Έρμαν Έσσε: Ενάντια στον εθνικισμό και τον πόλεμο

Enter the rabbit's lair...

Χέρμαν Έσσε - Ενάντια στον εθνικισμό και τον πόλεμο. Αποσπάσματα από βιβλία του. Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι

Ημέρα εκλογών σήμερα, μα επιθυμώ να αποφύγω κάθε σχόλιο για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, τόσο πριν, όσο και μετά. Αντί αυτών θα μοιραστώ μαζί σας κάποια πολύ σημαντικά αποσπάσματα από κείμενα του Έρμαν Έσσε [Hermann Hesse], με θέμα τους την εναντίωσή του στον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό των συμπατριωτών του, τότε, στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου – και στα ξεσπάσματα οργής που πυροδότησε η συγκεκριμένη στάση του.

Ο Έσσε ανήκε στους λίγους που, με το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, τάχθηκε με σαφήνεια εναντίον του, παίρνοντας θέση υπέρ της ειρήνης και του διεθνισμού. Καταμεσής της γενικευμένης πατριωτικής έξαρσης βέβαια, ο Έσσε αυτόματα στοχοποιήθηκε ως «προδότης» από πλήθος Γερμανών. Ο Τύπος τον χαρακτήρισε «διεφθαρμένο» και τα γράμματα μίσους των γερμανών φοιτητών κατέκλυζαν το γραφείο του. Οι συμπατριώτες του πλέον τον κοιτούσαν με μισό μάτι.

Μα ο ίδιος ουδέποτε μετάνιωσε για τη συγκεκριμένη επιλογή του. Όπως γράφει, εξάλλου, μέσω του κεντρικού χαρακτήρα του στον «Λύκο της Στέπας»: «Όχι», είπα, «δε μ’ ενοχλεί. Το ‘χω συνηθίσει πια. Είχα εκφράσει άπειρες φορές τη γνώμη πως κάθε έθνος, ακόμα και κάθε άτομο, αντί να αυτονανουρίζεται με πολιτικολογίες, καλά θα έκανε να αναρωτηθεί πόσο ένοχες είναι οι δικές του αμέλειες, τα λάθη και οι κακοβουλίες του για τον πόλεμο κι όλα τα δεινά του κόσμου και πως εκεί βρίσκεται ο μοναδικός πιθανός τρόπος για ν’ αποφύγει τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δε μου το συγχώρησαν, φυσικά, επειδή όλοι τους είναι αθώοι – ο Κάιζερ, οι στρατηγοί, οι μεγιστάνες του εμπορίου, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες. Κανένας τους δεν είχε το παραμικρό για να κατηγορήσει τον εαυτό του. Και κανένας τους δεν είχε ενοχές. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε πως όλα γίνονταν για το καλύτερο, παρόλο που μερικά εκατομμύρια άνθρωποι ήταν θαμμένοι κάτω από το χώμα.»

Στρατιώτης στα ερείπια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου - No Man's Land... a lone soldier during World War 1

Απόσπασμα από τη «Σύντομη Βιογραφία» του Έσσε [1924]

«Δεν έχω ξεχάσει ποτέ ένα μικρό βίωμα της πρώτης χρονιάς του πολέμου. Είχα επισκεφτεί ένα μεγάλο στρατιωτικό νοσοκομείο ψάχνοντας να βρω μια δυνατότητα να προσαρμοστώ σαν εθελοντής μ’ ένα σημαντικό τρόπο στον αλλαγμένο κόσμο, πράγμα που τότε ακόμα μου φαινόταν δυνατό. Σ’ εκείνο το νοσοκομείο για τραυματίες γνώρισα μια γηραιά δεσποινίδα που άλλοτε ιδιώτευε κάτω από καλές συνθήκες και που τώρα πρόσφερε τις υπηρεσίες της σαν νοσοκόμα σ’ αυτό το νοσοκομείο. Μου διηγήθηκε με συγκινητικό ενθουσιασμό πόσο χαρούμενη και περήφανη ήταν για το ότι της δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει αυτήν τη μεγαλειώδη εποχή. Το βρήκα κατανοητό, γιατί γι’ αυτήν την κυρία χρειάστηκε ο πόλεμος για να βγει από την άεργη και καθαρά εγωιστική γεροντοκορίστικη ζωή της και να ζήσει μια ενεργητική και με κάποια αξία ζωή. Ωστόσο, καθώς μου διηγιόταν την ευτυχία της σ’ ένα διάδρομο γεμάτο τυλιγμένους σε επιδέσμους και τσακισμένους στρατιώτες, ανάμεσα σε αίθουσες κατάμεστες από ακρωτηριασμένους και ετοιμοθάνατους, γύρισε η καρδιά μου ανάποδα. Όσο κι αν κατανοούσα τον ενθουσιασμό αυτής της θείτσας, δεν μπορούσα να τον συμμεριστώ, δεν μπορούσα να τον επιδοκιμάσω. Αν έπεφταν δέκα πληγωμένοι στο μερτικό κάθε τέτοιας ενθουσιασμένης νοσηλεύτριας, τότε η ευτυχία αυτών των κυριών ήταν κάπως ακριβοπληρωμένη.

Όχι, δεν μπορούσα να συμμεριστώ τη χαρά για τη μεγαλειώδη εποχή, υπέφερα αξιολύπητα από τον πόλεμο, από την αρχή του κιόλας, και αμυνόμουνα απελπισμένα επί χρόνια ενάντια σε μια δυστυχία που φαινόταν να είχε ξεσπάσει από έναν ανέφελο ουρανό, ενώ όλος ο κόσμος γύρω μου έκανε σαν να ήταν γεμάτος ενθουσιασμό ακριβώς γι’ αυτήν τη δυστυχία. Και όταν διάβαζα στις εφημερίδες τα άρθρα των ποιητών που ανακάλυπταν την ευλογία του πολέμου και τις εκκλήσεις των καθηγητών και όλα τα πολεμικά ποιήματα που έβγαιναν από τα σπουδαστήρια των διάσημων ποιητών, τότε ένιωθα ακόμα πιο άθλια.

Στα 1915, κάποια μέρα, μου ξέφυγε δημόσια η ομολογία αυτής της αθλιότητας και λόγια θλίψης για το ότι και οι λεγόμενοι πνευματικοί άνθρωποι δεν ήξεραν να κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να κηρύσσουν το μίσος, να διαδίδουν ψέματα και να εγκωμιάζουν τη μεγάλη δυστυχία. Η συνέπεια αυτής της μάλλον δειλά εκφρασμένης από μέρους μου κατηγορίας ήταν το να χαρακτηριστώ από τον Τύπο της πατρίδας μου προδότης —για μένα ένα καινούριο βίωμα, γιατί παρά τις πολλές και διάφορες επαφές μου με τον Τύπο, δεν είχα γνωρίσει ακόμα ποτέ μέχρι τότε την κατάσταση του αποδοκιμασμένου από την πλειοψηφία. Το άρθρο μ’ εκείνη την κατηγορία εναντίον μου ανατυπώθηκε από είκοσι εφημερίδες της πατρίδας μου, και απ’ όλους τους φίλους μου —που πίστευα ότι είχα πολλούς στον Τύπο— μόνο δύο τόλμησαν να πάρουν το μέρος μου. Παλιοί φίλοι μού έκαναν γνωστό ότι είχαν θρέψει ένα φίδι στον κόρφο τους και ότι η καρδιά τους δε χτυπάει πια παρά για τον Κάιζερ και την αυτοκρατορία και όχι για ένα διεφθαρμένο σαν εμένα.

Υβριστικά γράμματα από αγνώστους έφταναν με το τσουβάλι και βιβλιοπώλες μου ανακοίνωναν ότι ένας συγγραφέας με τόσο εκφυλισμένες απόψεις όπως εγώ δεν υπήρχε πια γι’ αυτούς. Σε κάμποσα απ’ αυτά τα γράμματα έκανα τη γνωριμία μου μ’ ένα διακοσμητικό που τότε το έβλεπα για πρώτη φορά: μια τυπωμένη στρογγυλή σφραγίδα με τη φράση «Ο Θεός ας τιμωρήσει την Αγγλία». Θα νόμιζε κανείς ότι θα είχα γελάσει με την καρδιά μου γι’ αυτή την παρεξήγηση. Όμως δεν τα κατάφερα να κάνω κάτι τέτοιο.»

Από το Hermann Hesse, “Lesebuch: Erzählungen, Betrachtungen und Gedichte”. Περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αναγνωστικό», εκδ. Ζαχαρόπουλου. Μετάφραση: Μετ: Μαρία Χατζηγιάννη.

Ο γερμανικός επεκτατικός μιλιταρισμός, καρικατούρα του Κάιζερ, από τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου / German nationalism during World War 1, a caricature

«Γράμματα Μίσους» [1921]

«Οι Γερμανοί φοιτητές είχαν ανέκαθεν συχνά πρωτότυπους και φαιδρούς τρόπους τους για να εκφράσουν όχι μόνο σεβασμό και θαυμασμό, αλλά και την περιφρόνηση τους και το μίσος τους. Αυτή η μερίδα του γερμανικού φοιτητόκοσμου που προσπαθεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον να διασώσει τις παλιές παραδόσεις και είναι πολιτικά αντιδραστική και στο έπακρο εθνικιστική, μου στέλνει από διάφορα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα από τη Χάλε, κάθε λίγο και λιγάκι ένα γράμμα μίσους. Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτά τα γράμματα, όσο κι αν συχνά είναι τόσο ενδιαφέροντα. Αλλά επειδή επαναλαμβάνονται από καιρό σε καιρό, σχεδόν στο ίδιο ύφος, και δείχνουν μια έντιμη και καλοπροαίρετη, θα έλεγα ενθουσιώδη μάλιστα, νοοτροπία, που ωστόσο στην κατεύθυνσή της είναι πέρα για πέρα επικίνδυνη και που κάνει να φοβάται κανείς άσχημες εξελίξεις για το μέλλον μας, πρέπει κάποτε να μιλήσω γι’ αυτά τα γράμματα.

Παίρνω για βάση το γράμμα ενός φοιτητή του πανεπιστημίου της Χάλε που δεν ξέρω τ’ όνομά του. Ο συντάκτης του αισθάνεται την επιτακτική ανάγκη να μου γνωστοποιήσει ότι αυτός (και πολυάριθμοι ομοϊδεάτες του) δεν είναι ευχαριστημένος από εμένα, ότι πρέπει να μου επιρρίψει μομφή για την τρομερή παραγνώριση των καθηκόντων μου, ότι κι αυτός και οι φίλοι του με περιφρονούν βαθύτατα, ότι για εκείνον και τους συντρόφους του είμαι πεθαμένος και ενταφιασμένος, ότι το πολύ– πολύ είμαι γι’ αυτούς αντικείμενο χλεύης κλπ.

Θα αναφέρω εδώ μερικές φράσεις ιδιαίτερα χαρακτηριστικές:

«Η Τέχνη σας είναι ένα νευρασθενικό–ασελγές ανασκάλευμα με ωραία λόγια, είναι μια ξελογιάστρα Σειρήνα επάνω από νωπούς γερμανικούς τάφους που δεν έχουν ακόμα κλείσει. Μισούμε αυτούς τους ποιητές —κι ας προσφέρουν εκατό φορές ώριμη τέχνη— που θέλουν τους άντρες να τους κάνουν γυναίκες, που θέλουν να μας ισοπεδώσουν και να μας διεθνοποιήσουν και να μας κάνουν ειρηνιστές. Είμαστε Γερμανοί και θέλουμε να μείνουμε αιώνια Γερμανοί. Είμαστε μαθητές ενός Σίλερ και ενός Φίχτε και ενός Καντ κι ενός Μπετόβεν κι ενός Βάγκνερ —μάλιστα δέκα φορές μαθητές ενός Ρίχαρντ Βάγκνερ που το βροντόηχο πάθος του θα το αγαπάμε στους αιώνες των αιώνων. Έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε οι Γερμανοί ποιητές μας (αν έχετε γίνει ξένος, να μας αδειάσετε η γωνιά!), θέλουμε οι Γερμανοί ποιητές να βγάλουν από το λήθαργο το λαό μας και να τον οδηγήσουν πάλι στους ιερούς κήπους του γερμανικού ιδεαλισμού, της γερμανικής θρησκείας και της γερμανικής πίστης!»

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτά δεν είναι παρά ασκήσεις γραφής σαν αυτές που άλλοτε αισθηματικοί νεανίες έγραφαν στο γενεαλογικό τους βιβλίο, απλοϊκές εκφράσεις μιας νεανικής μέθης από ηχηρά λόγια. Όμως αυτό θα ήταν μια υπερβολικά αισιόδοξη αντίληψη. Πίσω από τέτοιες φράσεις κρύβεται κάτι περισσότερο —όχι απόψεις και γνώμες παρά ένα δυνατό, αρρωστημένο και μάλιστα με το παραπάνω νευρασθενικό πείσμα, μια ομολογία για τάσεις που στην περαιτέρω επενέργειά τους είναι εχθρικές για το πνεύμα και για τη ζωή.

Ήδη το ότι ένας φοιτητής αισθάνεται την ανάγκη ν’ ανακοινώσει σε έναν ποιητή: «Είστε νεκρός για μας, σας περιγελάμε!» αποτελεί μιαν αλλόκοτη ανάγκη. Αυτός ο φοιτητής διάβασε κάτι δικό μου που του φαίνεται νευρασθενικό και νοσηρό ή «αντιγερμανικό» ή «ξενικό», αλλά δεν αρκείται στο να βάλει στην άκρη αυτό το βιβλίο και ν’ αποστραφεί αυτόν το συγγραφέα. Όχι. Σ’ αυτόν το συγγραφέα διαισθάνθηκε κάτι, ένα δηλητήριο, ένα ξελόγιασμα, κάτι ανθρώπινο, κάτι διεθνές, κάτι ξενικό, κάτι υπερεθνικό, κάτι το οποίο ξεκινάει το ξελόγιασμα, επομένως κάτι που όσο πιο ξελογιαστικό είναι τόσο πιο έντονα πρέπει να καταπολεμηθεί και ν’ αφανιστεί! Το ότι ο «ξενοποιημένος», ειρηνιστής, αντιγερμανικός ποιητής είναι γι’ αυτόν —το φοιτητή— νεκρός, το ότι κανένας αξιοπρεπής νέος με πατριωτικό και σιλερικό φρόνημα δεν ακούει τέτοιους ποιητές, αυτό πρέπει να του το βροντοφωνάξει (και στον εαυτό του επίσης) και να του το διαλαλήσει με μια ύποπτη σπατάλη πάθους.

Ο Χέρναν Έσσε στο γραφείο με τα βιβλία του / Hermann Hesse and his books

Φυσικά, δεν έχω σκοπό να απαντήσω εδώ σ’ ένα γράμμα σαν αυτό και σε κάμποσα άλλα παρόμοια που έλαβα. Δε μ’ ενδιαφέρει το αν μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες φοιτητές με διαβάζουν ή όχι, με εγκρίνουν ή όχι. Υπάρχουν σοβαρότερα πράγματα για μένα. Αλλά με ενδιαφέρει, σαν σύμπτωμα των καιρών, η αντίδραση Γερμανών φοιτητών απέναντι στα κείμενα ειρηνιστών συγγραφέων, η αντίδρασή τους απέναντι στις προσπάθειες αυτών των συγγραφέων για αποβαρβαροποίηση και ανθρωπιά. Ενδιαφέρουσα είναι προπαντός η φράση: «Έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε». Δηλαδή, κατά τη γνώμη αυτών των φοιτητών ένας συγγραφέας δεν είναι ένα πλάσμα που εκφράζει ό,τι νιώθει μέσα του σαν ανάγκη —κι αυτό το κάνει τόσο πιο τέλεια και τόσο πιο επάξια όσο πιο σίγουρα και πιο αλάθευτα βιώνει και απεικονίζει την ύπαρξή του, τα πιστεύω του, την αλήθεια του. Γι’ αυτούς ο συγγραφέας είναι ένας δημόσιος υπηρέτης που πρέπει να παίρνει διαταγές από φοιτητές για το τι πρέπει να λέει και να κάνει. Ο συγγραφέας πρέπει να κάνει πίσω όταν το παλικαράκι προχωρεί εναντίον του με το ξίφος βγαλμένο απ’ τη θήκη. Αγόρι μου, πόσο προδόθηκες!

Όμως ακόμα πιο αποκαλυπτική για τη σπασμωδικότητα και την επικίνδυνη στενοκεφαλιά του συντάκτη του γράμματος είναι το ποιους αναγνωρίζει ως μεγάλες και ηγετικές μορφές. Ο επιστολογράφος μου είναι φοιτητής της Ιατρικής και κατά πάσα πιθανότητα έκανε μερικά χρόνια στον πόλεμο και καθώς —όπως προς τιμήν του, υποθέτω— ασφαλώς και αφιερώνει πολλή επιμέλεια στις σπουδές του, δεν μπορεί να μας πείσει ότι σαν φοιτητής έχει ήδη μελετήσει εμπεριστατωμένα τους λόγιους που αναφέρει. Αντίθετα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τις γνώσεις του για τη γερμανική ιστορία και τις γερμανικές μεγαλοφυΐες τις χρωστάει σε μερικές διαλέξεις περί πανγερμανισμού ή στο διάβασμα κάποιου με σχετικό πνεύμα κειμένου του Τσάμπερλεν, του Ρόρμπαχ ή, στην καλύτερη περίπτωση, του Νάουμαν. Μερικά ονόματα που ανήκουν κι αυτά στο πρόγραμμα τα έχει ξεχάσει, όπως τα ονόματα Λούθηρος και Χέγκελ. Όμως και χωρίς αυτά τα ονόματα το πρόγραμμα είναι κατανοητό.

Το μόνο που μ’ ενοχλεί είναι το όνομα Μπετόβεν. Γιατί στην απαρίθμηση των Γερμανών μουσουργών δε θα τον έβαζα στην πρώτη–πρώτη θέση, ωστόσο είναι για μένα πάρα πολύ ιερός για να βλέπω τ’ όνομά του ν’ αναφέρεται σ’ αυτή την ευτελή υπόθεση. Ας τον αφήσουμε στην άκρη ή μάλλον ας πούμε σ’ αυτόν το φοιτητή ότι ανάμεσα σε όλα τα ιερά ονόματα που ανέφερε υπάρχει ένα και μόνο που είναι αξιοσέβαστο και σε μένα και στους ομοϊδεάτες μου: Μπετόβεν. Ασφαλώς είναι άσχημο το ότι δε βρίσκονται δίπλα στο δικό του όνομα ούτε ο Μότσαρτ, ούτε ο Μπαχ, ούτε ο Γκλουκ παρά αποκλειστικά και μόνο ο Βάγκνερ. Όμως στο κάτω–κάτω της γραφής η μουσική είναι υπόθεση του καθενός και γιατί να μη βρίσκει χαρά ο νεαρός επιστολογράφος μόνο στο «Λόεγκριν» ή στην ουβερτούρα του «Ριέντσι»;

Εθνικισμός και μιλιταρισμός - ένα καρτούν / Nationalism and militarism... a cartoon
Ο γερμανικός επεκτατισμός, σκίτσο από τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου / German imperialism during WWI
Γερμανοί στρατιώτες με σημαίες, στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου / German soldiers marching with flags during World War I

Αλλά το ότι από τους μεγάλους Γερμανούς ποιητές δε γνωρίζει και δεν αναφέρει ούτε έναν, το ότι κανένας απ’ όλους τους βαθυστόχαστους, συνεπείς με τον εαυτό τους, δυσκολοπροσάρμοστους —και γι’ αυτό μοναχικούς— Γερμανούς δεν του ήρθε στο νου τη στιγμή που ήθελε να ονοματίσει τα άγια των αγίων του, αυτό είναι κακό. Δηλαδή, για αυτού του είδους τους Γερμανούς φοιτητές υπάρχει ένα γερμανικό πνεύμα που εκπροσωπείται αποκλειστικά και αστραποβόλα μόνο από τον Σίλερ, τον Καντ και τον Φίχτε! Κανένας Γκαίτε, κανένας Χέλντερλιν, κανένας Ζαν Πολ, κανένας Νίτσε! Φοβάμαι ότι ο επιστολογράφος δεν υπήρξε απόλυτα ειλικρινής. Έχω το αίσθημα ότι κατά βάθος είναι πιο κοντινά στην καρδιά του ονόματα όπως του Σάρνχορστ, του Ρόον, του Μπλίχερ κλπ. Φοβάμαι ότι σχετικά με τον Σίλερ εννοεί λιγότερο την επαναστατική πλευρά του απ’ όσο τη διακοσμητική και ότι από τον Καντ διάβασε την «Κριτική του καθαρού λόγου» λιγότερο προσεχτικά απ’ όσο μελέτησε την πρακτική του. Ίσως όμως τον Καντ να τον γνωρίζει μόνο από εκείνη τη γνωστή περικοπή του Στερνχίμελ.

Όλα τα από τον επιστολογράφο τιμώμενα γερμανικά ονόματα ανήκουν —για να μιλήσω ανοιχτά— για μένα στους διακοσμητικούς Μεγάλους. Για δυο ποιήματα του Χέλντερλιν θα έδινα ολόκληρο τον Σίλερ και τον Φίχτε μαζί. Κι όσο για τον Καντ, παρά το γιγάντιο έργο του, δεν είχε στο γερμανικό πνεύμα καμιά καθαρή και ευεργετική επίδραση. Τουλάχιστον η ανελέητα κριτική σκέψη του και η καθαρότητα της μεθόδου του δεν έγιναν γενικά ισχύον πρότυπο για τους κατοπινούς απ’ αυτόν φιλοσόφους και καθηγητές της Γερμανίας. Πρότυπο έγινε μοναχά η μεταγενέστερη κλίση του προς την ηθική της αυθαιρεσίας και του Κράτους και η δουλικότητά του απέναντι στους ηγεμόνες της χώρας.

Κοντολογίς, η με τόση ορμητικότητα εκθειαζόμενη από τον επιστολογράφο μας γνωστή γερμανική Πίστη δε μου παρουσιάζεται σε τίποτα διαφορετική από εκείνη την πίστη του κατά μέσον όρο μορφωμένου Γερμανού περασμένης εποχής, αυτήν τη βολική, εξαρτημένη πίστη του αστού σε κάθε ομαδικό ιδανικό, αυτή την πίστη που ενάντιά της πολέμησε και διαμαρτυρήθηκε ο Γκαίτε τόσο συχνά, αυτή την πίστη που επάνω της συντρίφτηκε ο Χέλντερλιν, που ο Ζαν Πολ την ειρωνεύτηκε και που ο Νίτσε την κατήγγειλε τόσο μανιασμένα και τη στηλίτευσε. Αυτό το πνεύμα είναι εκείνο που επικρατεί όταν πρόκειται να εγκαινιαστεί μια «μεγάλη εποχή» με λάβαρα που κυματίζουν και με κλαγγές όπλων ή με πράξεις που προκαλούν παγκόσμια κατακραυγή του είδους εκείνης των 93.

[* Οι 93: διαμαρτυρία επιφανών Γερμανών λογίων το φθινόπωρο του 1914 για τη γερμανική εισβολή στο Βέλγιο]

Είναι το πνεύμα που φοβάται τον ίδιο τον εαυτό του και που κάθε προσπάθεια για απομάκρυνση από τη συνηθισμένη σημαία τη θεωρεί ευθύς αμέσως σατανική, όμως κρύβει αυτή την εσώψυχη δειλία του πίσω απ’ το θόρυβο σπαθιών. Το ότι αυτό το πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί γερμανικό πνεύμα, το ότι αυτό το πνεύμα υποστηρίχτηκε από το καθεστώς από τα 1870 και ύστερα και διασαλπίστηκε σ’ όλον τον κόσμο, αυτό το πνεύμα που εμείς οι άλλοι δεν το αγαπάμε και το θεωρούμε φόβητρο, σκιάχτρο, μας έκανε να γίνουμε διεθνιστές και ειρηνιστές. Γιατί εκείνο το γερμανικό ψευδεπίγραφο πνεύμα —για να το πω καθαρά όπως είναι— είναι εκείνο στο οποίο ο κόσμος επιρρίπτει, δίκαια, τη μομφή για τον πόλεμο. Όποιος παραδέχεται αυτό το πνεύμα έχει μεγάλο μερίδιο στην ενοχή.

Ο ευρωπαϊκός εθνικισμός και ανταγωνισμός στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, χάρτης εποχής / Map illustrating the era of World War I and the tensions between the nations

Για να βρει κανείς το δρόμο της εξόδου από την ύπνωση που του δημιούργησε η εξουσία και από εκείνο τον ιδεαλισμό της διπλής αλήθειας δε χρειάζεται, όπως νομίζει εκείνος ο επιστολογράφος, να αρνηθεί τη γερμανική υπόστασή του. Δε χρειάζεται παρά να διεθνικοποιηθεί κανείς όσο είναι αναγκαίο για να διδαχτεί από αλλοδαπούς όπως ο Ιησούς, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ.

Κατά τ’ άλλα, την αντίληψη που προπαγανδίζω εγώ και που ο επιστολογράφος τη θεωρεί αντιγερμανική και αντιανδρική μπορεί κανείς να τη βρει επιβεβαιωμένη και από πολυάριθμους Γερμανούς άντρες που υπήρξαν οι κήρυκές της και οι μάρτυρές της. Μόνο που πρέπει να κάνει κανείς μερικά βήματα που οι άλλες μελέτες του δεν άφησαν ακόμα χρόνο στον επιστολογράφο να κάνει: πρέπει να γυρίσει κανείς κάπως πίσω στο γερμανικό παρελθόν και όχι να μείνει μόνο μέχρι την κλασική–ιδεαλιστική εποχή κατά την οποία αξιοσέβαστοι και εν μέρει ιδιοφυείς άντρες έβαλαν το θεμέλιο που πάνω του χτίστηκε αυτό που σήμερα έχει εκφυλιστεί κι έχει παλιώσει σαν επίσημη–γερμανική κρατική νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου. Πρέπει να αναζητήσει κανείς στο παρελθόν μια παλιότερη, αλλοτινή Γερμανία των μεσαιωνικών καθεδρικών ναών και της ποίησης. Και στην πιο όψιμη Γερμανία πρέπει κανείς να γνωρίσει και να αναγνωρίσει δίπλα στον Βάγκνερ και τον Μπαχ και οπωσδήποτε τον Μότσαρτ, δίπλα στον Καντ και τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε, δίπλα στον Σίλερ και τον Γκαίτε, τον Χέντερλιν και τον Ζαν Πολ. Τότε μπορεί κανείς να μείνει άντρας και Γερμανός και ταυτόχρονα να διαπνέεται από τις σκέψεις της ανθρώπινης αγάπης και της ανθρώπινης λογικής και να βοηθήσει στην πραγμάτωση αυτών των σκέψεων.

Φυσικά, αυτό δεν είναι δυνατό με τη νοοτροπία εκείνου του επιστολογράφου μου, με το μονόπλευρο, ιδεαλιστικό–ιδεολογικό Γερμανισμό που δε γνωρίζει παρά μόνο τον Καντ, τον Σίλερ, τον Φίχτε, τον Βάγκνερ. Αυτός ο μονόπλευρος πεισματικός Γερμανισμός, που διδάχτηκε από πολλούς άμβωνες και καθέδρες και που δε φαίνεται να κατέρρευσε μαζί με την κατάρρευση που επέφερε ο πόλεμος, πρέπει να δώσει τη θέση του σ’ έναν απεριόριστα πλατύτερο και ελαστικότερο Γερμανισμό, αν δε θέλουμε να μείνει η Γερμανία αιώνια ανάμεσα στους λαούς του κόσμου μοναχική, οργισμένη και γκρινιάρα.»

Από το Hermann Hesse, “Lesebuch: Erzählungen, Betrachtungen und Gedichte”. Περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αναγνωστικό», εκδ. Ζαχαρόπουλου. Μετάφραση: Μετ: Μαρία Χατζηγιάννη.

Ένα απόσπασμα από τον «Λύκο της Στέπας» [1927]

«Συναντηθήκαμε το επόμενο απόγευμα σ’ ένα καφέ. Η Ερμίν είχε φτάσει πριν από μένα, έπινε τσάι και, καθώς πλησίαζα, μου έδειξε χαμογελώντας τ’ όνομά μου που το ‘χε βρει σε μια εφημερίδα. Ήταν μια από τις αντιδραστικές σοβινιστικές φυλλάδες της περιοχής μου όπου, από καιρό σε καιρό, δημοσιεύονταν υβριστικά και βίαια σχόλια εναντίον μου. Στο διάστημα του πολέμου είχα εκφράσει την αντίθεσή μου γι’ αυτόν και μετά, από καιρό σε καιρό, είχα συστήσει ηρεμία, υπομονή, ανθρωπισμό και αυτοκριτική· είχα ακόμα εναντιωθεί στον εθνικιστικό σωβινισμό που από μέρα σε μέρα γινόταν ολοένα και πιο φανερός, πιο παράλογος και πιο ασυγκράτητος. Σ’ αυτή εδώ, λοιπόν, υπήρχε μια άλλη επίθεση αυτού του είδους, κακογραμμένη – ολοφάνερο πως η μισή δουλειά είχε γίνει από τον ίδιο τον εκδότη κι η άλλη μισή ήταν κλεμμένη από φύλλα που είχαν παρόμοιες τάσεις με το δικό του. Είναι πασίγνωστο πως κανείς δε γράφει χειρότερα απ’ αυτούς τους υποστηρικτές των σαραβαλιασμένων ιδεολογιών, κανείς δεν ασκεί το επάγγελμά του με τόσο λίγη αξιοπρέπεια και ευσυνειδησία.

Η Ερμίν είχε διαβάσει το άρθρο που την πληροφορούσε ότι ο Χάρυ Χάλερ ήταν ένα βρωμερό σκουλήκι κι ένας άνθρωπος που είχε προδώσει την πατρίδα του και ήταν αυτονόητο πως κανένα καλό δεν μπορούσε να προκύψει για τη χώρα όσο θα ανέχεται τέτοια πρόσωπα και τέτοιες ιδεολογίες, που έκαναν τη νεολαία να στρέφεται σε συναισθηματικές αντιλήψεις περί ανθρωπισμού αντί για την ένοπλη εκδίκηση κατά του προαιώνιου εχθρού.

«Εσυ είσαι αυτός;» ρώτησε η Ερμίν δείχνοντας τ’ όνομά μου. «Λοιπόν, κατάφερες να κάνεις αρκετούς εχθρούς και κανένα λάθος. Σε ενοχλεί;»

Διάβασα μερικές γραμμές. Δεν υπήρχε ούτε μία αράδα δίχως εκείνες τις στερεότυπες βρισιές, που χρόνια τώρα τυμπάνιζαν στ’ αυτιά μου μέχρι που αηδίασα πέρα για πέρα μαζί τους.

Αμερικανοί στρατιώτες εν έτει 1919 / American soldiers in 1919

«Όχι», είπα, «δε μ’ ενοχλεί. Το ‘χω συνηθίσει πια. Είχα εκφράσει άπειρες φορές τη γνώμη πως κάθε έθνος, ακόμα και κάθε άτομο, αντί να αυτονανουρίζεται με πολιτικολογίες, καλά θα έκανε να αναρωτηθεί πόσο ένοχες είναι οι δικές του αμέλειες, τα λάθη και οι κακοβουλίες του για τον πόλεμο κι όλα τα δεινά του κόσμου και πως εκεί βρίσκεται ο μοναδικός πιθανός τρόπος για ν’ αποφύγει τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δε μου το συγχώρησαν, φυσικά, επειδή όλοι τους είναι αθώοι – ο Κάιζερ, οι στρατηγοί, οι μεγιστάνες του εμπορίου, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες. Κανένας τους δεν είχε το παραμικρό για να κατηγορήσει τον εαυτό του. Και κανένας τους δεν είχε ενοχές. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε πως όλα γίνονταν για το καλύτερο, παρόλο που μερικά εκατομμύρια άνθρωποι ήταν θαμμένοι κάτω από το χώμα.

Και για να ξέρεις, Ερμίν, μ’ όλο που παρόμοια άρθρα δε μ’ ενοχλούν πια, πολύ συχνά μου προκαλούν θλίψη. Δύο τρίτα από τους συμπατριώτες μου διαβάζουν αυτό το είδος των εφημερίδων. Διαβάζουν πράγματα γραμμένα σ’ αυτό τον τόνο κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Και κάθε μέρα αυτά τα πράγματα τους ερεθίζουν, τους παρακινούν και τους χειραγωγούν, τους ληστεύουν τη ψυχική τους ηρεμία και τα καλύτερά τους αισθήματα και ο τελικός στόχος όλων αυτών είναι να ξαναγίνει πόλεμος, ο επόμενος πόλεμος που πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά και που θα είναι πολύ πιο φριχτός από τον προηγούμενο. Όλ’ αυτά είναι απλά και ξεκάθαρα. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τα καταλάβει και να φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα μετά από ενός λεπτού σκέψη. Κανείς, όμως, δε θέλει να το κάνει. Κανείς δε θέλει ν’ αποφύγει τον επόμενο πόλεμο, κανείς δε θέλει ν’ απαλλάξει τον εαυτό του και τα παιδιά του από το επόμενο ολοκαύτωμα, αν αυτό είναι το τίμημα.

Βλέπεις, το να σκεφτεί ένα λεπτό, να εξετάσει τον εαυτό του για λίγο και να τον ρωτήσει ποιο είναι το μερίδιο της ευθύνης του για τη σύγχυση και για την κακοβουλία του κόσμου, κανείς δε θέλει να το κάνει. Κι έτσι, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον επόμενο πόλεμο, που χιλιάδες και χιλιάδες τον σπρώχνουν όλο και πιο μπροστά μέρα με τη μέρα. Από την ημέρα που το κατάλαβα αυτό, μ’ έχει παραλύσει και μ’ έχει φέρει σε απόγνωση. Δε μου ‘χει απομείνει πια ούτε πατρίδα ούτε ιδανικά. Αυτά δεν είναι παρά στολίδια για τους αξιότιμους κυρίους που θα εγκαινιάσουν την επόμενη ανθρωποσφαγή. Δεν έχει κανένα νόημα πια να σκέφτεσαι, να λες ή να γράφεις οτιδήποτε ανθρωπιστικό, να σκοτίζεις το μυαλό σου με σκέψεις καλής προαίρεσης, αφού για τους δυο τρεις ανθρώπους που το κάνουν υπάρχουν χιλιάδες εφημερίδες, περιοδικά, λόγοι, ομιλίες, δημόσιες και ιδιωτικές συγκεντρώσεις που έχουν για καθημερινή τους έγνοια να κάνουν το αντίθετο και το πετυχαίνουν.»

Hermann Hesse, “Der Steppenwolf”, Μετάφραση: Γ. Κωστόπουλου.

Για την επιλογή των κειμένων, την εισαγωγή και τον σχεδιασμό της κεντρικής εικόνας, το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 2019.

Κατεστραμμένη γη, τα ερείπια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου / No Man's Land during WWI

Tags: , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *