Επιστροφή στον Τροπικό του Αιγόκερω

Enter the rabbit's lair...

Επιστροφή στον Τροπικό του Αιγόκερω του Χένρι Μίλερ - ένα αφιέρωμα από το Φονικό Κουνέλι

«Εδώ είναι η Χώρα της Συνουσίας, όπου δε βρίσκονται ούτε δέντρα, ούτε άστρα, ούτε προβλήματα. Υπέρτατος άρχοντας είναι το σπερματοζωάριο. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, το μέλλον είναι απόλυτα αβέβαιο, το παρελθόν ανύπαρκτο. Σε κάθε εκατομμύριο καινούριων υπάρξεων οι εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα εννέα είναι καταδικασμένες να πεθάνουν χωρίς ελπίδα να ξαναγεννηθούν ποτέ. Ο ένας όμως που κατορθώνει να φτάσει στο τέρμα, είναι βέβαιος για την αιώνια ζωή.

Ολόκληρη η ζωή, θέλοντας μη θέλοντας, έχει συμπυκνωθεί σ’ ένα σπόρο, που ‘ναι μια ψυχή. Τα πάντα έχουν ψυχή, μέταλλα, φυτά, λίμνες, βουνά, οι βράχοι ακόμα. Το καθετί μπορεί και αισθάνεται, ακόμα κι αν βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο του συνειδητού.

Μιας και συνειδητοποιήσετε αυτό το γεγονός, δε θα ξέρετε πια τι είναι η απελπισία. Στο τελευταίο σκαλί της κλίμακας, εκεί όπου βρίσκεται το σπερματοζωάριο, βασιλεύει η ίδια κατάσταση ευφροσύνης που βασιλεύει και στο ψηλό της, εκεί που βρίσκεται ο Θεός. Ο Θεός είναι η αθροιστική κορυφή όλων μαζί των σπερματοζωαρίων που ‘χουν φτάσει στην πληρότητα της συνείδησης.»

Ξανά, λοιπόν, στον κόσμο του Χένρι Μίλερ [Henry Miller]. Πίσω στους Τροπικούς. Μα αν θες να τους επισκεφτείς μαζί μου, πρέπει να βάλεις φωτιά σ’ ότι θεωρούσες ως τώρα δεδομένο. Ν’ ανατινάξεις τα γκρίζα εκείνα κτίρια που σου κρύβουνε τον ήλιο και να φτύσεις την καθημερινότητα που σου πνίγει την ψυχή. Μια καταβόθρα είναι η ζωή που οικοδομήσανε για σένα, ένα χρυσό κλουβί μέσα στο οποίο προσπαθείς να τινάξεις τα φτερά σου – μα δεν έμαθες πως οι πτήσεις ξεκινούν απ’ την ψυχή, για ν’ ασπαστούν εν συνεχεία ολόκληρο τον κόσμο, ως το μικρότερό του φυλλαράκι;

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εφησυχασμένες συνειδήσεις. Είναι ένα ταξίδι γνώσης ως τα κατάβαθα του είναι σου, και η γλώσσα του δεν γνωρίζει όρια, μα εκτείνεται στο άπειρο.

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που κλειδαμπαρώνονται σε σύνορα – γιατί θρυμματίζει κάθε τεχνητό όριο που έφτιαξε ποτέ η ανθρώπινη ανοησία.

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που περιμένουν να διαβάσουν μια συνεκτική πλοκή. Γιατί δεν υπάρχει συνοχή στο είναι, μόνο άτακτο, οργασμικό χάος.

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που θίγονται εύκολα. Γιατί ορθώνει περήφανα τον ολόστητο Φαλλό του και εκσπερματώνει με χαρά στο γόνιμο χώμα κάθε ηδονής. Είναι ένα ταξίδι στον πυρήνα της γης, μια διείσδυση στο Υπεραιδοίο της ύπαρξης.

Αυτός είναι ο δεύτερος από τους «Τροπικούς» του Χένρι Μίλλερ. Δημοσιευμένος στα τέλη της δεκαετίας του 30 και απαγορευμένος για πολλά χρόνια στην πατρίδα του, όπως ο πρώτος. Και αυτό είναι το αφιέρωμά μου σε αυτόν – αντίστοιχο με εκείνο που έγραψα για τον «Τροπικό του Καρκίνου» και στο οποίο μπορείτε να ανατρέξετε εδώ:

Επιστροφή στον Τροπικό του Καρκίνου

Μα αν ο Καρκίνος παρέδωσε τη σκυτάλη στον Αιγόκερω, η αναζήτηση μένει πάντα ίδια. Πίσω, λοιπόν, στον Τροπικό του Αιγόκερω…

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που περιμένουν να διαβάσουν μια συνεκτική πλοκή. Γιατί δεν υπάρχει συνοχή στο είναι, μόνο άτακτο, οργασμικό χάος.

Man Ray - Nude Portrait of Lee Miller, 1929

Man Ray – Nude Portrait of Lee Miller, 1929

Το Χρυσό Κλουβί της Καθημερινότητας

«Ως τα δέκα μου χρόνια, ποτέ μου δεν είχα αντιληφθεί πως υπήρχαν και «θερμές» χώρες, μέρη όπου δεν έχεις ανάγκη να ιδροκοπάς, για να βγάλεις το ψωμί σου, ούτε να τρέμεις απ’ το κρύο και να λες πως είναι τονωτικό και σου φτιάχνει τη διάθεση. Παντού όπου βασιλεύει το κρύο, υπάρχουν άνθρωποι που τσακίζονται στη δουλειά, κι όταν γεννάν παιδιά, κηρύσσουν σ’ αυτά το ευαγγέλιο της εργασίας —που κατά βάθος, δεν είναι τίποτ’ άλλο απ’ τη θεωρία της αδράνειας.

Τα μέλη της οικογένειάς μου ήταν άνθρωποι του βορρά, δηλαδή ηλίθιοι. Κάθε λαθεμένη ιδέα που έτυχε να διατυπωθεί ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο, την έκαναν δική τους. Μέσα στις ιδέες τους ήταν και η ιδέα της καθαριότητας, για να μη μιλήσουμε και για την ιδέα της χρησιμότητας. Ήταν όλοι τους καθαροί σε βαθμό που να καταπονούνται, για να πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα. Απομέσα τους όμως ήταν όλο βρόμα και δυσωδία. Ποτέ τους, ούτε για μια φορά δεν είχαν ανοίξει την πόρτα που οδηγεί στην ψυχή. Ποτέ τους, ούτε για μια φορά δεν ονειροπόλησαν να κάνουν στα τυφλά ένα πήδημα μέσα στο σκοτάδι. Μόλις τέλειωνε το βραδινό φαγητό, τα πιάτα πλένονταν γρήγορα και ταχτοποιούνταν στο ντουλάπι, ύστερα διάβαζαν την εφημερίδα, τη δίπλωναν προσεχτικά και την τοποθετούσαν σ’ ένα ράφι και αμέσως μετά την πλύση τα ρούχα σιδερώνονταν, απλώνονταν και κρύβονταν μέσα στα συρτάρια. Όλα γίνονταν για το αύριο, αυτό όμως το αύριο δεν ερχόταν ποτέ. Το παρόν ήταν μοναχά μια γέφυρα, κι αυτοί βρίσκονται ακόμα πάνω σ’ αυτή τη γέφυρα, βογκώντας, όπως βογκά όλος ο κόσμος, χωρίς ποτέ ένας απ’ αυτούς τους ηλίθιους να σκεφτεί ν’ ανατινάξει αυτή τη γέφυρα.

Συχνά, μέσα στην πίκρα μου, ψάχνω να βρω λόγους για τους καταδικάσω, για να μπορέσω έτσι να καταδικάσω καλύτερα τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί και εγώ, από πολλές απόψεις, είμαι σαν αυτούς. Για πολύ καιρό νόμιζα πως είχα ξεφύγει, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, βλέπω πως δεν είμαι καλύτερος, και μάλιστα πως είμαι λιγάκι χειρότερος, γιατί βλέπω τα πράγματα καθαρότερα απ’ όσο τα είδαν αυτοί ποτέ τους, κι όμως εξακολουθώ να μην έχω τη δύναμη ν’ αλλάξω τη ζωή μου».

 

Όλα γίνονταν για το αύριο, αυτό όμως το αύριο δεν ερχόταν ποτέ. Το παρόν ήταν μοναχά μια γέφυρα, κι αυτοί βρίσκονται ακόμα πάνω σ’ αυτή τη γέφυρα, βογκώντας, όπως βογκά όλος ο κόσμος, χωρίς ποτέ ένας απ’ αυτούς τους ηλίθιους να σκεφτεί ν’ ανατινάξει αυτή τη γέφυρα.

King Vidor - The Crowd. Σκηνή από την ταινία

King Vidor – The Crowd. Σκηνή από την ταινία

Το Βασίλειο του Αιώνιου Σκατού

«Περιπλανήθηκα στους δρόμους πολλών χωρών του κόσμου, πουθενά όμως δεν ένιωθα τόσο ξεπεσμένος και ταπεινωμένος, όσο στην Αμερική. Όλοι μαζί αυτοί οι δρόμοι της Αμερικής μου φέρνουν στο νου μου την εικόνα μιας τεράστιας καταβόθρας, μιας καταβόθρας του πνεύματος, που απορροφά και διοχετεύει τα πάντα στο βασίλειο του αιώνιου σκατού. Και πάνω απ’ αυτή την καταβόθρα, το πνεύμα της δουλειάς, πλέκει κι απλώνει ένα μαγικό υφάδι: Παλάτια κι εργοστάσια φυτρώνουν το ένα δίπλα στ’ άλλο, εργοστάσια πολεμοφοδίων και χαλυβουργεία και σανατόρια και φυλακές και φρενοκομεία. Ολόκληρη η ήπειρος είναι ένας εφιάλτης που παράγει όσο γίνεται μεγαλύτερη αθλιότητα για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

Κι εγώ ήμουν ένας, ένα μοναχικό ον μέσα στο μεγαλύτερο γλεντοκόπι του πλούτου και της ευτυχίας, —(μιας ευτυχίας και ενός πλούτου στατιστικά εξακριβωμένων)— χωρίς όμως να συναντήσω ποτέ μου έναν άνθρωπο που να’ ναι πραγματικά πλούσιος και πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά τουλάχιστον, εγώ ήξερα πως ήμουν δυστυχισμένος, φτωχός, παράταιρος και παράτονος. Αυτή ήταν τουλάχιστον η μοναδική μου παρηγοριά, η μοναδική μου χαρά.

Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν αμερικάνικο δρόμο, ούτε έναν κάτοικο αυτών των δρόμων, ικανό να οδηγήσει κάποιον στην ανακάλυψη του εαυτού του».

***

«Τη νύχτα οι δρόμοι της Νέας Υόρκης αντικαθρεφτίζουν τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού: το χιόνι έχει σκεπάσει τη γη και η σιωπή είναι απόλυτη, ξεπετιέται απ’ τα φριχτά κτίρια της Νέας Υόρκης μια μουσική που φανερώνει τόση σκυθρωπή απόγνωση και χρεοκοπία, ώστε ανατριχιάζεις ολόκληρος. Καμιά πέτρα δεν έχει χτιστεί πάνω στην άλλη με αγάπη ή με σεβασμό. Κανένας απ’ αυτούς τους δρόμους δε χαράχτηκε για το χορό ή για τη χαρά. Το καθετί έχει προστεθεί δίπλα στο άλλο, σ’ ένα τρελό ανακάτεμα, με μοναδικό σκοπό το γέμισμα της κοιλιάς. Κι οι δρόμοι μυρίζουν αδειανές κοιλιές, κοιλιές γεμάτες και κοιλιές μισογεμάτες. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν απ’ τη μυρωδιά μιας πείνας που δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Μυρίζουν την αχόρταγη κοιλιά. Έχουν τη μυρωδιά των δημιουργημάτων της αδειανής κοιλιάς, που ‘ναι τιποτένια και κενά.»

 

Κι εγώ ήμουν ένας, ένα μοναχικό ον μέσα στο μεγαλύτερο γλεντοκόπι του πλούτου και της ευτυχίας, χωρίς όμως να συναντήσω ποτέ μου έναν άνθρωπο που να’ ναι πραγματικά πλούσιος και πραγματικά ευτυχισμένος.

 

***

«Και πάλι η νύχτα, η ανυπολόγιστα μηχανοποιημένη, γυμνή, εχθρική, παγερή χωρίς καταφύγιο και εγκαρδιότητα νύχτα της Νέας Υόρκης. Τεράστια παγωμένη μοναξιά του αμέτρητου πλήθους, κρύα, σπαταλημένη σε ηλεκτρικές φωταψίες, φωτιά καταθλιπτική χωρίς νόημα, τελειότητα των γυναικών, που οδηγημένες απ’ αυτήν, έχουν ξεπεράσει το σεξ, φτάνοντας στην ίδια του την άρνηση, σ’ αυτή την άρνηση που ‘ναι όμοια με τον ηλεκτρισμό, όμοια με την ουδετερότητα του αρσενικού, όμοια με τους άσκοπα περιστρεφόμενους πλανήτες, τα προγράμματα ειρήνης και τις ερωτικές ραδιοφωνικές εκπομπές.

Το να ‘χεις λεφτά στην τσέπη σου, ενώ βρίσκεσαι στο κέντρο της λευκής ουδέτερης ενέργειας, το να περπατάς στείρος, χωρίς σκοπό, στους λαμπρά φωταγωγημένους δρόμους, το να σκέφτεσαι φωναχτά, ολότελα μόνος σου, στα πρόθυρα της τρέλας, το να ‘σαι ένα κομμάτι μιας πόλης, μιας απέραντης πόλης, το ν’ ανήκεις ολοκληρωτικά στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, κι όμως να νιώθεις ολότελα χωρισμένος απ’ αυτήν, είναι σαν να ‘χεις μεταμορφωθεί εσύ ο ίδιος σε μια πόλη, σ’ έναν κόσμο νεκρών λιθαριών, σπαταλημένων φώτων, ακατανόητης κίνησης, ανυπολόγιστων και άπιαστων πραγμάτων και μυστικής τελειότητας κάποιας απόλυτης άρνησης.

Το να περπατάς μέσα στο νυχτερινό πλήθος έχοντας λεφτά στην τσέπη σου, προστατευμένος απ’ αυτά, νανουρισμένος απ’ αυτά, βαριεστημένος απ’ αυτά, μ’ έναν ολόκληρο κόσμο γύρω σου που δεν αντιπροσωπεύει τίποτ’ άλλο από λεφτά, που δε ζει παρά για τα λεφτά, που γι’ αυτόν δεν ‘χει τίποτα έξω απ’ τα λεφτά, τα λεφτά, τα λεφτά, αυτά τα ολοένα πολλά λεφτά, ή λίγα λεφτά και πάντα, ανεξάρτητα αν έχεις ή δεν έχεις, να λογαριάζεις μόνο τα λεφτά και τον τρόπο που θα φέρουν κι άλλα λεφτά. Τι είναι όμως εκείνο που κάνει το χρήμα να φτιάχνει χρήμα;

Στο νυχτερινό κέντρο πάλι ο ίδιος ρυθμός των χρημάτων, το ερωτικό ρίγος που σκορπίζεται απ’ το ραδιόφωνο, η απρόσωπη, πεζή επαφή του πλήθους, η απελπισία που σ’ αγγίζει ως το κόκαλο, η πλήξη, η απογοήτευση ενώ βρίσκεσαι καταμεσής της πιο τέλειας μηχανοποιημένης τελειότητας, ο χορός χωρίς ευχαρίστηση, η απόλυτη μοναξιά, σχεδόν απάνθρωπος μόνο και μόνο γιατί ‘σαι άνθρωπος. Αν υπήρχε ζωή στο φεγγάρι δεν θα μπορούσε να μοιάζει παρά μ’ αυτήν εδώ γύρω, την σχεδόν τέλεια, τη στερημένη εντελώς από χαρά. Αν η προσπάθεια να ξεφύγεις απ’ τον ήλιο σημαίνει να φτάσεις στην παγωμένη ηλιθιότητα, τότε έχουμε πετύχει τον σκοπό μας και η ζωή δεν είναι πια παρά η κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου. Κι αυτό είναι ο χορός της παγωμένης ζωής, που σαλεύει μες στο κοίλωμα του ατόμου, κι όσο περισσότερο χορεύεις, τόσο περισσότερο παγώνεις.

Έτσι παραδομένοι σ’ έναν παγωμένο ξέφρενο ρυθμό χορεύουμε σε μακρά και βραχέα κύματα, μες στην κούπα του τίποτα, αποτιμώντας κάθε γουλιά ηδονής σε δολάρια και σεντς. Περιπλανιόμαστε απ ’το ’να τέλειο θηλυκό στο άλλο, ψάχνοντας ν’ ανακαλύψουμε το πρώτο του σημείο, αυτά όμως τα θηλυκά είναι όλα πρώτα κι αδιαπέραστα, οχυρωμένα πίσω απ’ την αναμάρτητη ψυχρή τους σκληρότητα. Αυτό είναι η παγερή λευκή παρθενία της λογικής του έρωτα, το όριο της άμπωτης, το σύνορο της απόλυτης κενότητας.

Έτσι παραδομένοι σ’ έναν παγωμένο ξέφρενο ρυθμό χορεύουμε σε μακρά και βραχέα κύματα, μες στην κούπα του τίποτα, αποτιμώντας κάθε γουλιά ηδονής σε δολάρια και σεντς.

Και σε τούτο το σύνορο της παρθενικής λογικής της τελειότητας χορεύω το χορό της δοσμένης στη λευκή απελπισία ψυχής μου, εγώ, ο στερνός λευκός άνθρωπος, που αφανίζω τη στερνή μου συγκίνηση, εγώ ο γορίλας της απελπισίας που χτυπώ το στήθος μου με τις άσπιλες γαντοφορεμένες μου γροθιές. Ναι, είμαι ο γορίλας που νιώθει να μεγαλώνουν φτερά στη ράχη του, ένας γορίλας χαμένος στη μέση ενός μεταξωτού κενού. Μαζί τους μεγαλώνει κι η νύχτα σαν ηλεκτρικό φυτό, σπέρνοντας κάτασπρα ζεστά μπουμπούκια μέσα στο μαύρο βελούδινο διάστημα. Κι είμαι εγώ αυτό το παγωμένο διάστημα, που μέσα του σκάζουν πυρετικά τα λευκά ζεστά μπουμπούκια, κι είμαι εγώ ο αστερίας που κολυμπά στην παγωμένη δροσιά του φεγγαριού. Αποτελώ το σπέρμα ενός νέου παραλογισμού, ένα εκτόπισμα που μεταχειρίζεται μια κατανοητή γλώσσα, ένας στεναγμός μπηγμένος σαν θραύσμα στην εγρήγορση της ψυχής. Χορεύω τον υγιή και χαριτωμένο χορό του αγγελικού γορίλα. Ολόγυρά μου βρίσκονται τ’ αδέρφια μου, παράλογοι, δαιμονικοί γορίλες. Χορεύουμε μες στην άδεια κούπα του τίποτα, όλοι μαζί, κι όμως ξέχωροι ο ένας απ’ τον άλλον, όπως τ’ αστέρια.

Τώρα πια όλα είναι ξεκάθαρα για μένα. Η σωτηρία δε βρίσκεται στη λογική. Η ίδια η πόλη είναι η υψηλότερη μορφή της τρέλας και κάθε κομμάτι της, ζωντανό ή άψυχο, η έκφραση αυτής της τρέλας.»

King Vidor - The Crowd. Σκηνή από την ταινία

King Vidor – The Crowd. Σκηνή από την ταινία

Πρώτο Ιντερλούδιο. Ο Henry Miller και η Αμερική

Όπως θα παρατήρησες, φίλε αναγνώστη, επέλεξα ένα διαφορετικό τρόπο να παρουσιάσω το σημερινό αφιέρωμα, συγκριτικά με άλλα. Συμπεριλαμβάνοντας ολοκληρωμένα αποσπάσματα από το βιβλίο δίχως καμία παρέμβαση δική μου στο ενδιάμεσο – πέραν ενός εισαγωγικού τίτλου – θεώρησα πως μπορείς να εισχωρήσεις βαθύτερα στον κόσμο του βιβλίου και να σου κινήσω το ενδιαφέρον να το διαβάσεις, αν δεν το έχεις ήδη κάνει.

Μα είναι καιρός να πω δυο λόγια δικά μου. Αν και γράφτηκε δεύτερος, μετά τον «Τροπικό του Καρκίνου», ο «Τροπικός του Αιγόκερω» (“Tropic of Capricorn”, 1938) παρουσιάζει γεγονότα που προηγούνται του πρώτου Τροπικού. Πριν ο Χένρι Μίλλερ μεταβεί στο Παρίσι και ζήσει εκείνη την τόσο χαρακτηριστική μποέμικη ζωή της άβαν-γκαρντ που περιγράφει στον «Τροπικό του Καρκίνου», ανήκε στα εκατομμύρια των συνηθισμένων Αμερικάνων που ζούσαν και εργάζονταν σε μία από τις χιλιάδες εταιρίες του κόσμου, ως υπάλληλοι. Ήταν μάλιστα παντρεμένος – με μια γυναίκα που συνέβαλε να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σ’ εκείνη την ανηλεή καθημερινότητα από την οποία ποθούσε ν’ αποδράσει.

Είχε δουλειά, ναι. Λεφτά στην τσέπη; Ναι. Σπίτι, γυναίκα; Ναι. Μα όποτε περιέφερε το βλέμμα γύρω του, έβλεπε πουλιά που τινάζουν τα φτερά τους καταμεσής χρυσών κλουβιών. Και αυτό τον έπνιγε. Περιφερόμενος στους δρόμους της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 20, μιας εποχής οικονομικής ευημερίας (επίπλαστης, έστω, λίγο πριν το μεγάλο Κραχ) για την πατρίδα του, ο Χένρι Μίλερ δεν ονειρευόταν τα όνειρα του πλήθους – δεν τον ενδιέφερε ένα καλύτερο αμάξι, ή μια προαγωγή, ή μια απόδραση ολίγων ημερών σε κάποιο παρθενικό (μα βιασμένο απ’ τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις) νησί.

Και η Νέα Υόρκη; Η πόλη των πόλεων, η οικονομική κοιτίδα του σύγχρονου πολιτισμού, το αμερικανικό όνειρο μετουσιωμένο σε ύλη, σε δρόμους και σε κτίρια; Δεν είναι παρά η υψηλότερη μορφή της τρέλας – μιας συλλογικής τρέλας εκατομμυρίων.

O Μίλλερ κοίταζε γύρω του και έβλεπε πλήθη που αγωνίζονται να πνίξουν τη μοναξιά τους οικοδομώντας κάστρα κοινωνικής ανόδου πάνω στην άμμο της αιωνιότητας – μια άμμος που τόσο εύκολα παρασέρνεται απ’ το παραμικρό κύμα. Και έπειτα, τι έχει μείνει; Η ίδια άμμος, νωπή από το κύμα, με τα χνάρια της σβησμένα. Τα όνειρα της δύναμης και οι φιλοδοξίες της ένας σωρός από λάσπη.

Πατρίδα του Χένρι Μίλλερ είναι ο κόσμος. Και συμπολίτες του οι άνθρωποι, πέρα από φυλή, εθνότητα και τάξη.

Το πρότυπο του αστικού, καταναλωτικού πολιτισμού έμοιαζε ψυχρό και ψεύτικο στα μάτια του συγγραφέα. Και τα όνειρα αυτού του πολιτισμού φενάκες. Να γιατί ο Μίλερ αποφάσισε να εγκαταλείψει γυναίκα, σπίτι και πατρίδα και να μετοικήσει στο Παρίσι – στο καλλιτεχνικό κέντρο των καιρών, εκεί που θεωρούσε πως μπορεί να ζήσει πραγματικά ελεύθερος. Και ακόμα περισσότερο: ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του. Γιατί τα έργα του Χένρυ Μίλερ συνιστούν, πρωτίστως, ταξίδια αυτογνωσίας.

Μα στον «Τροπικό του Αιγόκερω» η ώρα της μεγάλης περιπλάνησης δεν έχει φτάσει ακόμα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την αναζήτησή του δίχως ακόμα να γνωρίζει τι είναι εκείνο που αναζητά. Κι εμείς μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πασχίζουμε να το ανακαλύψουμε μαζί του. Είμαστε ακόμα στην αρχή – ακόμα στην Αμερική της δεκαετίας του 20. Παρακολουθούμε την εξέλιξη του χαρακτήρα, μέσα από αυτοβιογραφικά περάσματα και άλματα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση – και, παράλληλα, από το έξω προς το μέσα.

Πατρίδα είναι αυτή που νιώθεις περισσότερο φιλόξενος. Για τον συγγραφέα πατρίδα του δεν ήταν η Αμερική. Μα δεν ήταν ούτε το Παρίσι που έμελλε να πάει. Πατρίδα του Χένρι Μίλλερ είναι ο κόσμος. Και συμπολίτες του οι άνθρωποι, πέρα από φυλή, εθνότητα και τάξη.

«Η πόλη μεγαλώνει σαν τον καρκίνο. Πρέπει να μεγαλώσω σαν τον ήλιο. Κατατρώγει ολοένα και πιο βαθιά, μέχρι να καταστρέψει τα πάντα. Είναι μια αχόρταγη άσπρη ψείρα, που θα πεθάνει τελικά από ασιτία. Θα κάνω την άσπρη ψείρα, που με καταβροχθίζει, να πεθάνει από πείνα. Θα πεθάνω σαν μια πόλη, για να ξαναγεννηθώ σαν άνθρωπος.»



Η Γη, καθάρματα, δεν σας Ανήκει

«Σαν σκέφτομαι ορισμένους απ’ αυτούς τους Ινδούς, τους Άραβες που γνώρισα, σαν σκέφτομαι το χαρακτήρα που φανέρωναν, τη χάρη τους, την τρυφερότητά τους, την εξυπνάδα τους, την αγιοσύνη τους, φτύνω στο πρόσωπο τη λευκή φυλή των καταχτητών του κόσμου, τους εκφυλισμένους Βρετανούς, τους γουρουνοκέφαλους Γερμανούς, τους αυτάρεσκους και ευχαριστημένους με την άνεσή τους Γάλλους.

Η γη είναι ένα μεγάλο ενιαίο και αισθαντικό ον, ένας πλανήτης κορεσμένος απ’ τη μιαν άκρη του ως την άλλη απ’ το ανθρώπινο γένος, ένας ζωντανός πλανήτης, που εκφράζεται τσεβδίζοντας και τραυλίζοντας. Δεν είναι η κατοικία της λευκής φυλής ή της μαύρης φυλής, ή της κίτρινης, ή της εξαφανισμένης φυλής των γαλάζιων ανθρώπων, αλλά η κατοικία του ανθρώπου, κι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μπροστά στο Θεό και θα βρουν οπωσδήποτε τη θέση τους, αν όχι τώρα, σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια. Οι μικροσκοπικοί μελαχρινοί αδελφοί μας απ’ τις Φιλιππίνες μπορεί κάποια μέρα να ξανάνθιζαν και οι δολοφονημένοι Ινδιάνοι της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, μπορεί κι αυτοί να ξαναζωντάνευαν μια μέρα και να κάλπαζαν στις πεδιάδες, όπου ανυψώνονται σήμερα οι πολιτείες μας, που ξερνάνε τη φωτιά μαζί με την πανούκλα.

Ποιος θα ‘χει τον τελευταίο λόγο; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Η γη είναι δική του, γιατί αυτός ΕΙΝΑΙ η γη, η φωτιά της, το νερό της, ο αέρας της, η ορυκτή και φυτική της ύλη, το πνεύμα της που είναι κοσμικό, που είναι το πνεύμα όλων αυτών των πλανητών, που μεταμορφώνεται δια μέσου αυτού, με ατέλειωτα σημεία και σύμβολα, με ατέλειωτες εκδηλώσεις».

Έγνοια σας τηλεγραφικοκοσμοκοκκικά σκατά, εσείς δαίμονες αφ’ υψηλού, που περιμένετε την κατάλληλη στιγμή, για να διορθώσετε τις υδραυλικές εγκαταστάσεις, έγνοια σας, σεις βρομεροί λευκοί κατακτητές, που ‘χετε μολύνει τη γη με τις διχαλωτές οπλές σας, με τα εργαλεία σας, τα όπλα σας, τα μικρόβια που σπέρνουν αρρώστιες. Έγνοια σας και θα δείτε όλοι εσείς, που κυλιόσαστε στο τριφύλλι και μετράτε τις μάρκες σας, ακόμα δεν τελειώσαμε, θα γελάσει καλά όποιος γελάσει τελευταίος. Πρέπει ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη, ως το τελευταίο μόριο που αισθάνεται, και θ’ ΑΠΟΔΟΘΕΙ! Κανένας δε θα μπορέσει να φύγει με γεμάτα τα χέρια, και λιγότερο απ’ όλους, σεις, τα κοσμοκοκκικά σκατά της Βόρειας Αμερικής.»

Ποιος θα ‘χει τον τελευταίο λόγο; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

Χαμένος στη θάλασσα της ωριμότητας

«Μες στο σταρένιο ψωμί υπάρχει κάτι που μάταια προσπαθώ να το διερευνήσω, κάτι αόριστα γλυκό, κάτι που σε τρομάζει και σε λευτερώνει, κάτι συνδεμένο με τις πρώτες ανακαλύψεις. Θυμάμαι μια φέτα ψωμιού συνδεμένη με κάποιαν άλλη πιο παλιά περίοδο της ζωής μου, όταν εγώ κι ο φίλος μου Στάνλεϋ συνηθίζαμε να λεηλατούμε το ψυγείο. Αυτό ήταν κλεμμένο ψωμί και γι’ αυτό ακόμα πιο ωραίο απ’ το ψωμί που μας έδιναν μ’ αγάπη. Όταν όμως το τρώγαμε αυτό το ψωμί, ενώ περπατούσαμε και φλυαρούσαμε, κάτι σαν αποκάλυψη γινόταν μέσα μας. Νιώθαμε σαν να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση Θείας Χάρης, μια κατάσταση τέλειας άγνοιας, μια κατάσταση αυταπάρνησης. Όσα έχω κερδίσει απ’ αυτές τις στιγμές μένουν άθικτα βαθιά μου και δεν υπάρχει κίνδυνος να τα χάσω ποτέ. Ίσως ακριβώς το γεγονός πως δεν ήταν η γνώση με τη μορφή που την ξέρουμε, να μ’ έκανε να τα δέχομαι σαν μιαν αλήθεια, αν κι η λέξη αλήθεια είναι πολύ ακριβολόγα για να τα εκφράσει. Εκείνο που ναι αληθινά σπουδαίο είναι ότι όλες αυτές οι ψωμοκουβέντες γίνονταν μακριά απ’ το σπίτι, μακριά απ’ τα μάτια των γονιών μας, που πάντα τους φοβόμασταν, αλλά που ποτέ δεν τους σεβόμασταν. Μένοντας μόνοι η φαντασία μας δε γνώριζε όρια. […]

Με το σταρένιο ψωμί ο κόσμος ήταν αυτό που ‘ναι στ’ αλήθεια. Ένας κόσμος πρωτόγονος, κυβερνημένος απ’ τη μαγεία […] Τίποτα δε γινόταν δεχτό σαν δοσμένο. Η κάθε μέρα αποτελούσε μια νέα επιβεβαίωση νίκης ή ήττας. Έτσι ίσαμε την ηλικία των εννιά δέκα χρονών γευόμασταν ολοκληρωτική τη ζωή. Δεν ανήκαμε παρά μονάχα στον εαυτό μας, όσοι τουλάχιστον από μας ήταν αρκετά τυχεροί, ώστε να μην τους έχουν χαλάσει οι γονιοί τους, όσοι από μας ήταν αρκετά λεύτεροι να περιπλανιούνται, λεύτεροι το βράδυ και ν’ ανακαλύπτουν μόνοι τους τα πράγματα.

Αυτό που κυρίως με γιομίζει νοσταλγία και θλίψη είναι ότι αυτή η εντελώς καθορισμένη ζωή των παιδικών χρόνων μοιάζει μ’ έναν περιορισμένο κόσμο κι ότι η ζωή που την ακολουθεί, η ενήλικη ζωή, μ’ ένα χώρο που συνεχώς μικραίνει. Απ’ τη στιγμή που μπαίνει κανένας στο σχολείο, χάνεται. Είναι σα να του βάζουν ένα βρόγχο στο λαιμό. Το ψωμί, όπως και η ζωή, χάνει τη γεύση του. Το να κερδίζεις το ψωμί καταντά σημαντικότερο απ’ το να το τρως. Καθετί είναι υπολογισμένο κι έχει την τιμή του. […]

Ο ξάδερφος ο Τζων έγινε ένα θαυμάσιο τίποτα. Ο Στάνλεϋ μια τέλεια αποτυχία. Κάθε φορά που σκέφτομαι πως τους κατάντησε η ζωή, μου ‘ρχεται να μπήξω τα κλάματα. […]

Όλοι μας γίναμε λίγο πολύ όμοιοι μεταξύ μας κι εντελώς διαφορετικοί απ’ τους εαυτούς μας. Κι ίσως αυτή η απώλεια του ιδιαίτερου εαυτού μας, της πιθανόν όχι σπουδαίας εξατομίκευσής μας, να ‘ναι αυτό που με λυπεί πιότερο από καθετί και μεγαλώνει στα μάτια μου την αίγλη του σταρένιου ψωμιού, αυτού του θαυμάσιου ψωμιού, που βοηθούσε στη δημιουργία του ιδιαίτερου εαυτού μας, μοιάζοντας με το ψωμί της Θειας Κοινωνίας, που’ ναι όμοιο για όλους, αλλά που απ’ αυτό καθένας παίρνει τη δική του

Θεία Χάρη.

Τώρα εξακολουθούμε να τρώμε το ίδιο αυτό ψωμί, χωρίς όμως να παίρνουμε απ’ αυτό καμιά μετάληψη, καμιά Χάρη. Τρώμε απλώς για να γιομίσουμε τις κοιλιές μας κι οι καρδιές μας παραμένουν άδειες και κρύες. Είμαστε ξεχωριστοί ο ένας απ’ τον άλλον, αλλά δεν είμαστε άτομα.»

Όλοι μας γίναμε λίγο πολύ όμοιοι μεταξύ μας κι εντελώς διαφορετικοί απ’ τους εαυτούς μας.

 

Σε αναζήτηση του δικού σου Κόσμου

«Το θαύμα και το μυστήριο της ζωής, αυτό που καταπίνουμε καθώς γινόμαστε υπεύθυνα άτομα! Μέχρι που να βγούμε για δουλειά ο κόσμος ήταν πολύ μικρός και μεις ζούσαμε στην άκρη του, στα σύνορα κατά τα φαινόμενα του αγνώστου. Ένας μικρός κόσμος, σαν τον ελληνικό, αρκετά βαθύς, ωστόσο, για να μας προσφέρει κάθε είδος παραλλαγές, κάθε είδος περιπέτειες και θεωρίες, κι ούτε πάλι τόσο ελάχιστος αφού κρατούσε σ’ εφεδρεία ένα τεράστιο δυναμικό.

Η μεγέθυνση του κόσμου δε μ’ έκανε να κερδίσω τίποτα. Απεναντίας έχασα. Θα ‘θελα να γινόμουν ολοένα και πιο παιδί, να περνούσα πέρ’ απ’ την παιδική ηλικία, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα ‘θελα το μέστωμά μου να συνεχιστεί σε κατεύθυνση αντίθετη με την κανονική. Θα ‘θελα να βυθιστώ στο υπερπαιδικό βασίλειο του όντος, που θα ‘ναι τόσο παλαβό και χαώδες, όσο ο κόσμος που με περιβάλλει αλλά κατά διαφορετικό τρόπο. Μπορεί να ενηλικιώθηκα, να ‘γινα πατέρας και υπεύθυνο μέλος μιας κοινωνίας, να ‘βγαλα το καθημερινό μου ψωμί και να προσαρμόστηκα σ’ έναν κόσμο που δε μου ταίριαζε, αλλά πάντα επιθυμώ να ξεφύγω απ’ αυτόν το μεγεθυμένο κόσμο και να σταθώ στα σύνορα του άγνωστου κόσμου, που θα σπρώξει αυτόν το χλομό και μονότονο κόσμο, που μέσα του ζω τώρα, στη σκιά.»

Δεν ξέρω με τι θα μοιάζει κι ούτε είμαι σίγουρος πως θα τον βρω. Είναι όμως ο δικός μου κόσμος, ο μόνος που μπορεί να μ’ ερεθίσει.

 

«Θέλω να περάσω απ’ την ευθύνη του γονιού στην ανευθυνότητα του αναρχικού ανθρώπου, που δεν μπορεί μήτε να καταπιαστεί, μήτε να κολακευτεί, μήτε να εξαγοραστεί με χάδια, μήτε να δωροδοκηθεί, μήτε καν να ξευτελιστεί, κι αν μπορούσα θα διάλεγα για οδηγό μου τον Ομπερόν, τον καβαλάρη της νύχτας, που στη σκιά των φτερών του σβήνει ταυτόχρονα την ομορφιά και τον τρόμο του παρελθόντος. Επιθυμία μου είναι να ξεφύγω προς την αιώνια ανατολή, με τη σβελτάδα και την ευλυγισία που δεν αφήνει καιρό για τύψεις και μετάνοια, και να ξεπεράσω τον εφευρέτη άνθρωπο, αυτόν που ‘ναι μια κατάρα για η γη, και να σταθώ μια φορά μπροστά στο απύθμενο βάραθρο, που μήτε οι πιο δυνατές φτερούγες δεν είναι ικανές να το διασκελίσουν. Ακόμα κι αν πρόκειται να καταντήσω ένα φυσικό πάρκο, γιομάτο απ’ τους τεμπέληδες ονειροπόλους, δεν πρέπει να σταματήσω και ν’ αναπαυτώ σ’ αυτή την έκτακτη ηλιθιότητα της υπεύθυνης και ώριμης ζωής. Χρειάζεται να το κάνω σ’ ανάμνηση μιας ασύγκριτης ζωής σε σχέση μ’ εκείνη που μου ‘χαν υποσχεθεί, σ’ ανάμνηση της ζωής ενός παιδιού που το στραγγάλισαν, που το ‘πνιξαν με την αμοιβαία συγκατάθεση οι άνανδροι που ‘χαν συνθηκολογήσει.

Αρνούμαι καθετί που δημιούργησαν οι γονιοί μας. Γυρνώ πίσω σ’ έναν κόσμο πιο μικρό ακόμα κι απ’ τον Αρχαίο ελληνικό, σ’ έναν κόσμο που μπορώ πάντα να τον αγγίξω αρκεί ν’ απλώσω τα χέρια μου σ’ έναν κόσμο πραγμάτων που ξέρω κάθε στιγμή να τ’ αναγνωρίζω. Κάθε άλλος κόσμος μου ‘ναι αδιάφορος, ξένος κι εχθρικός. […] Δεν ξέρω με τι θα μοιάζει κι ούτε είμαι σίγουρος πως θα τον βρω. Είναι όμως ο δικός μου κόσμος, ο μόνος που μπορεί να μ’ ερεθίσει.»

Δεύτερο Ιντερλούδιο. Αιδοία και Φαλλοί

 Ή αλλιώς, η αρχή και το τέλος των πάντων. Το αιδοίο είναι η κατασκότεινη σπηλιά, ο φαλλός ο πυρσός με τη φωτιά. Και η συνουσία το φως που σκορπά από το τούνελ και με το οποίο γυρεύεις να γίνεις ένα, να σκορπίσεις μέσα του, να χαθείς στο κρεσέντο της ηδονής του.

Κάπου εκεί ίσως ανακαλύψεις τον εαυτό σου – στο σύντομο εκείνο διάστημα που ο χρόνος παύει να κυλά και η στιγμή γίνεται αιώνια. Εδώ δεν κάνει κουμάντο η Ηθική και οι ευνουχισμένες της θεότητες – μα ο ταυρόμορφος Άπις, ο θεός της Συνουσίας. Εδώ ο ψηλότερος ουρανοξύστης μοιάζει με φτηνό υποκατάστατο φαλλού σε στύση, και ο χρόνος του αστικού υπολογισμού ένα ξεκούρδιστο ρολόι, που μάταια πασχίζει να συγχρονίσει το ρυθμό του με τους χτύπους της καρδιάς.

Το σεξ διαδραματίζει προεξέχοντα ρόλο στα βιβλία του Χένρι Μίλλερ. Μα οι λογοκριτές (πάντα ευνούχοι στο μυαλό και τη φαντασία) το μόνο που μπόρεσαν να δουν στα κείμενά του είναι αισχρολογίες και πορνολογήματα. Λέξεις όπως ΠΕΟΣ και ΜΟΥΝΙ φάνταζαν χυδαίες για το χυδαίο τους μυαλό. Δεν τους ψιθύρισε κανένας, φαίνεται, πως το νόημα των πραγμάτων βρίσκεται στην ΚΑΥΛΑ τους.

Και ο πολιτισμός μας, βαθιά υποκριτής, πίνει νερό στο όνομα του σεξ, το πουλά και το πλασάρει σε κάθε του κουβέντα – ξεφτυλίζοντας παράλληλα κάθε νόημα και κάθε του ουσία, ευνουχίζοντας τη δύναμή του, καλύπτοντας με κακόγουστα φύλλα συκής το θεόμορφό του μέλος.

Man Ray - Prayer / Προσευχή, 1930

Man Ray – Prayer, 1930

Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι «Τροπικοί» ξεσήκωσαν τόσες αντιδράσεις στις ΗΠΑ τον καιρό που δημοσιεύτηκαν ήταν οι γραφικές σεξουαλικές τους περιγραφές και η ανενδοίαστη γλώσσα του συγγραφέα. Δίχως φύλλα συκής και χωρίς περιστροφές. Ο «Τροπικός του Αιγόκερω» δίνει λιγότερη έμφαση στο σεξουαλικό στοιχείο, συγκριτικά με εκείνον του Καρκίνου – ίσως γιατί τον καιρό που περιγράφει ο Μίλλερ στο βιβλίο οι ευκαιρίες για σεξουαλικές περιπέτειες ήταν λιγότερες. Όπως και να το κάνουμε, άλλο ζωή ως υπάλληλος στη Νέα Υόρκη και άλλο ζωή ως περιθωριακός μποέμ στο Παρίσι. Μα και στον δεύτερο από τους «Τροπικούς» το σεξ είναι εκεί. Λιγότερο ή περισσότερο αυτοβιογραφικό (και αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως ο συγγραφέας θεωρεί το βιβλίο ημι-αυτοβιογραφικό και όχι εξ’ ολοκλήρου), το σεξ στον τετραγωνισμένο εκείνο κόσμο της ζωής στην Αμερική μοιάζει με κλειδί που δείχνει την έξοδο: το δρόμο προς τα έξω, μα και το δρόμο προς τα μέσα.

Και ο πολιτισμός μας, βαθιά υποκριτής, πίνει νερό στο όνομα του σεξ, το πουλά και το πλασάρει σε κάθε του κουβέντα – ξεφτυλίζοντας παράλληλα κάθε νόημα και κάθε του ουσία, ευνουχίζοντας τη δύναμή του, καλύπτοντας με κακόγουστα φύλλα συκής το θεόμορφό του μέλος.

 

Λίγοι κατανόησαν τον καιρό εκείνο πως ο Μίλερ έγραφε έτσι γιατί επιθυμούσε να αποδράσει οριστικά και αμετάκλητα απ’ τον πολιτισμό των περιορισμών και των ταμπού, στον οποίο ένιωθε εγκλωβισμένος στην πατρίδα του. Και το Παρίσι, ελευθεριακό και ηδονόφιλο, του παρείχε αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από κάθε άλλη πόλη. Λίγοι επίσης κατανόησαν την επιρροή που άσκησε στον συγγραφέα η τέχνη των καιρών, με κύρια τα κινήματα του Νταντά και του Υπερρεαλισμού – και είναι γνωστό πόσο καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το σεξ ειδικά στον δεύτερο.

Η επιρροή των άνω καλλιτεχνικών κινημάτων φαίνεται εξάλλου στη γλώσσα του συγγραφέα. Τα βιβλία του μοιάζουν με βουτιές απ’ το ξύπνιο στο όνειρο, και πίσω πάλι. Ο κόσμος της καθημερινότητας διαδέχεται – συχνά απρόσμενα – τον κόσμο της φαντασίας, της ποίησης και του ονείρου. Χρειάζεται, άραγε, να υπενθυμίσω στον αναγνώστη τη σημασία που είχαν για τους Σουρεαλιστές τα όνειρα – και η σύνδεση των ονείρων με το Σεξ, όπως πρώτος την παρουσίασε ο Φρόυντ;

Η γλώσσα του Μίλερ αλλού είναι άμεση και εύπεπτη – και αλλού ποιητική και δυσνόητη. Από τη μία περιγράφει εμπειρίες και συμβάντα της καθημερινότητας, καθώς και τις σκέψεις που του επιφέρουν. Και από την άλλη μεταπηδά σε έναν άλλο κόσμο, υπεραισθητό και ονειρικό, και η γλώσσα του μεμιάς αλλάζει. Όλα είναι μέρος ενός ταξιδιού, μιας πορείας προς το βαθύτερο είναι – και σε αυτή την πορεία το σεξ διαδραματίζει ρόλο οδηγού. Είναι η γλώσσα της ποίησης, της αίσθησης, της δημιουργίας, του χάους – και της ηδονής. Μια γλώσσα πέρα από σύνορα, ικανή να μιλήσει το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους – η μόνη τέτοια γλώσσα που υπάρχει. Είναι η γέφυρα μεταξύ κόσμων, που απολήγει στο ηδονικό βογκητό του οργασμού. Ή, όπως λέει ο συγγραφέας:

«Γνωρίζω από πικρή πείρα, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι μόνες που ενώνουν όλους τους ανθρώπους.»

Egon Schiele - Two_Female Nudes One Reclining One Kneeling - 1912

Egon Schiele – Two_Female Nudes One Reclining One Kneeling – 1912

Ο Μικρός Νέμο ονειρεύεται σε στύση

«Υπάρχουν αιδοία που γελάνε και αιδοία που φλυαρούν, αιδοία τρελά, υστερικά με το σχήμα της φυσαρμόνικας και αιδοία εύκαρπα και σεισμογραφικά που μετρούν την ύψωση και την πτώση του χυμού. Αιδοία κανιβαλικά που ανοίγουν σαν τα σαγόνια της φάλαινας και σας καταπίνουν ζωντανούς. Αιδοία μαζοχιστικά επίσης, που σφαλούν σαν στρείδια, προικισμένα όστρακα και που κλείνουν, ίσως, μέσα τους ένα δυο μαργαριτάρια. Υπάρχουν ακόμα αιδοία διθύραμβα που μόλις τα πλησιάσει το πέος βυθίζονται σ’ έκσταση, και αιδοία όμοια με σκαντζόχοιρους που αμολούν τ’ αγκάθια τους και υψώνουν σ’ αυτά σημαιάκια τα Χριστούγεννα. Αιδοία τηλεγραφικά που χρησιμοποιούν τα σήματα Μορς, κι αφήνουν το μυαλό γεμάτο από τελείες και παύλες, κι αιδοία πολιτικά που κορεσμένα από ιδεολογίες δεν παραδέχονται ούτε καν την παύση των εμμήνων τους. […]

Αιδοία θηλαστικά, φοδραρισμένα με δέρμα ενυδρίδων, που πέφτουν σε ναρκη όλο το χειμώνα και αιδοία ιστιοπλοϊκά που αρματωμένα σαν κότερα είναι καλά για τους μοναχικούς και τους επιληπτικούς. Αιδοία από πάγο που μπορείς να τα καταποντίσεις με βροχές από διάττοντες χωρίς να κατορθώσεις να τρεμουλιάσουν και αιδοία λογής-λογής που δεν ανήκουν σε καμιά κατηγορία, που δεν μπορείς να τα περιγράψεις, πάνω στα οποία μπορεί να σκοντάψεις μια φορά στη ζωή σου και που σ’ αφήνουν μαραμένο και σημαδεμένο με πύρινο σίδερο. Και αιδοία χωρίς όνομα και προγόνους, κι αυτά είναι τα καλύτερα απ’ όλα. Που να βρίσκονται όμως;

Κι έπειτα είναι το αιδοίο των αιδοίων που περικλείει όλα τ’ άλλα και που θα τ’ ονομάσουμε το υπεραιδοίο, μιας και δεν ανήκει σ’ αυτήν εδώ τη γη, αλλά σε κείνη τη φωτεινή χώρα, όπου χρόνια τώρα μας έχουν προσκαλέσει να πραγματοποιήσουμε το φτερούγισμά μας. Στη χώρα εκείνη όπου η δροσιά λάμπει με μια αιώνια λάμψη και τα ψηλοκαλάμια λυγίζουν στον άνεμο. Εκεί κατοικεί ο μεγάλος πατέρας κάθε συνουσιασμού. Ο πατέρας Άπις, ο μαντικός ταύρος που δείχτηκε ικανός ν’ ανοίξει με τα κέρατά του τον αιμάτινο δρόμο προς τον ουρανό, κι απ’ όπου ξεθρόνιασε τις ευνουχισμένες θεότητες της Αρετής και της Κακίας.

Απ’ αυτόν τον Άπι ξεπετάχτηκε η φυλή των μονόκερων, αυτό το γελοίο ζώο, για το οποίο γράφουν τ’ αρχαία κείμενα, και του οποίου η πολύξερη κεφαλή προεκτεινόταν σ’ ένα γυαλιστερό πέος. Και σε διαδοχικά στάδια απ’ το μονόκερο δημιουργήθηκε ο σημερινός άνθρωπος των πόλεων, που γι’ αυτόν μιλάει ο Όσβαλντ Σπέγκλερ. Κι απ’ το νεκρό πέος του αξιολύπητου αυτού είδους ξεπετάχτηκε με τη σειρά του ο γιγαντιαίος ουρανοξύστης, με τους ανελκυστήρες αστραπιαίας ανόδου και τους πύργους παρατηρήσεων. Φτάσαμε στο τελευταίο δεκαδικό ψηφίο του σεξουαλικού υπολογισμού. Ο κόσμος γυρίζει σαν κλούβιο αβγό μέσα στ’ αχυρένιο κοφίνι του, κι εμείς έχουμε πια αλουμινένια φτερά, για να πετάξουμε σ’ αυτή τη μακρινή χώρα οπού κατοικεί ο Άπις, ο πατέρας όλων των συνουσιών.

Εκεί κατοικεί ο μεγάλος πατέρας κάθε συνουσιασμού. Ο πατέρας Άπις, ο μαντικός ταύρος που δείχτηκε ικανός ν’ ανοίξει με τα κέρατά του τον αιμάτινο δρόμο προς τον ουρανό, κι απ’ όπου ξεθρόνιασε τις ευνουχισμένες θεότητες της Αρετής και της Κακίας.

Τα πάντα ροχαλίζουν και το καθετί λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Σε κάθε λεπτό της πλάκας του ρολογιού εκατομμύρια άλλα σιωπηλά ρολόγια μετρούν τις φλούδες του χρόνου. Ταξιδεύουμε γρηγορότερα απ’ τον υπολογιστή της αστραπής, γρηγορότερα από το φως των άστρων, γρηγορότερα απ’ τη σκέψη του μάγου. Κάθε δεύτερο λεπτό είναι ένα ολόκληρο χρονικό σύμπαν και κάθε χρονικό σύμπαν δεν είναι παρά ένα λεπτό ύπνου στην κοσμογονία της ταχύτητας.

Όταν αυτή φτάσει στο νεκρό σημείο, θα βρισκόμαστε εκεί, ακριβείς όπως πάντοτε, ευφρόσυνα ανώνυμοι. Θ’ απογυμνωθούμε απ’ τα φτερά μας, τα ρολόγια μας και τα μάρμαρα των τζακιών μας που μας χρησιμεύουν για στήριγμα. Και θα σταθούμε όρθιοι, ανάλαφροι και πασίχαροι, όπως ένας πίδακας αίματος, χωρίς να υπάρχει μνήμη που θα μας ξαναφέρει πίσω. Αυτό το είδος του χρόνου τ’ ονομάζω βασίλειο του υπεραιδοίου, γιατί μπορεί και κατανικά την ταχύτητα, τον υπολογισμό και τη φαντασίωση. Εξάλλου το πέος δεν έχει ορισμένο μέγεθος ή βάρος. Υπάρχει μονάχα η συνεχής αίσθηση της ανούσιας, της ιλιγγιώδους φυγής, του εφιάλτη που καπνίζει το αθόρυβο πούρο του. Ο μικρός Νέμο περιφέρεται με στύση επτά ημερών και μ’ ένα θαυμάσιο ζευγάρι μελανιασμένων όρχεων που του κληροδότησε η λαίδη Μπάουντιφουλ.»

Το Βασίλειο της Συνουσίας

«Διατηρούσα λεύτερο το πνεύμα μου, χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να χωριστεί απ’ το σώμα. Έτσι αν το θηλυκό ζώο άρχιζε ξαφνικά να μουγκρίζει από ηδονή, να σπαράζει από ηδονική υστερία, σαλεύοντας μανιακά τα σαγόνια του και βαριανασαίνοντας, ενώ έτριζαν τα πλευρά του, αν ακόμα το ακόλαστο θηλυκό κατάρρεε ξαφνικά πάνω στο πάτωμα από ακρότατη χαρά και ηδυπάθεια, εκείνη τη στιγμή, στο ίδιο δευτερόλεπτο, η γη της επαγγελίας, με τα εκτεταμένα της οροπέδια, πρόβαλε στον ορίζοντα, σαν καράβι που λικνιζόταν τη στιγμή που πρόβαλε μέσ’ απ’ την ομίχλη. Τότε δεν είχα παρά να στήσω την Αστερόεσσα και να το προσαρτώ στ’ όνομα του Μπάρμπα Σαμ κι όλων των Αγίων.

Όλες αυτές οι μικροπεριπέτειες συνέβαιναν τόσο συχνά, που δεν μπορούσες ν’ αρνηθείς την ύπαρξη του βασιλείου της Συνουσίας, μια και δεν μπορούσες να τ’ ονομάσεις διαφορετικά, κι ήταν κάτι το παραπλήσιο, και γιατί μονάχα με τη βοήθεια της συνουσίας θα μπορούσες να το πλησιάσεις. Καθένας έχει τουλάχιστον μια φορά πατήσει το πόδι του σ’ αυτή την περιοχή. Κι όμως κανείς δε στάθηκε ικανός να τη διεκδικήσει για πάντα σαν δική του. Εξαφανιζόταν μέσα σε μια βραδιά, μέσα σ’ ένα λεπτό. Ο τόπος ήταν μια νεκρή ζώνη, που δεν ανήκε σε κανέναν και μύριζε απ’ τις ακαθαρσίες αόρατων νεκρών, με τους οποίους ήταν σπαρμένη. Όταν κηρυσσόταν ανακωχή οι πάντες συναντιόνταν σ’ αυτή για να χαιρετιστούν και ν’ αλληλοκεραστούν. Οι ανακωχές όμως αυτές ήταν σύντομες. Ένα μονάχα πράγμα φαινόταν να ‘χει κάποια διάρκεια: Η ιδέα της «ενδιάμεσης ζώνης». Εκεί σφύριζαν οι σφαίρες και σωρεύονταν τα πτώματα. Έπειτα ερχόταν η βροχή και δε θ’ απόμενε παρά η μυρωδιά των νεκρών.

Αλλά η σεξουαλική πράξη, σαν πραγματικότητα, το γυναικείο αιδοίο αυτό καθαυτό, φαίνεται να περιέχουν ένα μυστικό στοιχείο πολύ πιο επικίνδυνο απ’ τη νιτρογλυκερίνη.

Βέβαια όλ’ αυτά αποτελούν ένα σχηματικό τρόπο, για να εκφράσουμε αυτό που δεν έχουμε το δικαίωμα να το πούμε. Κι αυτό το ανείπωτο δεν είναι παρά η ερωτική πράξη αυτή καθαυτή και το γυναικείο αιδοίο αυτό καθαυτό. Μπορούμε να τ’ αναφέρουμε μονάχα σ’ εκδόσεις πολυτελείας, αλλιώτικα ο κόσμος θα διαλυόταν. Γνωρίζω από πικρή πείρα, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι μόνες που ενώνουν όλους τους ανθρώπους. Αλλά η σεξουαλική πράξη, σαν πραγματικότητα, το γυναικείο αιδοίο αυτό καθαυτό, φαίνεται να περιέχουν ένα μυστικό στοιχείο πολύ πιο επικίνδυνο απ’ τη νιτρογλυκερίνη.»

***

«Και να με τώρα, να κατεβαίνω με το μικρό μου κανό τον ποταμό. Οτιδήποτε μου ζητήσετε να κάνω για σας, θα το κάνω. Εδώ είναι η Χώρα της Συνουσίας, όπου δε βρίσκονται ούτε δέντρα, ούτε άστρα, ούτε προβλήματα. Υπέρτατος άρχοντας είναι το σπερματοζωάριο. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, το μέλλον είναι απόλυτα αβέβαιο, το παρελθόν ανύπαρκτο. Σε κάθε εκατομμύριο καινούριων υπάρξεων οι εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα εννέα είναι καταδικασμένες να πεθάνουν χωρίς ελπίδα να ξαναγεννηθούν ποτέ. Ο ένας όμως που κατορθώνει να φτάσει στο τέρμα, είναι βέβαιος για την αιώνια ζωή.

Ολόκληρη η ζωή, θέλοντας μη θέλοντας, έχει συμπυκνωθεί σ’ ένα σπόρο, που ‘ναι μια ψυχή. Τα πάντα έχουν ψυχή, μέταλλα, φυτά, λίμνες, βουνά, οι βράχοι ακόμα. Το καθετί μπορεί και αισθάνεται, ακόμα κι αν βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο του συνειδητού.

Μιας και συνειδητοποιήσετε αυτό το γεγονός, δε θα ξέρετε πια τι είναι η απελπισία. Στο τελευταίο σκαλί της κλίμακας, εκεί όπου βρίσκεται το σπερματοζωάριο, βασιλεύει η ίδια κατάσταση ευφροσύνης που βασιλεύει και στο ψηλό της, εκεί που βρίσκεται ο Θεός. Ο Θεός είναι η αθροιστική κορυφή όλων μαζί των σπερματοζωαρίων που ‘χουν φτάσει στην πληρότητα της συνείδησης. Ανάμεσα στο τελευταίο σκαλοπάτι και το υψηλότερο δεν υπάρχει αναχαίτισμα, δεν υπάρχει ενδιάμεσος σταθμός. Ο ποταμός πηγάζει κάπου στα βουνά και κυλάει ως τη θάλασσα. Σ’ αυτόν τον ποταμό που κυλάει προς το Θεό, το κανό έχει την ίδια χρησιμότητα με το θωρηκτό. Απ’ την αρχή το ταξίδι είναι ταξίδι γυρισμού.»

Ο Θεός είναι η αθροιστική κορυφή όλων μαζί των σπερματοζωαρίων που ‘χουν φτάσει στην πληρότητα της συνείδησης.

 

Τελευταίο Ιντερλούδιο. Η παντοτινή αναζήτηση

Κάποια στιγμή ο συγγραφέας χάνεται. Ακούμε τη φωνή του, μα δεν είναι η δική του φωνή εκείνη που ακούμε. Έχει γίνει ένα με τον κόσμο, έχει δρασκελίσει το πέρασμα του χρόνου, είναι φύλλο και βράχος και δέντρο και νερό και ζώο και άνθρωπος και θεός και ενέργεια – και πίσω πάλι. Και μαζί με αυτόν, προσπαθώντας ν’ αποκρυπτογραφήσουμε τα λόγια του, να σπάσουμε τα δεσμά που μας περιορίζουν, να συμμετάσχουμε στον αιώνιο χορό της ηδονής, πασχίζουμε να γίνουμε κι εμείς το ίδιο. Να γίνουμε ενέργεια και θεός και άνθρωπος και ζώο και νερό και δέντρο και βράχος και φύλλο.

Και κάποια στιγμή, ανύποπτη και απρόσμενη, ο συγγραφέας επανέρχεται. Ανασαίνοντας βαριά, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του, πασχίζοντας να βρει ξανά εκείνο που για μια στιγμή είχε ανακαλύψει. Ο οργασμός τελείωσε. Η πραγματικότητα μας πλημμυρίζει με το γνώριμό της φως. Μα το πρόσωπο εκείνης – την οποία ο συγγραφέας δεν κατονομάζει – παραμένει κρυμμένο πίσω από το φως του ήλιου.

Και η αναζήτηση ξεκινά πάλι απ’ την αρχή.

«Ξέρω τι σημαίνει να ‘σαι άνθρωπος. Ξέρω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που τον συντροφεύουν. Αυτή η γνώση με κάνει να υποφέρω και ταυτόχρονα μ’ ευχαριστεί. Αν μου δινόταν η ευκαιρία να γίνω άστρο, πάλι θα τ’ αρνιόμουν. Η πιο θαυμάσια ευκαιρία που σου προσφέρει η ζωή είναι το να γίνεις άνθρωπος. Αγκαλιάζει ολόκληρο το σύμπαν, περιλαμβάνοντας τη γνώση του θανάτου, αυτή, που μήτε ο Θεός ο ίδιος δεν έχει.»

Το πρόσωπο που αναζητάς

«Σ’ αυτόν τον τάφο που ‘ναι η μνήμη μου, βλέπω τώρα χαμένη αυτήν που αγάπησα, πιότερο από καθετί άλλο, πιότερο απ’ τον κόσμο, πιότερο απ’ το Θεό, πιότερο απ’ τον ίδιο τον εαυτό. Τη βλέπω να σαπίζει εκεί στο αιματηρό τραύμα της αγάπης, τόσο κοντά σε μένα, που να μην μπορώ να τη διακρίνω απ’ το ίδιο το τραύμα. Τη βλέπω να παλεύει να λευτερωθεί, να καθαριστεί απ’ τον πόνο της αγάπης και σε κάθε προσπάθειά της να ξαναβυθίζεται μες στο τραύμα λασπωμένη, πνιγμένη, βουτηγμένη στο αίμα. Βλέπω το τρομερό βλέμμα της, την άφωνη άθλια αγωνία της, την έκφραση του παγιδευμένου ζώου, τη βλέπω ν’ ανοίγει τα πόδια της σε προσφορά κι ακούω σε κάθε της οργασμό ένα βογκητό αγωνίας.

Ακούω τους τοίχους να γκρεμίζονται, τους βλέπω να μας πλακώνουν, βλέπω το σπίτι να καίγεται. Ακούω τους ανθρώπους να μας φωνάζουν απ’ το δρόμο, να μας προσκαλούν στη δουλειά, να μας καλούν στα όπλα, ενώ μένουμε ξαπλωμένοι στο πάτωμα κι οι ποντικοί μας κατατρώνε. Ο τάφος και η μήτρα της αγάπης μας κρατούν στα βάθη τους, η νύχτα γιομίζει τα σπλάχνα μας και τ’ άστρα λάμπουν πάνω απ’ τη μαύρη απύθμενη λίμνη. Η μνήμη των λέξεων μ’ εγκαταλείπει. Δε θυμάμαι καν τ’ όνομά της που το προφέρω ολοένα σαν μανιακός. Έχω ξεχάσει τη μορφή της, έχω ξεχάσει τη μυρωδιά της, το πώς αισθανόταν, το πώς έκανε έρωτα, καθώς εισχωρώ όλο και βαθύτερα μες στη μαύρη σπηλιά.

Την ακολούθησα ως το βαθύτερο σπήλαιο της ύπαρξής της, μέχρι το οστεοφυλάκιο της ψυχής της, μέχρι την ανάσα που δεν είχε σβήσει ακόμα απ’ τα χείλη της. Έψαχνα αδιάκοπα γι’ αυτή, που το όνομά της δεν ήταν πουθενά γραμμένο. Μπήκα στο άδειο όστρακο του τίποτα, σαν ένα φίδι με πύρινες φολίδες. Για έξι ολόκληρους αιώνες έμεινα ακίνητος, χωρίς ν’ αναπνέω, ενώ τα γεγονότα του κόσμου κοσκινίζονταν κι έπεφταν στον πυθμένα, σχηματίζοντας ένα γλοιώδες στρώμα από βλέννα. Είδα τους αστερισμούς να στριφογυρίζουν μες στην τεράστια τρύπα της οροφής του σύμπαντος. Είδα τους πιο μακρινούς πλανήτες και το μαύρο αστέρι που θα με λύτρωνε. Είδα το δράκο ν’ απελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του, είδα τη νέα ράτσα των ανθρώπων να μαγειρεύεται στον κρόκο του αβγού της ματαιότητας, είδα τα πάντα ως το τελευταίο σημάδι και σύμβολο, αλλά δεν μπόρεσα να διερευνήσω το πρόσωπό της. Μπορούσα μονάχα να δω τα μάτια της ν’ αστράφτουν σαν τεράστια σαρκώδη στήθια κι ήταν σαν να κολυμπούσα πίσω απ’ αυτά μέσα στην ηλεκτρισμένη αναθυμίαση του πυρακτωμένου της οράματος.

Πώς είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ξεπερνώντας όλα τα όρια της συνείδησης; Ακολουθώντας ποιο τερατώδη νόμο είχε απλωθεί πάνω στο πρόσωπο του κόσμου, αποκαλύπτοντας τα πάντα, κρύβοντας ταυτόχρονα τον εαυτό της; Ήταν κρυμμένη μέσα στο πρόσωπο του ήλιου σαν ένα φεγγάρι σ’ έκλειψη. Ήταν ένας καθρέφτης που ‘χε χάσει τον υδράργυρό του, ο καθρέφτης που την ίδια στιγμή φανερώνει το είδωλο και τη φρίκη. […]

Την άκουσα να φωνάζει τ’ όνομά μου, που ακόμα εγώ ο ίδιος δεν είχα προφέρει. Την άκουσα να ξεφωνίζει και να καταριέται με μανία. Άκουσα τα πάντα μεγεθυμένα χιλιάδες φορές, σαν να ‘ταν ένας πυγμαίος που φώναζε φυλακισμένος στην κοιλιά ενός οργάνου και συνέλαβα την πνιγμένη ανάσα του κόσμου σαν να ‘ταν καρφωμένη στ’ αληθινά σταυροδρόμια του ήχου.»

Είδα το δράκο ν’ απελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του, είδα τη νέα ράτσα των ανθρώπων να μαγειρεύεται στον κρόκο του αβγού της ματαιότητας, είδα τα πάντα ως το τελευταίο σημάδι και σύμβολο, αλλά δεν μπόρεσα να διερευνήσω το πρόσωπό της.

Το νόημα του ταξιδιού

«Λαφραίνω, γίνομαι λαφρύς σαν φτερό και το βήμα μου γίνεται σταθερό, πιο ήσυχο, πιο κανονικό. Τι ωραία βραδιά! Τ’ άστρα σπιθιρίζουν λαμπρά, ειρηνικά, απόμακρα. Δε με κοροϊδεύουν. Μου θυμίζουν μόνο τη ματαιότητα του καθετί. Ποιος είσαι συ νεαρέ μου που μιλάς για τη γη, και που θες ν’ ανατινάξεις τα πάντα; Α! νεαρέ, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια χρόνια κρεμόμαστε δω και τα ‘ χουμε δει όλα, κι εξακολουθούμε να λάμπουμε πάντα, φέγγοντας τους δρόμους και γαληνεύοντας τις καρδιές. Κοίταξε, λοιπόν, γύρω σου και κοίταξε τι ήσυχα, τι όμορφα είναι όλα. Το βλέπεις. Στο φως μας ακόμα και οι σωροί απ’ τα σκουπίδια στις γωνιές φαίνονται όμορφοι.

Σήκωσε το μικρό λαχανόφυλλο, κράτησε το στο χέρι σου απαλά. Σκύβω και σηκώνω μέσ’ απ’ τα σκουπίδια το λαχανόφυλλο. Μου φαίνεται κάτι εντελώς καινούργιο, που κουβαλά μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο. Κόβω ένα κομμάτι του και το κοιτάζω προσεκτικά. Εξακολουθεί να ‘ναι πάντα, ακόμα κι αυτό, ένας ολόκληρος κόσμος. Πάντα απερίγραπτα όμορφος και μυστηριώδης. Σχεδόν ντρέπομαι να το ξαναπετάξω στα σκουπίδια. Σκύβω και τ’ αφήνω απαλά πίσω.

Γίνομαι σκεφτικός και πολύ-πολύ ήρεμος. Αγαπώ όλους σ’ αυτόν τον κόσμο. Γνωρίζω πως κάπου, αυτή την ίδια στιγμή, βρίσκεται μια γυναίκα που με περιμένει, και αν προχωρήσω ήρεμα, απαλά, θα τη συναντήσω. Ίσως να στέκεται στη γωνιά και χωρίς άλλο μόλις παρουσιαστώ θα με γνωρίσει αμέσως. Μα το Θεό, το πιστεύω. Πιστεύω πως τα πάντα είναι δίκαια κι ορισμένα από μια ανώτερη δύναμη. Και το σπίτι μου; Το σπίτι μου είναι ο κόσμος, ολόκληρος ο κόσμος. Όπου και να βρεθώ είμαι στο σπίτι μου. Μόνο που δεν το ‘ξερα από πριν. Το ξέρω όμως τώρα. Δεν υπάρχει πια συνοριακή γραμμή. Ποτέ δεν υπήρξε. Την είχα δημιουργήσει μόνος μου. […]

Συχνά ξεχνώ ποιος πραγματικά είναι ο αληθινός μου εαυτός. Συχνά στα όνειρά μου παίρνω αυτό που ονομάζουν φάρμακο της λησμονιάς και περιπλανιέμαι εγκαταλειμμένος και απελπισμένος να βρω το πραγματικά δικό μου σώμα και πνεύμα. Και μερικές φορές, μιας και τ’ όνειρο κι η πραγματικότητα χωρίζονται από μια λεπτότατη γραμμή, τυχαίνει, ενώ μου μιλάει κάποιος, να βγαίνω απ’ τον εαυτό μου και ο ίδιος μ’ ένα φυτό παρασυρμένο απ’ το ποτάμι αρχίζω το ταξίδι του χωρίς ρίζες εαυτού μου.

Όντας σ’ αυτή την κατάσταση εξακολουθώ πάντα να είμαι αρκετά ικανός για ν’ ακολουθώ τις συνηθισμένες απαιτήσεις της ζωής, δηλαδή να βρίσκω μια γυναίκα, να γίνομαι πατέρας, να συντηρώ την οικογένειά μου, να προσκαλώ φίλους μου, να διαβάζω βιβλία, να πληρώνω φόρους, να εκτελώ τα στρατιωτικά μου καθήκοντα και τα παρόμοια. Έτοιμος πάντα να δολοφονήσω εν ψυχρώ, εν ονόματι της οικογένειας και της πατρίδας ή οτιδήποτε άλλου. Είμαι ένας συνηθισμένος κοινότοπος πολίτης που ακούει σ’ ένα όνομα. Είμαι ολοκληρωτικά ανεύθυνος για την τύχη μου.

Ώσπου φτάνει κάποια μέρα, όπου ξυπνώ χωρίς καμιά προειδοποίηση και κοιτάζω γύρω μου, μην μπορώντας να καταλάβω τίποτ’ απολύτως απ’ όσα συμβαίνουν, ολότελα ανίκανος να εξηγήσω τη δική μου συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των γειτόνων και το γιατί τα διάφορα κράτη έχουν πόλεμο ή ειρήνη, ανάλογα με την περίπτωση. Σε τέτοιες στιγμές νιώθω πως ξαναγεννιέμαι με το πραγματικό μου όνομα Γκότλιμπ Λέμπρεχτ Μίλλερ. Καθετί που κάνω με το πραγματικό μου όνομα, οι άλλοι το θεωρούν κουτό. Οι άνθρωποι μορφάζουν κοροϊδευτικά πίσω μου και πολλές φορές ακόμα και μπρος μου. Αναγκάζομαι να ξεκόψω απ’ τους φίλους μου και την οικογένειά μου, τους αγαπημένους μου. Είμαι υποχρεωμένος να φύγω, κι έτσι καθώς περπατώ στις δημοσιές με την όψη μου γυρισμένη κατά το δύοντα ήλιο, βρίσκω τον εαυτό μου, φυσικά, όπως σ’ ένα όνειρο, να κυλά στην κοινή κοίτη, μαζί μ’ όλους τους άλλους.

Όλες μου οι αισθήσεις είναι σ’ επιφυλακή. Είμαι το πιο ευγενικό, το πιο λεπτεπίλεπτο, πονηρό ζώο και ταυτόχρονα εκείνο που θα τ’ ονόμαζαν έναν άγιο άνθρωπο. Ξέρω πώς να φροντίσω τον εαυτό μου. Ξέρω πώς ν’ αποφύγω τη δουλειά, τις δεσμευτικές σχέσεις, τον οίκτο και τη συμπάθεια, τη γυναικότητα και όλες τις άλλες παγίδες. Μένω σ’ έναν τόπο ή με κάποιον άνθρωπο, τόσο μόνο όσο φτάνει για ν’ αποκτήσω αυτό που χρειάζομαι και μετά ξεκινώ πάλι. Δεν επιδιώκω τίποτα. Η άσκοπη περιπλάνηση μου είναι αρκετή και με παραφτάνει. Είμαι λεύτερος σαν πουλί, βέβαιος σαν τον ακροβάτη. Απ’ τον ουρανό πέφτει το μάννα και το μόνο που ‘χω να κάνω είναι ν’ απλώσω τα χέρια μου και να το δεχτώ. […]

Ξέρω τι σημαίνει να ‘σαι άνθρωπος. Ξέρω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που τον συντροφεύουν. Αυτή η γνώση με κάνει να υποφέρω και ταυτόχρονα μ’ ευχαριστεί. Αν μου δινόταν η ευκαιρία να γίνω άστρο, πάλι θα τ’ αρνιόμουν. Η πιο θαυμάσια ευκαιρία που σου προσφέρει η ζωή είναι το να γίνεις άνθρωπος. Αγκαλιάζει ολόκληρο το σύμπαν, περιλαμβάνοντας τη γνώση του θανάτου, αυτή, που μήτε ο Θεός ο ίδιος δεν έχει.»

* Η μετάφραση των αποσπασμάτων του βιβλίου είναι του Β. Κατσάνη, από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.

Tags: , , , , , , , , ,

2 Responses

  1. Giannis Pit says:

    Στο έχω ξαναπεί Κούνελε, το λέω μια ακόμα φορά. Το ιστολόγιό σου είναι χώρος ΤΕΧΝΗΣ και ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ…..! Δεν είναι μεγαλοστομία αυτό που λέω αλλά μια μεγάλη αλήθεια.
    Θεωρώ το χώρο σου εδώ ένα Περιοδικό Τέχνης που δεν το συναντάς εδώ έξω στην αγορά.
    Προσωπικά πιστεύω ότι αδικείσαι Κούνελε που επαγγελματικά θα μπορούσες να λάμψεις…..!
    Πολλές καλησπέρες φίλε.

    • Όχι, Γιάννη, δεν αδικούμαι. Επιλέγω να γράφω και να μοιράζομαι όλα αυτά με τον κόσμο, με τον τρόπο που βλέπεις. Είναι θέμα επιλογής και άποψης: η ελευθερία να μοιράζεσαι τη γνώση και τη μελέτη σου, πέρα από οικονομικά στεγανά και ταμπέλες. Από κει και πέρα, όσοι έχουν άποψη και αισθητική, γνωρίζουν και μπορούν να κρίνουν. Δεν κάνει η ταμπέλα το περιεχόμενο.

      Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι ο όποιος αναγνώστης (και είναι πολλοί εκείνοι που διαβάζουν την Κουνελοχώρα) να σέβεται το χώρο και το λόγο μου – να μην τον αναπαράγει δίχως να αναφέρεται στην πηγή και να διατηρεί σωστούς τρόπους εδώ μέσα. Και μια καλή κουβέντα για την προσπάθεια που κάνω είναι πάντα ευπρόσδεκτη.

      Πάντως όλα είναι πιθανά για το μέλλον – το Κουνέλι πιθανό να ξεπορτίσει κάποια στιγμή και απ' το Διαδίκτυο και να διοχετεύσει τις ιδέες του και πέρα από αυτό. Μα αυτό θα γίνει όταν έρθει η ώρα.

      Να 'σαι καλά φίλε μου για τα πάντα καλά σου λόγια. Χαιρετώ!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *