Ξωτικά και Στοιχειά της Ιρλανδίας… του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

Enter the rabbit's lair...

Ξωτικά και παραδόσεις της Ιρλανδίας, όπως τις κατέγραψε ο W. B. Yeats. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι / Fairies and traditions of Ireland, by W. B. Yeats

Ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης είναι η Ιρλανδία εκείνη που διατηρεί, περισσότερο από κάθε άλλη, κάτι από την αρχέγονη μαγεία των αρχαίων ημερών – και λέγοντας «αρχαίες μέρες» δεν αναφέρομαι στους ιστορικούς χρόνους, μα στον χρόνο του συλλογικού ασυνείδητου: τον χρόνο των λαϊκών μύθων και των θρύλων. Τότε που ξωτικά και πνεύματα, αγαθά και δαιμονικά, διέσχιζαν τα δάση και τη γη, σκορπώντας άλλοτε γέλιο και χαρά και άλλοτε τρόμο στο πέρασμά τους.

Ο μεγάλος ιρλανδός μάστορας του λόγου, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς [William Butler Yeats – εν συντομία, W.B. Yeats] εντρύφησε όσο λίγοι στους μύθους και τις παραδόσεις της πατρίδας του. Έσκαψε στα βάθη της νωπής ιρλανδικής γης και ανέδειξε, σαν άλλους χρυσούς λίθους, πλήθος μύθων και παραμυθιών που χάνονται στα βάθη της αρχέγονης κέλτικης παράδοσης.

Σήμερα θα σας παρουσιάσω την αρχική εισήγηση του Γέιτς για τα Ξωτικά της Ιρλανδίας, όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Παραμύθια και Παραδόσεις της Ιρλανδίας» [“Fairy Folk Tales of Ireland”], δημοσιευμένο το 1892. Η μετάφραση είναι της Αλίνας Πασχαλίδη. Σε αυτή την εισήγηση ο Γέιτς μας παρουσιάζει τις κατηγορίες των σημαντικότερων ξωτικών, τα χαρακτηριστικά τους και διάφορες παραδόσεις σχετικές με αυτά. Να σημειώσω επίσης πως ως «ξωτικό» έχει μεταφραστεί η βρετανική λέξη “fairy”. Τα “elves” (που επίσης μεταφράζονται ως «ξωτικά» στη χώρα μας) είναι γερμανικής/σκανδιναβικής, όχι κέλτικης προέλευσης. Όταν λοιπόν ο W.B. Yeats αναφέρεται σε «ξωτικά», ο λόγος γίνεται για τα “fairies”.

Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς ενώ διαβάζει ένα βιβλίο / W. B. Yeats reading a book

Τα ξωτικά που ζουν σε ομάδες

«Η ιρλανδική λέξη για το ξωτικό είναι sheehogue (sidheog στην κέλτικη γραφή). Τα ξωτικά είναι τα deenee shee (daoine sidhe).

Τί είναι τα ξωτικά; «Διωγμένοι Άγγελοι, που δεν ήταν αρκετά καλοί ώστε να σωθούν, αλλά ούτε κι αρκετά κακοί ώστε να χαθούν», λένε οι χωρικοί. «Οι Θεοί της Γης», λέει το Βιβλίο Armagh. «Οι Θεοί της παγανιστικής Ιρλανδίας», λένε οι ιρλανδοί αρχαιοδίφες, «οι Tuatha Dé Danann (ο Λαός της Θεάς Danu) που, όταν έπαψαν να τους λατρεύουν και να τους προσφέρουν δώρα, μαράζωσαν και ζάρωσαν στη λαϊκή φαντασία και τώρα απόμειναν να ‘χουν μπόι μόνο λίγες σπιθαμές».

Και σαν απόδειξη προσθέτουν ότι τα ονόματα των αρχηγών των ξωτικών είναι τα ίδια με των αρχαίων ηρώων Danann και οι τόποι που συχνάζουν τα ξωτικά δεν είναι παρά τ’ αρχαία νεκροταφεία των Danann.

Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχουν αρκετά στοιχεία ότι είναι «εκπεσόντες άγγελοι». Μάρτυρας η φύση τους: η ιδιοτροπία τους, η τάση τους να φέρονται καλά στους καλούς κι άσχημα στους κακούς, καθώς και τ’ ότι έχουν όλα τα χαρίσματα, εκτός από συνείδηση και συνέπεια. Τα όντα αυτά προσβάλλονται και θίγονται τόσο εύκολα που καλύτερα να μιλάς όσο το δυνατό λιγότερο στη συντροφιά τους και να τ’ αποκαλείς «αρχόντους». Απ’ την άλλη πάλι, τόσο εύκολο είναι να τα ευχαριστήσεις που φτάνει να τους να τους αφήσεις λίγο γάλα στο περβάζι τη νύχτα κι αυτά θα βάλουν τα δυνατά τους να σε φυλάξουν απ’ τις κακοτοπιές. Γενικά η λαϊκή παράδοση μας λέει πως διώχτηκαν απ’ τον Παράδεισο, αλλά δεν χάθηκαν, γιατί δεν είχαν αληθινή μοχθηρία μέσα τους.

«Θεοί της Γης»; Ίσως! Πολλοί ποιητές, κι όλοι οι μυστικιστές κι αποκρυφιστές συγγραφείς, σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλον τον κόσμο, έχουν δηλώσει ότι πίσω άπ’ το ορατό υπάρχουν ατέλειωτες στρατιές συνειδητών όντων, που δεν είναι του ουρανού, μα εδώ της γης, που δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη απ’ τη φύση τους μορφή, παρά αλλάζουν ανάλογα με τα κέφια τους ή ανάλογα με κείνον που τα βλέπει. Ούτε το χέρι σου δεν μπορείς να κουνήσεις χωρίς να επηρεάσεις και να επηρεαστείς απ’ τις κρυφές αυτές δυνάμεις. Ο ορατός κόσμος είναι απλά το εξωτερικό τους δέρμα. Στα όνειρά μας βρισκόμαστε ανάμεσά τους και παίζουμε και μαλώνουμε μαζί τους. Μπορεί να ‘ναι ανθρώπινες ψυχές σε κρίσιμες καμπές – σε στιγμές δοκιμασίας – αυτά τα ιδιότροπα πλάσματα.

Μη νομίζετε πως τα ξωτικά είναι πάντοτε μικροσκοπικά. Τα πάντα εξαρτώνται απ’ τις παραξενιές τους, ακόμα και το μέγεθός τους. Απ’ ό,τι φαίνεται, παίρνουν όποιο μέγεθος κι όποιο σχήμα τους αρέσει. Σαν κύριες ασχολίες τους έχουν τα γλέντια, τις μάχες και τον έρωτα και παίζουν συναρπαστική μουσική. Μόνον έναν φιλόπονο τύπο έχουν στη συντροφιά τους, τον παπουτσή – ίσως γιατί απ’ τον πολύ χορό λιώνουν τα παπούτσια τους. Κοντά στο χωριό Μπαλισοντέρ ζει μια μικροκαμωμένη γυναίκα που έμεινε κοντά στα ξωτικά εφτά ολόκληρα χρόνια. Όταν γύρισε, δεν είχε πια πατούσες – είχαν λιώσει απ’ τον πολύ χορό.

Ο Χορός των μικροσκοπικών ανθρωπάκων, πίνακας του William Holmes Sullivan / The Dance of the Little People, by William Holmes Sullivan

Τα ξωτικά έχουν τρεις μεγάλες γιορτές κάθε χρόνο, μία την άνοιξη, παραμονή Πρωτομαγιάς, μία το καλοκαίρι, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, και μία το φθινόπωρο, στις 31 Οκτωβρίου, την παραμονή των Άγιων Πάντων.

Κάθε εφτά χρόνια, την παραμονή της Πρωτομαγιάς, γίνεται σωστό πανδαιμόνιο, γιατί τα καλύτερα σπειριά σταριού της σοδειάς ανήκουν δικαιωματικά στα ξωτικά. Ένας γέρος μου είπε κάποτε ότι τα είδε να τρέχουν αφιονισμένα σ’ ένα χωράφι και πάνω στη βιάση τους έριξαν τη σκεπή ενός σπιτιού. (Αν ήταν κανένας άλλος εκεί, δεν θα ‘χε δει βέβαια παρά έναν ανεμοστρόβιλο που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του.) Όταν ο αέρας στροβιλίζει τα καλάμια και τα φύλλα, λένε πως «περνούν τ’ αερικά» κι οι χωρικοί βγάζουν τα καπέλα τους και τους εύχονται «ο Θεός μαζί σας».

Την παραμονή τού Αϊ-Γιαννιού, που ανάβουνε φωτιές προς τιμήν του Αγίου, τα ξωτικά είναι στα μεγάλα τους κέφια και πολλές φορές κλέβουν όμορφες θνητές για γυναίκες τους.

Την παραμονή των Αγίων Πάντων όμως είναι στις μαύρες τους, γιατί, σύμφωνα με την παλιά κέλτικη δοξασία, αυτή είναι η πρώτη νύχτα του χειμώνα. Στήνουν λοιπόν όλη νύχτα χορό με τα φαντάσματα, οι μάγισσες κάνουν τα μάγια τους και τα κορίτσια στρώνουν τραπέζι με φαγητά προς τιμήν του Σατανά, για να προκαλέσουν το είδωλο του μελλοντικού εραστή τους να μπει απ’ το παράθυρο να τα γευτεί. Μετά την τελευταία μέρα του Οκτώβρη, ξινίζουν τα βατόμουρα, γιατί τα πατάει το Pooka.

Ξωτικά και νεράιδες, εικονογράφηση του Brian Froud / Faeries and piskies by Brian Froud

Όταν τα ξωτικά θυμώνουν, ρίχνουν σ’ ανθρώπους και ζωντανά τις μαγικές τους σαΐτες, που τους παραλύουν. Όταν όμως είναι χαρούμενα, τραγουδάνε και δεν είναι λίγες οι φορές που τα κορίτσια ακούνε τα τραγούδια τους και μαραζώνουν και σβήνουν απ’ τον έρωτα γι’ αυτά. Ένα σωρό όμορφοι παλιοί ιρλανδικοί σκοποί είναι μουσική των ξωτικών, που κάποιος, λένε, την κρυφάκουσε και την τραγούδησε ύστερα στους άλλους. Κανένας μυαλωμένος χωρικός δεν μουρμουρίζει ποτέ την «Όμορφη μικρή αρμέχτρα» κοντά στα μέρη των ξωτικών, γιατί ζηλεύουν, λέει, ν’ ακούνε τα τραγούδια τους από τη φάλτσα φωνή των ανθρώπων. Ο Κάρολαν, ο τελευταίος απ’ τους κέλτες βάρδους, κοιμήθηκε σε χαλάσματα στοιχειωμένα και τον κυρίεψαν οι μαγικοί ρυθμοί• έτσι έγινε ξακουστός.

Πεθαίνουν άραγε τα ξωτικά; Ο Μπλέικ είδε κάποτε την κηδεία μιας νεράιδας• στην Ιρλανδία όμως πιστεύουν πως είναι αθάνατα.»

Νεραϊδόπαιδα

Ξωτικά των λουλουδιών / Flower Fairies, illustration by by Cicely Mary Barker

«Δεν είναι σπάνιο να λιμπιστούν τα ξωτικά κάποιον θνητό και να τον πάρουν στα μέρη τους αφήνοντας στη θέση του ένα αρρωστιάρικο νεραϊδοπαίδι ή ένα κούτσουρο μαγεμένο, με τη μορφή ετοιμοθάνατου ανθρώπου, που κατόπιν πεθαίνει και τον θάβουνε. Τα παιδιά είναι η προτίμησή τους. Όταν ένα παιδί ματιαστεί, είναι στο έλεος των ξωτικών.

Υπάρχουν πολλές μέθοδοι για ν’ ανακαλύψει κανείς αν έχουν αλλάξει το παιδί του με νεραϊδοπαίδι, αλλά μια απ’ όλες είναι αλάνθαστη: να το βάλεις στη φωτιά με τα λόγια «Κάψου – κάψου – αν είσαι του διαόλου, μα αν είσαι του καλού θεού μην καίγεσαι» (συνταγή της Λαίδης Γουάιλντ). Αν είναι νεραϊδοπαίδι θα ορμήσει πάνω στην καμινάδα ουρλιάζοντας (γιατί, σύμφωνα με τον Γιράλδο Καμπρένσις, η φωτιά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε στοιχειού, σε τέτοιο βαθμό που όσοι έχουν δει φάντασμα χάνουν τις αισθήσεις τους μόλις βλέπουνε φλόγα να τρεμοσβήνει).

Μπορεί βέβαια να ξεφορτωθεί κανείς το ανεπιθύμητο πλάσμα και με λιγότερο άγριο τρόπο. Λένε πως κάποτε που μια μητέρα ήταν σκυμμένη πάνω από ένα ζαρωμένο και σταφιδιασμένο νεραϊδοπαίδι, σηκώθηκε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε μια νεράιδα κι έφερε μόνη της πίσω το κλεμμένο μωρό. «Οι άλλοι το κλέψανε», είπε, «όχι εγώ». Εκείνη ήθελε πίσω το δικό της παιδί.

Όσο για τα παιδιά που τα κλέβουν τα ξωτικά, άλλοι λένε πως περνούν καλά, με μουσική και γλέντια, κι είναι ευτυχισμένα, κι άλλοι πως δεν παύουν να νοσταλγούν τους δικούς τους στη γη. Η Λαίδη Γουάιλντ λέει για μια σκοτεινή παράδοση σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο είδη ξωτικών – τα πρόσχαρα και καλά, και τα μοχθηρά. Αυτά τα τελευταία κάνουν θυσίες κάθε χρόνο στον Σατανά και γι’ αυτό κλέβουν ανθρώπους. Κανένας άλλος μελετητής της ιρλανδικής παράδοσης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Αν υπάρχουν τέτοια μοχθηρά ξωτικά, θ’ ανήκουν σίγουρα στα Μοναχικά.»

Τα Μοναχικά Ξωτικά

«Τα πιο πολλά απ’ τα μοναχικά ξωτικά είναι φοβερά στην όψη. Υπάρχουν ωστόσο μερικά ανάμεσά τους που είναι καλοπροαίρετα και […] προσέχουν πολύ και το ντύσιμο τους!

Ο Παπουτσής [Leprechaun]

Αυτός όλο μαστορεύει• καρφώνει παπούτσια, κρυμμένος μες στους θάμνους. Όποιος τον τσακώσει, μπορεί να τον πείσει να του δώσει τα κιούπια το χρυσάφι που ‘χει κρατήσει ο παλιοτσιγγούνης για δικά του – θαμμένα απ’ τον καιρό των αρχαίων πολέμων. Μόλις όμως πάρεις τα μάτια σου από πάνω του, γίνεται καπνός. Λένε πως είναι παιδί ενός κακού πνεύματος και μιας ξεπεσμένης νεράιδας.

Φοράει ένα κόκκινο πανωφόρι με δύο σειρές από εφτά κουμπιά κι ένα δίκωχο καπέλο που η κορφή του στριφογυρίζει σαν μύλος. Στο Ντόνεγκαλ, τον έχουν δει και μ’ ένα χοντρό γούνινο παλτό.

Στην αρχή του 19ου αιώνα μάλιστα, σύμφωνα με τον Κρόκερ, σ’ ένα Πρακτορείο Τύπου στο Τιππερέρι, έδειχναν στον κόσμο ένα μικρό παπουτσάκι που το ‘χε ξεχάσει εκεί, λέει, αυτό το ξωτικό.

Ο Μπεκρής [Cluricaun]

Μερικοί πιστεύουν πως δεν είναι παρά ο Παπουτσής, που αφήνει τη δουλειά του τη νύχτα και πάει να ξεφαντώσει. Κλέβει ποτά απ’ τα κελάρια των αρχοντικών και κυνηγάει για το κέφι του τα πρόβατα και τα τσομπανόσκυλα, γιατί το πρωί τα βρίσκουν οι βοσκοί, λαχανιασμένα και λασπωμένα. Στο Βορρά και στο Κόνοκτ είναι σχεδόν άγνωστος.

Ο Ερωτιάρης με την Πίπα [Ganconer]

Άλλη μια παραλλαγή του Παπουτσή, μόνο που, αντίθετα από κείνον, αυτός εδώ είναι τεμπέλαρος. Γυρνάει σε απόμερα λιβάδια, πάντα με μια παλιά ιρλανδέζικη πίπα να κρέμεται στα χείλια, και ξεμυαλίζει τις βοσκοπούλες και τις γαλατούδες. Είναι γρουσουζιά να τον πετύχεις• κι όσους τον βλέπουν, τους καταστρέφει αργά ή γρήγορα η αδυναμία τους στο ωραίο φύλο.

Ο Φαρσαδόρος Κρεμανταλάς [Far Darrig = Ο Κόκκινος Άνθρωπος]

Αυτός, ψηλός και άχαρος, φοράει πάντα ένα κόκκινο σκουφί και πανωφόρι και σκαρώνει κακόγουστα και μάλλον μακάβρια αστεία σε βάρος των θνητών. Είναι άτιμο υποκείμενο και κυβερνάει τους εφιάλτες των ανθρώπων.

Το Πούκα [poc = τράγος]

Το Πούκα της ιρλανδικής παράδοσης / Púca or pooka or phooka

Ανήκει στην οικογένεια του εφιάλτη. Πολλοί το θεωρούν τον πρόγονο του Puck στο «Όνειρο Θερινής Νύχτας» του Σαίξπηρ. Ζει σε ερημικές βουνοκορφές κι «έχει αποκτήσει όψη τέρατος απ’ την πολλή μοναξιά».

«Σε μια ιστορία ανώνυμου συγγραφέα», γράφει ο κύριος Ντάγκλας Χάιντ, «διαβάζουμε ότι, σ’ ένα λόφο, στο Λένστερ, πρόβαλε τα παλιά χρόνια ένα καλοθρεμμένο άλογο, με στιλπνό τρίχωμα και όψη τρομερή, και μιλούσε στον καθένα με ανθρώπινη φωνή για το τί θα γίνει την πρώτη μέρα του χειμώνα κι είχε μάθει να δίνει έξυπνες και σωστές απαντήσεις σ’ όποιον το ρωτούσε για όσα θα γίνονταν ως την πρώτη Νοεμβρίου του επόμενου χρόνου. Ο κόσμος του άφηνε δώρα και προσφορές στο λόφο μέχρι τη γιορτή του Αγίου Πατρικίου». Αυτή η παράδοση είναι συγγενική με κείνη του Πούκα [έκτος πάλι κι αν ήταν το Άλογο των Νερών – augh ishka – που ήταν πολύ γνωστό παλιότερα. Αναδυόταν απ’ τη θάλασσα και κάλπαζε στην άμμο και στους αγρούς κι οι άνθρωποι πολλές φορές το κυνηγούσαν για να το δαμάσουν. Όταν κατάφερναν να το σελώσουν και να του περάσουν χαλινάρια, ήταν το καλύτερο άλογο απ’ όλα• φτάνει να το κρατούσες μακριά απ’ το νερό, γιατί έτσι και το έπιανε το μάτι του, ορμούσε μέσα μαζί με τον καβαλάρη του και τον κατασπάραζε στον βυθό].

Το Πούκα είναι πνεύμα του Νοεμβρίου και η πρώτη Νοεμβρίου είναι για κείνο μέρα ιερή – αν κι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτό το άγριο στοιχειό, με το βλέμμα που στυλώνεται επάνω σου, ήσυχο και πολιτισμένο.

Παίρνει πολλές μορφές, πάντοτε ζώων• άλογου, γαϊδάρου, τράγου, ταύρου κι αετού. Του αρέσει να παίρνει τους ανθρώπους καβάλα κι αφού τους τριγυρίσει σε λαγκάδια και βουνά να τους πετάει άπ’ την πλάτη του το ξημέρωμα. Η αδυναμία του είναι να ταλαιπωρεί τους μεθύστακες. Ο ύπνος του πιωμένου είναι το βασίλειο του Πούκα!Μερικές φορές παίρνει πιο απρόσμενες μορφές από κείνες του ζώου ή του πουλιού. Το Πούκα του Κιλκένι, για παράδειγμα, παίρνει τη μορφή προβιάς. Τις νύχτες κυλάει στα χωράφια μ’ ένα βουητό κι ένα σφύριγμα που τρομάζει τόσο τα ζωντανά, που τ’ αδάμαστα πουλάρια τρέχουν στον πρώτο άνθρωπο που βρίσκουν μπροστά τους και γέρνουν το κεφάλι τους στον ώμο του για να τα προστατέψει.

Ο Ζητιάνος [Fear Gorta = ο Άνθρωπος της Πείνας]

Είναι ένα σκελετωμένο στοιχειό που εμφανίζεται σε περιόδους λιμού. Ζητάει ελεημοσύνη απ’ τα σπίτια και φέρνει γούρι σ’ όποιον του δίνει.

Η Μοιρολογίστρα [Banshee]

Η Μοιρολογίστρα είναι θηλυκό στοιχειό και παραστέκεται στις παλιές ιρλανδέζικες οικογένειες. Θρηνεί αναγγέλλοντας το θάνατο κάποιου δικού τους. Διαφέρει άπ’ τα άλλα μοναχικά ξωτικά γιατί είναι καλοπροαίρετη, όπως κι ο Ζητιάνος. Μπορεί να μην ανήκει καν σ’ αυτά, μπορεί να ‘γινε μοναχική απ’ την πολλή θλίψη. Πολλοί την έχουν δει να κλαίει και να χτυπιέται. Λένε μάλιστα πως τα ιρλανδικά μοιρολόγια είναι απομίμηση του δικού της θρήνου.

Όταν εμφανίζονται περισσότερες από μία, τότε σημαίνει πως πρόκειται να πεθάνει κάποιο σπουδαίο πρόσωπο η κάποιος άγιος. […]

Το Ακέφαλο Στοιχειό [Dullahan]

Ο ακέφαλος καβαλάρης Dullahan της ιρλανδικής παράδοσης

Πολύ ανατριχιαστικό πλάσμα: Δεν έχει κεφάλι ή το κουβαλάει κάτω απ’ τη μασχάλη του. Το ‘χουν δει να οδηγεί συχνά ένα μαύρο αμάξι (coach-a-bower) που το σέρνουν ακέφαλα άλογα. Χτυπάει την πόρτα των αγροτόσπιτων, κι αν του ανοίξεις, σού ‘ρχεται στο πρόσωπο ένας κουβάς αίμα. Είναι κακός οιωνός – στα σπίτια που επισκέπτεται αναγγέλλει τον θάνατο. Δεν πάει πολύς καιρός που ένα τέτοιο αμάξι πέρασε χαράματα απ’ το Σλάιγκο, όπως μου είπε ένας ναυτικός. Σ’ ένα χωριό λένε πως ακούνε τις ρόδες του να κυλάνε πολλές φορές το χρόνο.

Αυτά τα στοιχειά ωστόσο τα συναντάμε κι έξω απ’ την Ιρλανδία. Το 1807, δύο φρουροί του Σαίντ-Τζαίημς Πάρκ στο Λονδίνο έμειναν στον τόπο απ’ τον τρόμο, όταν μια ακέφαλη γυναίκα, γυμνή απ’ τη μέση κι επάνω, σκαρφάλωσε τα μεσάνυχτα στα κάγκελα.

Η Μοιραία Μούσα [Leanhaun Shee = η Ξωτικιά Ερωμένη]

Πίνακας του Τζον Ουίλιαμ Γουότερχαουζ / John William Waterhouse: La Belle Dame sans Merci (1893)

Αυτή κυνηγάει τον έρωτα των άντρων. Αν αρνηθούν, γίνεται σκλάβα τους. Αν συγκατατεθούν, είναι πια δικοί της και μπορούν να γλιτώσουν μόνο αν βρουν κάποιον να πάρει τη θέση τους. Ζει απομυζώντας τη ζωή τους, κι αυτοί σιγά-σιγά μαραζώνουν και πεθαίνουν.

Είναι η μούσα των κελτών ποιητών, γιατί χαρίζει την έμπνευση στους εραστές της και σκλάβους της. Οι κέλτες ποιητές πεθαίνουν όλοι νέοι• η Μούσα βιάζεται να τους πάρει μαζί της σ’ άλλους κόσμους. Ούτε ο θάνατος δεν λυτρώνει όποιον πέσει στα δίχτυα της.

Έκτος άπ’ τα παραπάνω έχουμε κι άλλα μοναχικά ξωτικά, όμως ξέρουμε πολύ λίγα γι’ αυτά για να επεκταθούμε στο καθένα χωριστά. Υπάρχουν πάντως τα «σπιτικά στοιχειά»• τα Water Sherries, ένα είδος φευγαλέου φωσφορισμού• το Sowlth, ένα άμορφο φεγγοβόλο πλάσμα• το Pastha, δράκοντας των λιμνών και φρουρός κρυμμένων θησαυρών• και τα Bo men, στοιχειά που ζουν στους βάλτους της κομητείας Ντάουν κι επιτίθενται στους άμυαλους, μπορείς όμως να τ’ απομακρύνεις χτυπώντας τα μ’ ένα παράξενο είδος φύκι. Αυτά υποψιάζομαι ότι είναι σκωτικής προελεύσεως. Σε ορισμένα μέρη υπάρχει, τέλος, η μεγάλη φυλή των φαντασμάτων, των Thivishes.

Αυτά είναι όλα τα ξωτικά και πνεύματα που συνάντησα στην Ιρλανδική παράδοση. Πολύ πιθανόν να υπάρχουν κι άλλα, που δεν τα ‘χουμε ακόμα ανακαλύψει.»

Το κείμενο του W.B. Yeats από το «Παραμύθια και Παραδόσεις της Ιρλανδίας», σε μετάφραση Α. Πασχαλίδη. Για την ψηφιοποίηση και παρουσίαση, Το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης 19.

Ο Πουκ από το Όνειρο Θερινής Νύχτας, εικονογράφηση για το Sandman του Neil Gaiman / Puck from A Midsummer's Night Dream in Sandman

Tags: , , , , , , , ,

2 Responses

  1. Giannis Pit says:

    Μαθήματα υπέροχης λαογραφίας ! Μπράβο βρε Κούνελε. Ένα ακόμα μάθημα εδώ στο σπιτικό σου. Μας ταξίδεψες σε μύθους και παραδόσεις, σε παραμυθένιους κόσμους.
    Καλή χρονιά να ευχηθώ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *