“Ελεονόρα”… ένα διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε

Enter the rabbit's lair...

Ελεονόρα - ένα διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, σε μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι

«Η ψυχή σώζεται αν διατηρηθεί

με μια συγκεκριμένη μορφή»

Raymond Lully

«Βαστώ από γενιά διάσημη για τη δύναμη της φαντασίας της και τους φλογερούς της έρωτες. Οι άνθρωποι με είπαν τρελό, μα δεν έχει ακόμα λυθεί το ζήτημα, αν η τρέλα είναι ή δεν είναι η υπέρτατη νοημοσύνη, αν ένα μεγάλο μέρος απ’ ό,τι είναι υπέροχο, αν ό,τι ανεξαίρετα είναι βαθυστόχαστο, δεν πηγάζει από μίαν αρρωστημένη διάνοια, από μια ιδιότυπη νοοτροπία, που έχει αναπτυχθεί εις βάρος της γενικής διανόησης. Όσοι ονειροπολούν στο διάστημα της μέρας, γνωρίζουν πολλά πράγματα, που διαφεύγουν σε όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. Στους θαμπούς οραματισμούς τους αποκαλύπτεται μπροστά τους μια φευγαλέα θέα της αιωνιότητας, κι αναρριγούν, ξυπνώντας, στην ιδέα πως είχαν βρεθεί στο χείλος του μεγάλου μυστικού. Στ’ αρπαχτά, μαθαίνουν κάτι από τη σοφία, που είναι επ’ αγαθώ και περισσότερα από τις γνώσεις, που είναι επί κακώ. Εισδύουν, ωστόσο, δίχως τιμόνι και πυξίδα στον απέραντο ωκεανό του «άφατου φωτός» και, όπως στις περιπέτειες του γεωγράφου της Νουβίας, “agressi sunt mare tenebrarum quid in eo esset exploraturi”. [“πήγαν σε μια θάλασσα από ίσκιους με σκοπό να εξερευνήσουν ό,τι βρίσκονταν μέσα της].

Ας πούμε, λοιπόν, πως είμαι τρελός. Παραδέχομαι, τουλάχιστον, πως υπάρχουν δυο ξεχωριστές καταστάσεις της διανοητικής μου ζωής: η κατάσταση της διαύγειας του λογικού, που δεν αμφισβητείται, και που αφορά την ανάμνηση από γεγονότα που αποτελούν την πρώτη εποχή της ζωής μου – και μια κατάσταση όλο ίσκιους και αμφιβολίες, που ανήκει στο παρόν και στη θύμηση των όσων αποτελούν τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ύπαρξής μου. Για τούτο, ό,τι θα διηγηθώ από την πρώτη περίοδο, πιστέψετέ το• και σε ό,τι θ’ αφηγηθώ από τα τελευταία χρόνια, δώστε όση πίστη θα σας φανεί πως ταιριάζει – ή αμφισβητήστε τα και ολότελα, ή, αν δεν μπορέσετε να τα αμφισβητήσετε, παίξτε το ρόλο του Οιδίποδα για να λύσετε το αίνιγμά τους.

Όσοι ονειροπολούν στο διάστημα της μέρας, γνωρίζουν πολλά πράγματα, που διαφεύγουν σε όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα.

Αυτή που αγάπησα στα νιάτα μου, και που αυτήν αφορούν οι αναμνήσεις που γράφω τώρα με ηρεμία και σαφήνεια, ήταν η μοναχοκόρη της μόνης αδελφής της μητέρας μου, πεθαμένης πριν πολλά χρόνια. Ελεονόρα ήταν το όνομα της εξαδέλφης μου. Ανέκαθεν κατοικούσαμε μαζί, κάτω από έναν ήλιο τροπικό, στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης. Κανένας δεν πάτησε ποτέ σ’ αυτή την κοιλάδα δίχως οδηγό, γιατί βρισκότανε πολύ μακριά, ανάμεσα σε μια γιγάντια βουνοσειρά που τα φρύδια της την έζωναν από παντού, αποκλείοντας το φως του ήλιου από τα τρισχαριτωμένα βάθη της. Κανένας δρόμος δεν υπήρχε εκεί γύρω• και για να φτάσει κανείς στο ευτυχισμένο σπίτι μας, έπρεπε να παραμερίσει με χίλια ζόρια τις φυλλωσιές από χιλιάδες δέντρα και να ποδοπατήσει θανατώνοντας εκατομμύρια μυριστικά λουλούδια. Έτσι, ζούσαμε ολομόναχοι, μην ξέροντας τίποτα από τον κόσμο που βρισκόταν έξω από την κοιλάδα – εγώ, η εξαδέλφη μου και η μητέρα της.

Από τις σκοτεινές περιοχές πέρα από τα βουνά, στην ψηλότερη άκρη του κυκλωμένου μας βασιλείου, κυλούσε ένα στενό και βαθύ ποτάμι, πιο λαμπερό από καθετί εκτός από τα μάτια της Ελεονόρας – και φιδώνοντας σιωπηλά μ’ ένα σωρό ελιγμούς, χανότανε τέλος μέσ’ από μια ισκιερή ρεματιά, ανάμεσα σε λόφους ακόμα πιο ζοφερούς κι από τα βουνά απ’ όπου ξεκινούσε. Το λέγαμε το «Ποτάμι της Σιωπής» • ήταν σαν η ροή του να επιδρούσε σιωπηλά. Κανένα ψιθύρισμα δεν έβγαινε από την κοίτη του, και τόσο ήρεμα κυλούσε, που τα σαν μαργαριτάρια βότσαλα που μας άρεσε να τα κοιτάζουμε στα βάθη του, δε σαλεύανε στο παραμικρό, ευχαριστημένα στην ακινησία τους, το καθένα στην παλιά του θέση, λαμποκοπώντας με μια αιώνια ομορφιά.

Οι όχθες του ποταμού και οι όχθες των ρυακιών, που γυαλοκοπούσανε λοξεύοντας από διάφορες διευθύνσεις και ξεχύνονταν στο ρέμα του, καθώς και τα τοιχώματα που κατέβαιναν από τις ακροποταμιές ως κάτω στην κοίτη με τα βότσαλα – όλα αυτά, όπως κι ολόκληρη η κοιλάδα που απλωνότανε απ’ το ποτάμι ως τα βουνά που την έζωναν, ήταν στρωμένα μ’ ένα χαλί από απαλή πράσινη χλόη, πυκνή, κοντή, απόλυτα ομαλή, που μύριζε βανίλια, αλλά τόσο ανθοσπαρμένη πέρα ως πέρα με κίτρινες νεραγκούλες, λευκές μαργαρίτες, μενεξεδιές βιολέτες και κόκκινους σαν το ρουμπίνι ασφόδελους, που η υπέροχη ομορφιά της μιλούσε αδιάκοπα στην καρδιά μας για την αγάπη και τη δόξα του Θεού.

Και δώθε κείθε, πάνω στη χλόη, σαν απόκοσμα όνειρα, υψώνονταν δασάκια από κάτι δέντρα φαντασμαγορικά, που ψηλοί λεπτοί κορμοί τους δεν στέκονταν ολόισιοι, αλλά έγερναν με χάρη κατά το φως που έπεφτε το μεσημέρι στο κέντρο της κοιλάδας. Η φλούδα τους ήταν πιτσιλωτή, γυαλιστερή, με κουκίδες μαύρες σαν έβενος και ασημιές, πιο λεία από καθετί εκτός από το δέρμα της Ελεονόρας – έτσι που δίχως τα γυαλιστερά πράσινα πελώρια φύλλα τους, που απλώνονταν απ’ τις κορφές τους σε μακριές τρεμουλιαστές γραμμές παιχνιδίζοντας με τις αύρες, θα τα φανταζότανε κανείς σαν γιγάντια φίδια της Συρίας που προσκυνούν τον αφέντη τους τον Ήλιο.

Δεκαπέντε χρόνια τριγυρνούσα σ’ αυτή την κοιλάδα μαζί με την Ελεονόρα, με τα χέρια μας πλεγμένα, πριν φωλιάσει η αγάπη στις καρδιές μας. Ένα δειλινό – εκείνη έκλεινε τα δεκαπέντε χρόνια της ζωής της κι εγώ τα είκοσι – καθόμασταν αγκαλιασμένοι κάτω από τα φιδόδεντρα και κοιτάζαμε τις εικόνες μας μες στα νερά του Ποταμού της Σιωπής. Μείναμε σιωπηλοί όλο το υπόλοιπο διάστημα εκείνης της γλυκιάς μέρας• ακόμα και την άλλη μέρα τα λόγια μας ήταν τρεμουλιαστά και λίγα. Είχαμε ανασύρει το θεό Έρωτα μέσ’ από κείνα τα νερά, και τώρα νιώθαμε πως είχε ανάψει μέσα μας τις φλογερές ψυχές των προγόνων μας. Το ερωτικό πάθος, που ήταν για αιώνες το ξεχωριστό γνώρισμα της γενιάς μας, χίμηξε μαζί με τις φαντασίες, που και γι’ αυτές ξεχώριζε η γενιά μας, και φύσηξαν μαζί μια πνοή εξαίσιας ουράνιας ευτυχίας στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης.

Μια αλλαγή απλώθηκε πάνω σε όλα. Παράξενα ολόφωτα λουλούδια, που έμοιαζαν με αστέρια, ξεφύτρωσαν πάνω στα δέντρα, που ποτέ πρωτύτερα δεν είχανε ανθίσει. Το χρώμα του πράσινου χαλιού έγινε πιο βαθύ – και όταν, μία μία, μαράθηκαν οι άσπρες μαργαρίτες, ξεπετάχτηκαν στη θέση τους, δέκα δέκα μαζί, κόκκινοι σαν το ρουμπίνι ασφόδελοι. Και η ζωή μας φανερώθηκε• γιατί τα ψηλά φλαμίγκο, άγνωστα ως τότε στην κοιλάδα, μαζί μ’ ένα σωρό άλλα ζωηρόχρωμα πουλιά, ανέμιζαν καμαρωτά μπροστά μας τις άλικες φτερούγες τους. Χρυσαφιά και ασημένια ψάρια κολυμπούσαν στο ποτάμι, που είχε αρχίσει ν’ αναδίνει σιγά σίγα ένα ψιθύρισμα, που έγινε στο τέλος μια μελωδία νανουριστική, πιο θεϊκή κι από τους ήχους της λύρας του Αίολου – πιο γλυκιά από το καθετί, εκτός απ’ τη φωνή της Ελεονόρας. Κι ένα μεγάλο σύννεφο, που το βλέπαμε από καιρό στου Έσπερου τα μέρη, κύλησε από κει πέρα, χρυσοπόρφυρο, σταμάτησε γαλήνιο πάνωθέ μας, και άρχισε να κατεβαίνει, μέρα με τη μέρα, όλο πιο χαμηλά, ώσπου οι άκρες του κάθισαν πάνω στις βουνοκορφές, αλλάζοντας το σκοτάδιασμά τους σε παραδείσιο φως, και κλείνοντάς μας, λες μια για πάντα, σε μια μαγεμένη φυλακή μακαριότητας και ησυχίας.

έγινε στο τέλος μια μελωδία νανουριστική, πιο θεϊκή κι από τους ήχους της λύρας του Αίολου – πιο γλυκιά από το καθετί, εκτός απ’ τη φωνή της Ελεονόρας.

Η Ελεονόρα έμοιαζε με σεραφείμ στην ομορφιά – μα ήταν ένα κοριτσόπουλο απονήρευτο κι αθώο όσο κι η σύντομη ζωή που είχε περάσει μέσα στα λουλούδια. Δεν προσπαθούσε με καμώματα να κρύψει τη θέρμη της αγάπης που φλόγιζε την καρδιά της, την ερευνούσε μαζί μου ως τα τρίσβαθα, έτσι που τριγυρνούσαμε οι δυο μας στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης και μιλούσαμε για τις μεγάλες μεταβολές, που είχαν γίνει εκεί μέσα τον τελευταίο καιρό.

Εικονογράφηση του Arthur Rackham [1935] για την "Eleonora" του Edgar Allan Poe

Μια μέρα μου μίλησε με δάκρυα στα μάτια για την τελευταία οικτρή μεταβολή που έλαχε στη μοίρα του ανθρώπου, και από τότε δεν παρατούσε αυτό το θλιβερό θέμα, παρεμβάλλοντας το σε όλες μας τις συνομιλίες, όπως στα τραγούδια του βάρδου του Σιράζ ξανάρχονται οι ίδιες εικόνες κάθε τόσο, σε κάθε παραλλαγή του στίχου.

Είχε καταλάβει πως την είχε αγγίξει το δάχτυλο του θανάτου – πως, όπως το εφήμερον, η πεταλουδίτσα, είχε πλαστεί με τέλεια ομορφιά, με μόνο προορισμό το θάνατο. Αλλά ο φόβος του τάφου είχε γι’ αυτήν μιαν όψη μονάχα, που μου την αποκάλυψε ένα βράδυ, με το σούρουπο, κοντά στις όχθες του Ποταμού της Σιωπής. Θλιβότανε στη σκέψη πως όταν πια θα την έθαβα στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης, θα ‘φευγα για πάντα από την ευτυχισμένη μας κοιλάδα και θα χάριζα την αγάπη μου, που ήταν τώρα με τόσο πάθος και τόσο αποκλειστικά δική της, σε κάποια κοπέλα του εξωτερικού συνηθισμένου κόσμου. Και κάθε τόσο ριχνόμουνα στα πόδια της Ελεονόρας και ορκιζόμουνα σ’ εκείνη και στους Ουρανούς πως ποτέ δεν επρόκειτο να παντρευτώ κάποια θυγατέρα της γης – πως ποτέ δε θα πρόδινα την αγαπημένη θύμησή της, τη θύμηση της αφοσιωμένης της αγάπης, που ήταν για μένα μια ευλογία. Κι έκανα επίκληση στον Κραταιό Άρχοντα του Σύμπαντος να παρασταθεί μάρτυρας για την επισημότητα του όρκου μου. Και η κατάρα, που επικαλέστηκα – τόσο Εκείνου όσο κι εκείνης, που ήταν μια άγια των Ηλυσίων Πεδίων – αν πρόδινα τον όρκο μου, συνεπαγότανε για μένα μια τιμωρία, που η ανατριχιαστική της φρίκη δεν μου επιτρέπει να την αναφέρω.

Τα λαμπερά μάτια της Ελεονόρας έγιναν ακόμη πιο λαμπερά με αυτά μου τα λόγια. Αναστέναξε σα να ‘φυγε από το στήθος ένα βάρος θανατερό. Έτρεμε σύγκορμη κι έκλαψε πικρά. Αλλά πίστεψε τον όρκο μου (γιατί δεν ήταν παρά ένα παιδί) κι αυτό την έκανε να δεχτεί μ’ ευκολία το θάνατο. Και μου είπε, καθώς ξεψυχούσε ήρεμα λίγες μέρες αργότερα, πως γι’ αυτό που είχα κάνει για την ησυχία της ψυχής της, θα με φύλαγε από ψηλά μετά την αποδημία της, και, αν της επιτρεπότανε, θα ξαναγύριζε κοντά μου «εν φυλακαίς νυκτός». Αν όμως αυτό ήταν αδύνατο για τις ψυχές που μένουν στον Παράδεισο, τότε θα μου έδινε συχνά μαρτυρίες της παρουσίας της: θα μου έστελνε τους στεναγμούς της με τους νυχτερινούς ανέμους, ή θα γέμιζε τον αέρα που ανάσαινα με τη μυρωδιά του λιβανιού από τα θυμιατήρια των αγγέλων. Και μ’ αυτά τα λόγια στα χείλια της παρέδωσε την αθώα της ζωή, βάζοντας ένα τέλος και στην πρώτη περίοδο της δικής μου.

Ως εδώ η αφήγησή μου είναι απολύτως αξιόπιστη. Αλλά καθώς περνώ το ορόσημο, πάνω στο δρόμο του Χρόνου, που έχει στήσει ο θάνατος της αγαπημένης μου, και προχωρώ στη δεύτερη εποχή της ζωής μου, νιώθω έναν ίσκιο να τυλίγει το μυαλό μου και δυσπιστώ αν είναι απόλυτα ισορροπημένα όσα θα πω. Ας συνεχίσω ωστόσο.

θα μου έστελνε τους στεναγμούς της με τους νυχτερινούς ανέμους, ή θα γέμιζε τον αέρα που ανάσαινα με τη μυρωδιά του λιβανιού από τα θυμιατήρια των αγγέλων.

Τα χρόνια περνούσανε βαριά κι εγώ εξακολουθούσα να μένω στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης. Αλλά μια δεύτερη αλλαγή ήρθε κι απλώθηκε πάνω σε όλα. Τα λουλούδια, που έμοιαζαν μ’ αστέρια, μαράθηκαν και δεν ξαναφυτρώσανε. Το χρώμα του πράσινου χαλιού ξεθώριασε, κι ένας ένας μαράθηκαν κι οι κόκκινοι σαν το ρουμπίνι ασφόδελοι, και στη θέση τους ξεφύτρωσαν δεκάδες, ζοφεροί μενεξέδες, που αναδεύονταν ανήσυχοι και που αδιάκοπα τους ενοχλούσε η δρόσο. Και η ζωή έφυγε από το δρόμο μας• γιατί τα ψηλά φλαμίγκο δεν ανέμιζαν πια μπροστά μας τις άλικες φτερούγες τους, αλλά πετάξανε θλιβερά απ’ την κοιλάδα στα βουνά, μαζί με όλα τα χαρούμενα ζωηρόχρωμα πουλιά, που είχαν έρθει συνοδεύοντάς τους. Και τα χρυσαφιά και ασημένια ψάρια έφυγαν μέσ’ από την πέρα χαμηλή ρεματιά και δεν στόλιζαν πια το όμορφο ποτάμι. Κι η νανουριστική μελωδία, που ήταν πιο απαλή από την αιθέρια λύρα του Αίολου, πιο θεϊκή από καθετί εκτός απ’ της Ελεονόρας τη φωνή, έσβησε λίγο λίγο σε ψιθυρίσματα, που ολοένα γίνονταν πιο σιγανά, ώσπου το ποτάμι ξαναγύρισε στη σοβαρή κι επίσημη παλιά του σιωπή. Κι έπειτα, τέλος, το μεγάλο σύννεφο ανυψώθηκε και παρατώντας τις βουνοκορφές στο παλιό σκοτάδιασμα, ξανάφυγε στου Έσπερου τα μέρη συναποκομίζοντας όλη τη χρυσοπόρφυρη αίγλη από την Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης.

Ωστόσο η Ελεονόρα δεν ξέχασε τις υποσχέσεις της – γιατί άκουγα να κουδουνίζουν τα θυμιατήρια των αγγέλων, κι αρώματα θεϊκά πλανιόντουσαν αδιάκοπα μες στην κοιλάδα. Και στις ώρες της μοναξιάς, όταν η καρδιά μου χτύπαγε βαριά, οι άνεμοι, που χάιδευαν το μέτωπό μου αναστενάζανε απαλά• κι αόριστα ψιθυρίσματα γεμίζανε συχνά το νυχτερινό αέρα. Και μια φορά – αχ, μόνο μια φορά! – με ξύπνησαν από έναν ύπνο, που έμοιαζε με τον ύπνο του θανάτου, δυο χείλια ψυχικά που ακουμπούσαν πάνω στα δικά μου.

Μα κι έτσι ακόμα, το κενό που ένιωθα μες στην καρδιά μου δεν εννοούσε να γεμίσει. Λαχταρούσα την αγάπη που την πλημμύριζε πρωτύτερα. Και τελικά η κοιλάδα με βασάνιζε από τις αναμνήσεις που είχε της Ελεονόρας, και την παράτησα για πάντα, για τις ματαιότητες και την πολυτάραχη κωμική ζωή.

***

Βρέθηκα σε μια ξένη πολιτεία, όπου όλα λες και συνωμότησαν για να σβήσουν από τη θύμησή μου τα γλυκά όνειρα που είχα ονειρευτεί τόσον καιρό στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης. Τα μεγαλεία και οι γιορτές μιας μεγαλόπρεπης βασιλικής αυλής, η άγρια κλαγγή των όπλων, οι γυναίκες που αχτιδοβολούσαν ομορφιά, συντάραξαν και μέθυσαν το νου μου. Μα ως τώρα η ψυχή μου είχε μείνει πιστή στους όρκους της και οι μαρτυρίες για την παρουσία της Ελεονόρας εξακολουθούσαν να μου φανερώνονται μες στις σιωπηλές ώρες της νύχτας.

Ξαφνικά σταμάτησαν αυτές οι εκδηλώσεις, ο κόσμος σκοτείνιασε μπροστά στα μάτια μου και στάθηκα γεμάτος φρίκη για τις πονηρές σκέψεις, που με τυραννούσαν, και τους τρομερούς πειρασμούς που μ’ έζωναν. Γιατί στην εύθυμη αυλή του βασιλιά που υπηρετούσα, είχε φτάσει από μια πολύ μακρινή και άγνωστη χώρα μια κοπέλα, που η μικρόψυχη καρδιά μου αμέσως παραδόθηκε στην ομορφιά της, που λύγισα στα πόδια της δίχως καμιάν αντίσταση, με την πιο φλογερή, την πιο ταπεινωτική ερωτική λατρεία. Κι αλήθεια, τι ήτανε η αγάπη μου για το κοριτσόπουλο της κοιλάδας σε σύγκριση με τη φλόγα, με το παραλήρημα, με την εκστατική λατρεία, που άφησα κλαίγοντας να ξεχειλίσει η ψυχή μου στα πόδια της αιθέριας Ερμενγάρδης; Αχ, ήταν παραδείσιο σεραφείμ η Ερμενγάρδη! – δεν είχα θέση για καμιάν άλλη στην καρδιά μου. Αχ, ήταν ένας άγγελος θεϊκός η Ερμενγάρδη! Και καθώς κοίταζα στα βάθη των αξέχαστων ματιών της, είχα στη σκέψη μου αυτά μονάχα – κι εκείνη.

Παντρευτήκαμε – δίχως να φοβηθώ τη φοβερή κατάρα που είχα επικαλεστεί. Ούτε κι έπεσε πάνω μου η κατάρα. Και μια φορά – πάλι μια φορά μονάχα, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας – ξανάρθανε οι απαλοί αναστεναγμοί που μ’ είχαν εγκαταλείψει, και πήραν τη μορφή μιας γλυκιάς και γνώριμης φωνής που είπε:

«Κοιμήσου ήσυχα! Γιατί το Πνεύμα της Αγάπης κυβερνά και βασιλεύει. Και βάζοντας την Ερμενγάρδη μέσα στην καρδιά σου, λύθηκες – για λόγους, που θα σου γίνουνε γνωστοί στους ουρανούς – από τους όρκους που είχες κάνει στην Ελεονόρα».

******************

Ήταν η «Ελεονόρα» – ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε [Edgar Allan Poe, “Eleonora”], γραμμένο το 1841, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη. Η εικονογράφηση είναι του Arthur Rackham [“Poe’s Tales of Mystery and Imagination”, 1935].

Η «Ελεονόρα» ακροβατεί στο μεταίχμιο του ονείρου και της πραγματικότητας. Είναι μια ιστορία που φέρνει στο νου μας μια εικόνα αρχέγονου ερωτικού παραδείσου, μα με μια σημαντική διαφορά… το φινάλε της ιστορίας. Γιατί εδώ ο παράδεισος δεν χάθηκε. Δεν θα βρείτε ενοχές, αμαρτίες και βάσανα εδώ. Όσο η αγάπη συνεχίζει να βασιλεύει, ο παράδεισος απλά αλλάζει πρόσωπα…

Παρουσίαση και ψηφιοποίηση κειμένου: το φονικό κουνέλι, Νοέμβριος 18

Πορτραίτο του Έντγκαρ Άλαν Πόε / Edgar Allan Poe portrait

Tags: , , , , , , , ,

4 Responses

  1. Giannis Pit says:

    Ω αγαπητέ φίλε !!!!!
    Λατρεμένη σειρά διηγημάτων ! και η Ελεονώρα ανάμεσα σε αυτή τη συλλογή. Μαζί με την Μορέλλα και την Λιγεία.
    Συγκλονιστικός Πόε Κούνελε.
    Έξοχο το αφιερωμά σου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *