότητα. […] Ήμασταν ένας σωρός από ταραγμένες υπάρξεις, αμήχανες από τους ίδιους μας τους εαυτούς, δεν είχαμε τον παραμικρό λόγο να βρισκόμαστε εδώ, ούτε οι μεν ούτε οι δε, κάθε ύπαρξη, μπερδεμένη, απροσδιόριστα ανήσυχη, αισθανόταν περιττή σε σχέση με τις άλλες. […]

Ήξερα καλά ότι αυτό ήταν ο Κόσμος, ο ολόγυμνος Κόσμος, που μονομιάς φανερωνόταν, ασφυκτιούσα από θυμό γι’ αυτό το τεράστιο παράλογο ον.

Το ουσιώδες είναι η ενδεχομενικότητα. Θέλω να πω, εξ’ ορισμού, η ύπαρξη δεν είναι η αναγκαιότητα. Υπάρχω σημαίνει είμαι εδώ, απλά• οι υπάρξεις εμφανίζονται, αφήνονται να συναντηθούν, αλλά ποτέ δεν αποτελούν αντικείμενο συμπεράσματος. Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που αυτό το έχουν καταλάβει. Εντούτοις προσπάθησαν να υπερβούν αυτή την ενδεχομενικότητα επινοώντας ένα ον αναγκαίο και αυτοαίτιο. Ωστόσο, κανένα αυτοαίτιο ον δεν μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη: η ενδεχομενικότητα δεν είναι ένα ομοίωμα, φαινόμενο που μπορούμε να το διαλύσουμε• είναι το απόλυτο, κατά συνέπεια, η τέλεια αναιτιότητα. Τα πάντα είναι αναίτια, αυτός ο κήπος, αυτή η πόλη, κι εγώ ο ίδιος. […]

Η ύπαρξη δεν είναι κάτι που επιτρέπει τη σκέψη εκ του μακρόθεν• πρέπει να σας κυριεύσει απότομα, να πάνω σας, να συνθλίψει την καρδιά σας, σαν ένα τεράστιο, ακίνητο κτήνος – διαφορετικά, δεν υπάρχει τίποτα πια. […]

Κάθε ύπαρξη γεννιέται αναίτια, ζει από αδυναμία και πεθαίνει τυχαία. Έγερνα προς τα πίσω και έκλεινα τα βλέφαρά μου. Όμως οι εικόνες, σαν από σύνθημα, όρμησαν και ήρθαν να πλημμυρίσουν τα κλειστά μου μάτια με υπάρξεις: η ύπαρξη είναι μια πληρότητα την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει. […]

«Ήξερα καλά ότι αυτό ήταν ο Κόσμος, ο ολόγυμνος Κόσμος, που μονομιάς φανερωνόταν, ασφυκτιούσα από θυμό γι’ αυτό το τεράστιο παράλογο ον. Δεν μπορούσε καν να αναρωτηθεί κάποιος από πού έβγαινε αυτό, όλο αυτό , ούτε πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει κόσμος αντί για το τίποτα. Αυτό δεν είχε νόημα, ο κόσμος ήταν παντού παρών, μπροστά, πίσω. Δεν υπήρχε τίποτα πριν από αυτόν. Τίποτα. Δεν υπήρχε στιγμή που θα μπορούσε να μην υπάρχει. [….]

Ήταν αδιανόητο: για να φανταστούμε το μηδέν, έπρεπε να βρεθούμε ήδη εδώ, στην καρδιά του κόσμου με τα μάτια ορθάνοιχτα και ζωντανοί• το μηδέν ήταν μόνο μια ιδέα στο μυαλό μου, μια ιδέα υπαρκτή που έπλεε σ’ αυτή την απεραντοσύνη: αυτό το μηδέν δεν είχε έρθει πριν από την ύπαρξη, ήταν ύπαρξη όπως και κάθε άλλη και είχε εμφανιστεί μετά από πολλές άλλες. Φώναζα «τι χυδαιότητα, τι χυδαιότητα!» και τιναζόμουν για να γλιτώσω απ’ αυτή την κολλώδη βρόμα, αλλά εκείνη αντιστεκόταν με δύναμη, ήταν ατελείωτη, τόνοι και τόνοι ύπαρξης. […]

Σηκώθηκα, έφυγα. Όταν έφτασα στη σιδερένια πύλη, γύρισα και κοίταξα πίσω. Τότε ο κήπος μου χαμογέλασε. Στηρίχτηκα στα κάγκελα και κοίταξα για πολλή ώρα. Το χαμόγελο των δέντρων και του δαφνώνα, αυτό σήμαινε κάτι• ήταν το πραγματικό μυστικό της ύπαρξης. Θυμάμαι μια Κυριακή, δεν έχουν περάσει πάνω από τρεις εβδομάδες, είχα ήδη αντιληφθεί στα πράγματα ένα είδος συνένοχης. Άραγε σε μένα απευθύνονταν; Αισθανόμουν με πλήξη ότι δεν είχα κανέναν τρόπο να καταλάβω. Κανέναν τρόπο. Εντούτοις ήταν εδώ, εν αναμονή, έμοιαζε με βλέμμα. Ήταν εδώ, στον κορμό της καστανιάς… ήταν η καστανιά. Τα πράγματα, μάλλον σκέψεις ανολοκλήρωτες που ξεχνιόνταν, που ξεχνούσαν αυτό που είχαν θελήσει να σκεφτούν και έμεναν έτσι, μετέωρες, με ένα ασήμαντο νόημα που τα ξεπερνούσε. Αυτό το νόημα με ενοχλούσε: δεν μπορούσα να το συλλάβω, ακόμη κι αν έμενα εκατόν επτά χρόνια ακουμπισμένος στα κάγκελα• είχα μάθει για την ύπαρξη ό,τι ήταν δυνατόν να μάθω.»

King Vidor - "The Crowd"

King Vidor – “The Crowd”

Λίγη Τζαζ στο τέλος

« —Μαντλέν, αν είχατε την καλοσύνη να μου παίξετε μια μελωδία στο φωνόγραφο. Αυτή που μου αρέσει, ξέρετε: Some of These Days. […]

Η Μαντλέν γυρίζει τη μανιβέλα του φωνόγραφου. Αρκεί να μην έχει κάνει λάθος, να μην έχει βάλει, όπως τις προάλλες, την περίφημη μελωδία της Καβαλερία Ρουστικάνα. Όμως όχι, αυτή είναι, αναγνωρίζω τη μελωδία από τα πρώτα κιόλας μέτρα. Είναι ένα παλιό ραγκτάιμ με τραγουδιστό ρεφρέν. Άκουσα να το σφυρίζουν το 1917 κάτι Αμερικανοί στρατιώτες στους δρόμους της Λα Ροσέλ. Πρέπει να είναι προπολεμικό. Όμως η ηχογράφηση είναι πολύ πιο πρόσφατη. Ωστόσο είναι ο παλαιότερος δίσκος της συλλογής.

Σε λίγο θα έρθει το ρεφρέν: αυτό μου αρέσει κυρίως και ο απότομος τρόπος που ξεπροβάλλει, σαν απόκρημνος βράχος δίπλα στη θάλασσα. Για την ώρα ακούγεται η τζαζ• δεν υπάρχει μελωδία, μόνο νότες, μια μυριάδα μικρών δονήσεων. Δε γνωρίζουν παύση, μια άκαμπτη τάξη τις γεννά και τις καταστρέφει δίχως να τους αφήνει ποτέ την ελευθερία να ξαναρχίσουν, να υπάρξουν για κείνες τις ίδιες. Τρέχουν, βιάζονται, περνώντας μου δίνουν ένα απότομο χτύπημα και εξαφανίζονται. Πολύ θα ήθελα να τις συγκρατήσω, όμως ξέρω ότι αν κατάφερνα να γραπώσω κάποια, ανάμεσα στα δάχτυλά μου θα απέμενε μονάχα ένας παιγνιώδης και ξέπνοος ήχος. Πρέπει να αποδεχτώ το θάνατο τους• αυτόν το θάνατο οφείλω ακόμη και να τον θελήσω: εντύπωση πιο πικρή και πιο δυνατή σπάνια έχω γνωρίσει. […]

Μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και η Νέγρα θα τραγουδήσει. Φαίνεται αναπόφευκτο, τόσο έντονη είναι η αναγκαιότητα αυτής της μουσικής: τίποτα δεν μπορεί να τη διακόψει, τίποτα που να προέρχεται από αυτόν το χρόνο όπου ο κόσμος έχει καταρρεύσει• θα σταματήσει μόνη της, τη στιγμή που θα πρέπει. Γι’ αυτό μου αρέσει αυτή η ωραία φωνή, όχι τόσο για την έντασή της, ούτε για τη θλίψη της, αλλά γιατί είναι το γεγονός που τόσες νότες έχουν προετοιμάσει, από τόσο μακριά, πεθαίνοντας για να γεννηθεί εκείνη.

Κι όμως ανησυχώ: πόσο εύκολο θα ήταν να σταματήσει ο δίσκος: να σπάσει ένα ελατήριο, να κάνει κάποια ιδιοτροπία ο ξάδελφος Αντόλφ. Πόσο παράξενη, πόσο συγκινητική είναι αυτή η εύθραυστη διάρκεια. Τίποτα δεν μπορεί να τη διακόψει και τα πάντα μπορούν να τη συντρίψουν.

Το τελευταίο ακόρντο εξανεμίστηκε. Στη σύντομη σιωπή που ακολουθεί, αισθάνομαι έντονα ότι αυτό ήταν, ότι συνέβη κάτι.

Σιωπή.

“Some of these days

You’ ll miss me honey!”»

“Some of these days, you’ll miss me honey”

© Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι. Τα αποσπάσματα και η μετάφραση του βιβλίου είναι της Ειρήνης Τσολακέλλη.

 

Άλλες παρουσιάσεις βιβλίων στην Κουνελοχώρα:

Επιστροφή στον Τροπικό του Καρκίνου

Επιστροφή στον Τροπικό του Αιγόκερω

Όταν ο Τσέχωφ ανέβαζε το Γλάρο

Η αλεπού, το λουλούδι και το αστέρι που γελά. Ξαναδιαβάζοντας τον Μικρό Πρίγκιπα.

Οι Παροιμίες της Κόλασης του Ουίλιαμ Μπλέικ

Ο Ιησούς και ο Ταρζάν, μια ιστορία του Τομ Ρόμπινς

Αν οι Συγγραφείς ήταν Μήνες του Χρόνου

Η Αθήνα Σήμερα, του Νίκου Τσιφόρου

Το Θηρίο μέσα σου, ένα αφιέρωμα στον Άρχοντα των Μυγών

Ο Παντοτινός Τελευταίος Πειρασμός

Περί Τυφλότητος… Μια περιπλάνηση στον κόσμο των τυφλών

Τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς

Ο Αντίλαλος της Παναγίας των Παρισίων

Tags: , , , , , , , , ,

2 Responses

  1. Giannis Pit says:

    Ακόμα μια δουλειά σου που κάνει περήφανο εδώ το χώρο Κούνελε. Αφήνεις πνευματικές παρακαταθήκες, κάτι σαν δικτυακή εγκυκλοπαίδεια.
    Καλό σου βράδυ.

  2. Γλαύκη says:

    Είδα Σαρτρ και μπήκα, γιατί δεν γινόταν αλλιώς.
    Γεύσεις από αυτή τη ναυτία μου είναι πολύ γνωστές.

    Κάθε μέρα χτίζεις κάτι καινούριο, ακόμα και ασυνείδητα, και οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή μέσα μας προκαλεί ναυτία, κάθε φορά διαφορετικού μεγέθους τέτοια ταραχή.

    Το σπουδαιότερο απ' όλα για μένα είναι να δώσει κανείς νόημα σε τούτη την ταλαίπωρη ύπαρξη, διότι σε άλλη περίπτωση λαμβάνει τον τίτλο της "ταλαίπωρης ύπαρξης" πανηγυρικά.

    Αυτή η ναυτία είναι για ανθεκτικά και δυνατά στομάχια, αλλιώς ένα καταπραϋντικό την ημέρα αρκεί να περάσει η ζωή ανώδυνα αλλά σε κατάσταση αιχμαλωσίας ή και αφασίας.
    Όλα έχουν ένα τίμημα πάντα.

    Την καλησπέρα μου, Κούνελε!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *