Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #5: Τα πιο παλιά σου Όνειρα…

Enter the rabbit's lair...

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας... τα πιο παλιά σου όνειρα - από το Φονικό Κουνέλι

“Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε, κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…”

Με αυτά τα λόγια του Τάσου Λειβαδίτη ανοίγουν οι πύλες της αποψινής μας λογοτεχνικής εισχώρησης στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας.

Και, για δες, σήμερα τα φώτα είναι χαμηλότερα απ’ το συνηθισμένο. Μοιάζει λες και βαδίζεις σ’ ένα αλλότινό σου όνειρο, το οποίο ίσα και θυμάσαι. Έρχεται σα φίλος από τα παλιά, απ’ τα πολύ παλιά… αγγίζοντας την πρώιμή σου νιότη και τις προσδοκίες της, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, τον καιρό που ήσουν παιδί, μα και πιο πίσω… πριν ακόμα γεννηθείς.

Πράγμα παράξενο – μα κάποιες μνήμες σου προέρχονται από τότε. Ορισμένα απ’ τα βαθύτερά σου όνειρα… και ένα μέρος της πιο μεγάλης νοσταλγίας. Έρχονται απ’ τον καιρό που δεν είχες ακόμα γεννηθεί.

Στο απέραντο γκρίζο του ουρανού γλιστρούσε κάποιος με παγοπέδιλα

«Στο απέραντο γκρίζο του ουρανού γλιστρούσε κάποιος με παγοπέδιλα.

Ήταν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και το κασκόλ του ανέμιζε. Μπορούσε να το κάνει αυτό, επειδή ο ουρανός ήταν παγωμένος.

Με μύτες κόκκινες απ’ το κρύο και στόματα ορθάνοιχτα, τον κοιτούσε το πλήθος από κάτω, απ’ τη γη. Όλοι τον έδειχναν και τον χειροκροτούσαν, όταν κατάφερνε κάποια δύσκολη φιγούρα (αφού μάλιστα τα έκανε όλα ανάποδα).

Διέγραφε μεγάλα τόξα και καμπύλες, ακολουθώντας συνέχεια τον ίδιο δρόμο, ώσπου τα βήματα του χορού του χαράχτηκαν βαθιά στον ουρανό. Τώρα πια φάνηκε ότι έγραφε γράμματα: ίσως κάποιο επείγον μήνυμα. Αμέσως ύστερα γλίστρησε και χάθηκε στον ορίζοντα.

Το πλήθος εξακολουθούσε να κοιτάζει τον ουρανό, αλλά κανείς δε γνώριζε το αλφάβητο, κανείς δε μπορούσε να διαβάσει το μήνυμα. Σιγά-σιγά τα ίχνη χάθηκαν κι ο ουρανός ξανάγινε ένα απέραντο γκρίζο.

Οι άνθρωποι γύρισαν σπίτια τους και δεν άργησαν να ξεχάσουν το περιστατικό. Στο κάτω-κάτω ο καθένας έχει τις δικές του έγνοιες. Εξάλλου, ποιος ξέρει; Μπορεί το μήνυμα να μην ήταν και τόσο σημαντικό…»

Από τη συλλογή διηγημάτων του Μίχαελ Έντε, «Ο Καθρέπτης μες στον Καθρέπτη», δημοσιευμένη το 1983 (σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου). Γνωστός για τα αριστουργήματά του, “Μόμο” και “Ιστορία Χωρίς Τέλος”, ο Έντε μας ταξιδεύει σε ένα σουραλιστικό σύμπαν που δίνει ερωτήματα σε απαντήσεις που ξεχάσαμε να θέσουμε… Και αν σας φάνηκε παράδοξο αυτό που μόλις διαβάσατε, είναι γιατί διαβάσατε το κείμενο ενώ είστε ξύπνιοι. Δοκιμάστε να το κάνετε ξανά την ώρα που ονειρεύεστε…

Ο αλλοτινός κόσμος των θαυμάτων

“Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που γνωρίζουν τι θαύματα ξανοίγονται μπροστά τους στις ιστορίες και τα οράματα της παιδικής τους ηλικίας. Κι αυτό διότι, όταν ακούμε και ονειρευόμαστε, όσο είμαστε παιδιά, δε σκεπτόμαστε παρά μισοδιαμορφωμένες σκέψεις και όταν πια, ως ενήλικες, προσπαθούμε να τα θυμηθούμε, γινόμαστε ανιαροί και πεζοί με το δηλητήριο της ζωής.

Ωστόσο κάποιοι από μας ξυπνούμε μες στη νύχτα με παράξενα φαντάσματα μαγεμένων λόφων και κήπων, σιντριβανιών που τραγουδούν στον ήλιο, χρυσών βουνοπλαγιών που κρέμονται πάνω από μουρμουριστές θάλασσες, πεδιάδων που απλώνονται σε κοιμωμένες πολιτείες χαλκού και πέτρας, καθώς και σκιερών παρεών από ήρωες, ιππεύοντας λευκά, πλουμιστά άλογα, στις άκρες πυκνοφυτεμένων δασών.

Και είναι τότε που γνωρίζουμε πως έχουμε κοιτάξει πίσω, πέρα από τις ελεφάντινες πύλες, σε εκείνον τον κόσμο των θαυμάτων που ήταν κάποτε δικός μας, προτού γίνουμε σοφοί και δυστυχείς.”

H.P. Lovecraft. Από το διήγημα “Celephaïs”, δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1922. Στην εικόνα δεξιά ένα σχέδιο του Λάβκραφτ, και αριστερά ένα καρέ απ’ το περίφημο κόμικ “Little Nemo in Slumberland” (για το οποίο μάλιστα έχω γράψει αφιέρωμα που μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Από το ημερολόγιο του Πάουλ Κλέε

Πάουλ Κλέε, "Γάτα και Πουλί" - 1928

Ομπερχόφεν, Αύγουστος 1900. Ο Κλέε ήταν 21 χρονών.

“Τι να την κάνω τη μαγευτική πεδιάδα; Ανυπόφορη. Η φλυαρία των δρυάδων μ’ έκανε να βαριέμαι. Τα κουδουνάκια των κοπαδιών ήταν εκεί στην πλαγιά. Στα νερά καρτέραγε η απελπισία της μοναξιάς. Τη νάρκωση την είχα μεγαλύτερη ανάγκη από την ανάπαυση.

Με τράβαγε η πόλη. Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να μπω σε μπορντέλο, αν και ξέρω τον δρόμο να φτάσω ως εκεί. Θεωρώ αδικία την ύπαρξη φυτών, σαν κι αυτά, ας πούμε, πίσω απ’ το κιγκλίδωμα του πύργου του Ομπερχόφεν. Είμαι σαν ζώο φυλακισμένο σε κλουβί. Εσωτερικά και εξωτερικά δεσμά: τα ίδια. Πόσον καιρό θα κουβαλώ τούτες τις αλυσίδες στην ψυχή; Μπορεί αίφνης κανείς να βρει στον έρωτα ειρήνη; …Μπορείς να βρίσκεσαι μες στην δυστυχία και να μην αγαπάς δυστυχισμένα; Μαίνεται η σφοδρότατη θύελλα και οι άνθρωποι μένουν στην ακτή δίχως Θεό και κλαίνε με γόους και ουρλιαχτά μερικές ανθρώπινες ζωές, αντί να τις θυσιάζουν, να προσευχηθούν και να λατρέψουν ευλαβικά.

Σ’ ένα ποίημα έψαλα τη μελαγχολία τόσο ικετευτικά και τρυφερά, ώστε προσωποποιήθηκε στην πολυπόθητη Γυναίκα, στο αγκάλιασμα της οποίας αφέθηκε να πεθάνει”.

***

Απόσπασμα που οι εικόνες και οι σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη, άλλοτε αργά σαν κάποιο ατμοσφαιρικό όνειρο, άλλοτε απότομα και τσουχτερά, σαν δαγκωματιά κακής ανάμνησης. Ήταν ο νεαρός Πάουλ Κλέε (Paul Klee).

Με το πέρασμα των χρόνων η τέχνη του θα εξερευνούσε πλήθος άγνωστα μονοπάτια και θα συνδεόταν με τα ανερχόμενα κινήματα του κυβισμού, του εξπρεσιονισμού, του σουρεαλισμού, ως και της αφηρημένης τέχνης… Ανήκε σ’ εκείνους τους ζωγράφους που οι Ναζί, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 30, θεώρησαν πως τα έργα τους είναι “εκφυλισμένα” και παρουσίασαν κοροϊδευτικά στο κοινό.

Έξι μέρες μετά τον θάνατό του, το 1940, κι ενώ βρισκόταν στην μαύρη λίστα των Ναζί, ο Κλέε – Γερμανός πολίτης στα χαρτιά – έλαβε την ελβετική υπηκοότητα, που επιθυμούσε βαθιά. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας απ’ τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Στις εικόνες τα έργα του «Γάτα και Πουλί» του 1928 και «Κόκκινο Μπαλόνι» (στο τέλος του κειμένου) του 1922.

Κυκλική πορεία του ανθρωπίνου είδους

«Ολόκληρο το ανθρώπινο είδος ίσως να είναι μόνο μια φάση της εξέλιξης ενός ορισμένου είδους ζώου περιορισμένης διάρκειας: έτσι ώστε ο άνθρωπος να έχει γίνει από τον πίθηκο και να ξαναγίνει πάλι πίθηκος, ενώ δεν θα υπάρχει κανένας που να αποκομίσει οποιοδήποτε κέρδος απ’ αυτήν την παράξενη κωμική κατάληξη.

Όπως με την πτώση της ρωμαϊκής κουλτούρας και της ισχυρότερης αιτίας της, της διάδοσης του χριστιανισμού, όλοι οι άνθρωποι γενικά μέσα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγιναν ειδεχθείς, έτσι και μια ενδεχόμενη πτώση της γενικής κουλτούρας της γης θα μπορούσε ίσως να κάνει τους ανθρώπους πολύ περισσότερο απεχθείς και τελικά να τους κάνει τόσο ζώα, που να γίνουν πιθηκοειδείς.

Επειδή ακριβώς μπορούμε να δούμε αυτή την προοπτική, ίσως είμαστε σε θέση να αποτρέψουμε μια τέτοια μελλοντική κατάληξη».

Φρήντριχ Νίτσε. Από το “Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο” (μετάφραση Ζήση Σαρίκα). Πρώτη έκδοση, 1878.

Κάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι… Ο παντοτινός νατουραλισμός του Καρκαβίτσα

Σχέδιο του Βαν Γκογκ [Van Gogh] με κιμωλία σε χαρτί, 1885

«Kάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι, μισόγυμνα, ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα, εκυλιόνταν κ’ έπαιζαν τα παιδιά, ανάκατα με τις κότες και τους χήρους και τ’ άλλα κτήνη του χωριού. Στ’ άλλα χαμόσπιτα εμπαινόβγαιναν οι γυναίκες, με τον κεφαλόδεσμο – το βαρύ τους γκαμαμπράνι – τυλιγμένον, με την φτωχικήν αλατζένια φορεσιά και τη μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες, με το στήθος βαρυφορτωμένο από χρωματιστές χάντρες και αργυρά νομίσματα – σωστές νοικοκυρές και δουλεύτρες του χωραφιού και του σπιτιού.

Η μία εχύλιζεν εδώ το γιαπί της, χωμένη έως το γόνα στη λάσπη. Άλλη έκαιγε τον φούρνο της. Τρίτη εφάσκιωνε το κλαψιάρικο παιδί της. Παρέκει μια έμπηγε στύλους χοντρούς, ετοιμάζοντας ισκιάδα για το καλοκαίρι. Παρεμπρός άλλη εμπάλωνε τα ρούχα του αντρός της κ’ εμουρμούριζε παραπονιάρικο τραγούδι – τραγούδι ντόπιο, στον κάμπον εκεί γεννημένο, φτωχό και άχαρο σαν τη φωνή της και σαν την ίδια βάναυσο.

Άλλη παράμερα ομορφονιά, του Παπαρρίζου η κόρη, έβγαζεν από τον στάβλο και εξύστριζε δένοντας τα στον στύλο δύο άλογα, δύο ψαρήδες κοντούς και σαράβαλους. Και άλλη δίπλα στο πηγάδι, του Μαγουλά η γυναίκα, ολοστρόγγυλη από την ετοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη έτριβε με λάσπη το κούπωμα ενός λεβετιού κ’ έκανε διαβολικό θόρυβο».

***

Από τον “Ζητιάνο” του Ανδρέα Καρκαβίτσα – πρώτη δημοσίευση το 1897. Το σημαντικότερο έργο του σημαντικότερου εκπροσώπου του νεοελληνικού Νατουραλισμού, οι περιγραφές του θυμίζουν φωτογραφίες του παλιού καιρού – όχι εξιδανικευμένες ή ρομαντικές, μα πιστές στην πραγματικότητα της εποχής τους – τη λιγότερο, ή περισσότερο όμορφη. Τα σχέδια των γυναικών στην εικόνα είναι του Βαν Γκογκ. Ανήκουν στα πλέον ρεαλιστικά που έφτιαξε, αποτυπώνοντας τη ζωή των χωρικών της εποχής του – μα και κάθε χωρικού, κάθε εποχής, αν το καλοσκεφτούμε… Μονόχρωμα, σχεδιασμένα με κιμωλία πάνω σε χαρτί, αμφότερα τα σχέδια είναι του έτους 1885.

Σχέδιο του Βαν Γκογκ [Van Gogh] με κιμωλία σε χαρτί, 1885

Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται επίσης από τον «Ζητιάνο». Οι περιγραφές του, φαινομενικά απλές, κατορθώνουν να υπερβούν τα όρια των καιρών τους. Γίνονται σκηνές διαχρονικές, αγγίζοντας το βάθος και την ουσία της πραγματικότητάς μας – του τότε, του τώρα, του πάντοτε.

“Το χωριό εφαινόταν έρημο απ’ άκρη σ’ άκρη. Καπνοδόχη καμμιά δεν εκάπνιζε· φούρνος δεν έκαιγεν· ανθρώπινη μορφή πουθενά δεν επρόβαλλε. Κλώσσες μόνον με τα κλωσσοπούλια τους εγύριζαν εδώ κι εκεί μυτίζοντας τη λάσπη και χοίροι καλοθρεμένοι και αγριότριχοι εκυλιόνταν μακαρίως στου δρόμου τον βόρβορο. (…)

Στον στύλο ενός γιαπιού ψαρής σαρανταπληγιάρης και τυφλός, δεμένος μ’ ένα βρώμικο κουρέλι από τον λαιμό, έστεκε νυσταγμένος και ανήμπορος. Η φάκνα του – ένα δεμάτι από ξανθόχρυσο άχυρο – δεμένη και κείνη μ’ ένα κουρέλι από τον στύλο, εκρεμόταν κάτω από το στόμα του, έγγιζε σχεδόν τα ρουθούνια και τα πλαδαρά χείλη του, λες και ήθελε να του θυμίση πως έπρεπε να φάγη. Αλλ’ εκείνος τόσο ήταν άρρωστος, ώστ’ εβαρυνόταν και ν’ ανοίξει το στόμα και να φρυμάξη ακόμη, για να διώξη υ’ άχυρα που τον αγκύλωναν. Οι χαλκόμυγες σύγνεφο εκάθονταν στις κόκκινες και υδροπικιασμένες πληγές του· αλλά δεν είχε τη θέληση να κουνήση την ουρά και να τις διώξη από πάνω του. Περικυκλωμένος με ράθυμη έκφραση μέσα κ’ έξω του, έδειχνε πως δεν είχε δύναμη, αλλ’ ούτε και τη θέληση να ζήση.

Όμως, για φυσική αντίθεση του ταλαίπωρου αυτού ζωντανού, επέρασε μια στιγμή τετραποδίζοντας απ’ εκεί τετραμηνιάτικο γαϊδουράκι, ολόχαρο και παιγνιδιάρικο. Ζωηρό και πηδηχτό, με τ’ αυτάκια του ολόσειστα, την ουρά του μισοσηκωμένη, επλησίασε στο παλιάλογο και εμυρίσθηκε τη φάκνα του. Έπειτα εκίνησε τα χείλη με μορφασμό δυσαρέσκειας, σαν να εταλάνιζε τον ψαρή και την κατάστασή του. Κ’ έξαφνα, σαν να αισθάνθηκε κανένα πίσω του, επρόγγιξεν ολόκορμο, εφτερνοκόπησε τη γη, ετίναξεν εμπρός το κεφάλι του κ’ ελάκησε πέρα, τρανολαλώντας με την μεταλλική φωνή του στον αιθέρα την πύρινη ζωή και την λαχτάρα, που διαδέχεται παντού στη φύση τη ραθυμία και την κακομοιριά κάθε ζωντανού”.

Πίνακας: George Morland “Old horses with a dog in a stable”, 1791

George Morland “Old horses with a dog in a stable”, 1791

Σαν τον σπουργίτη…

«Για να δώσεις ζωή πρέπει πρώτα να πάρεις.
Καθώς η θλίψη μας σωριάζεται
στη χιλιοματωμένη θάλασσα,
προσπερνώ μυριάδες αυτοσπαραζόμενα κοπάδια
πλασμάτων με άσπρα πόδια και ξασπρισμένες κοιλιές.
Σαπίζουν ολοένα πεθαίνοντας. Ξεφωνίζουν
σε άγριους καβγάδες.
Καλό μου παιδί, σου πρόσφερα
μονάχα ό,τι κι ένας σπουργίτης.
Είμαι γέρος, όταν είναι της μόδας να ‘σαι νέος.
Κλαίω, όταν είναι της μόδας να γελάς. Σε μίσησα,
όταν χρειαζόταν πολύ λιγότερο κουράγιο ν’ αγαπάς.» 

Charles Bukowski. “Σαν τον Σπουργίτη”. Από τη συλλογή ποιημάτων του “Τρόμου και Αγωνίας Γωνία” (μετάφραση, Γιώργος Μπλανάς)

Μια ψαρόβαρκα η αγάπη μου…

Ήταν βράδυ· το βιβλίο στα χέρια μου φάνταζε βαρύ και τα μάτια μου σιγόκλειναν. Τότε ήταν που έπεσα σ’ ένα μικροσκοπικό διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη, με τίτλο “Η Βαρκούλα”. Δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1894 – πριν 120 χρόνια.

Ξεκίνησα να το διαβάζω στα γρήγορα, η σκέψη μου στον ύπνο που θα ακολουθούσε μόλις το τελείωνα. Μα μόλις έφτασα στο τέλος, για δες – δε νύσταζα πια. Ένα τόσο δά κείμενο, που έμοιαζε να μιλάει απλά για μια βάρκα στη θάλασσα, μα στο βάθος ξεχείλιζε νοήματος…

Ας το μοιραστώ λοιπόν μαζί σας.

“Είναι τώρα τρία χρόνια που έβλεπα μια βαρκούλα, μακριά μακριά, στου πελάγου την άκρη. Έν’ άσπρο σημαδάκι, και τίποτις άλλο. Μα τι ομορφιά που την είχε στα γαλάζια νερά! Το κοίταζα και δεν το χόρταινα! Σιγά σιγά από σημαδάκι έγινε σωστό πανί, ένα πανί και καλό το είχε η αξέχαστη εκείνη βαρκούλα.

Άλλος ένας χρόνος, κ’ έβλεπες και το χαριτωμένο σκαφάκι της, που τάσκιζε τα κύματα κι όλο ήρχουνταν, ήρχουνταν. Ακόμα λιγάκι, κ’ έβλεπες και το ναύτη μες στη βαρκούλα. Τι μαγευτικό πράμα. Τι Θεός εκείνος που αρμένιζε εκεί μέσα! Έλεγες κ’ έπαιζε με τη θάλασσα το σκαφάκι, καθώς επλησίαζε την ακρογιαλιά. Έτσι σου ερχότανε να τρέξης και να το αγκαλιάσης. Τάκουγες τώρα το γλυκό μουρμουρητό του αφρού που σήκωνε η πεταχτή πλώρη του, τάκουγες και το πανάκι που πετούσε στ’ αγέρι καθώς κατέβαινε.

Κατέβηκε το πανί. Σηκώνετ’ ο ναύτης, το δένει, παίρνει το κοντάρι, και φέρνει τη βάρκα κατά την ακρογιαλιά. Τρέχω να πηδήξω μέσα και να τη χαρώ τη βαρκούλα. Τι πράμα είταν εκείνο! Τι ανυπόφερτη σιντίνα και ψαρίλα, τι παλιόξυλα και κατραμωμένα σκοινιά ριγμένα δω και κεί! Και ο ναύτης! Τι χαμένο κορμί, που μήτε με καλημέρισε!

Αχ, είταν η αγάπη μου κ’ η ελπίδα μου! Κατάλευκη βαρκούλα στα μακριά και στάραγμά της – ψαρόβαρκα!”

Μια ψαρόβαρκα η αγάπη μου.... Το Φονικό Κουνέλι

Η Μεγάλη Νοσταλγία

«Τ’ άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: “Φίλιππε,
θεία Ρόζα, Άννα…”
αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι
ξένοι και το σκοτάδι έρχεται καθώς νυχτώνει
αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.

Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…»

Τάσου Λειβαδίτη, “Η Μεγάλη Νοσταλγία”.

 

Πίνακας του νορβηγού Ιμπρεσιονιστή Frits Thaulow

Πίνακας του νορβηγού Ιμπρεσιονιστή Frits Thaulow

Μα κάπου εδώ ο χρόνος μας τελειώνει – και μαζί του κλείνουν οι πύλες στο Λαγούμι μας.

Η συνέχεια, φίλε αναγνώστη, στις σελίδες κάποιου δικού σου βιβλίου… και στα κοινά μονοπάτια των ονείρων μας. Καλή αντάμωση.

Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση

Κόκκινο Μπαλόνι του Πάουλ Κλέε, 1922

Κόκκινο Μπαλόνι του Πάουλ Κλέε, 1922

Tags: , , , , , , , ,

4 Responses

  1. Giannis Pit says:

    Για μια ακόμα φορά πέρασα να αφήσω την καλησπέρα μου και τις ευχαριστίες μου για την ομορφιά, πολλαπλή άλλωστε, της ανάρτησής σου. Συνεχίζεις φίλε.

  2. Συνεχίζουμε, φίλε Γιάννη! Καλό βράδυ εύχομαι!

  3. Γλαύκη says:

    Τι απίστευτη τρυφερότητα αναβλύζει από όλα τα αποσπάσματα!
    Το καλύτερό σου λογοτεχνικό αφιέρωμα για μένα!
    Πόσο γλυκά εκφράζει όλη η παρουσίαση τον άνθρωπο και τον πονεμένο, αγωνιώδη και σκοτεινό κόσμο του!
    Δυνατό το απόσπασμα του Μπουκόφσκι και εκείνο της Βαρκούλας του Εφταλιώτη!
    Γενικά, ήταν όλα τους ένα κι ένα, με τη σοφία συμπυκνωμένη!

    Φυσικά, και θα αποχωρήσω με το πιο συγκινητικό:
    " Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε
    κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…"
    Είναι η συνάντηση σ' εκείνα τα κοινά μονοπάτια των ονείρων μας!
    Να είσαι καλά!

    υ.γ.
    Οι επιλογές των πινάκων επίσης εξαιρετικές και ο Κλεέ μοναδικός!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *