Τότε και Τώρα

Enter the rabbit's lair...





Ξημέρωμα

Πέρα απο την μικρή πλατεία του χωριού αντηχεί ο ρυθμικός ήχος της καμπάνας της Εκκλησίας. Ήταν νωρίς ακόμα για να φέξει. Ο Κωστής είχε ανήσυχο ύπνο, πνιγμένο σε όνειρα που δε θυμάται πια, όνειρα για μια πολιτεία μακρινή. Το πατζούρι τρίζει γκρινιάρικα στον ρυθμό του φθινοπωρινού αέρα. Ο Κωστής δε θέλει να πάει στο σχολείο, θέλει να συνεχίσει να κοιμάται, να συνεχίσει να ονειρεύεται. Ξέρει όμως πως αν δε σηκωθεί, αργά ή γρήγορα θα τον τραβάει η μάνα του με το ζόρι απ’την κουβέρτα και δε θα έχει ψωμί για πρωινό, μια που θα το έχουν φάει όλο τα τέσσερα αδέρφια του. Με βαριά καρδιά σηκώνεται. Ελπίζει να μην αναθέσει σ’ αυτόν πάλι η μάνα του να φέρει νερό απ’ το πηγάδι. Τα χέρια του είναι ακόμα πρησμένα απο τις χθεσινές δουλειές στο χωράφι και η πλάτη του πονάει. Πέρα μακριά, δυο τρεις κόκορες ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο στις φωνητικές τους ικανότητες.

Το ξυπνητήρι αρχίζει να δονείται με εκείνον τον εκνευριστικό του θόρυβο, κόβωντας στα δύο ένα παράξενο όνειρο. Ο Αλέξης προσπαθεί να αγκιστρωθεί απο την τελευταία εικόνα του ονείρου, μια εικόνα οικεία, εκείνη όμως χάνεται μακριά. Άλλη μια Δευτέρα, σκέφτεται, πόσο θα θελε να μην ερχόταν ποτέ! Απο την κουζίνα ακούγεται ο ήχος της βρύσης που τρέχει, η μαμά μάλλον ξύπνησε ήδη. Ο Αλέξης ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο διπλανό κρεββάτι, στην αδερφή του, που κοιμάται μακάρια. Μικρή ακόμα, δε πάει σχολείο, η τυχερή! Τη μία μέρα να παίζεις εκείνο το φοβερό παιχνίδι με τον ξάδερφο σου στο Xbox και την άλλη να γράφεις διαγώνισμα! Με βαριά καρδιά σηκώνεται. Ελπίζει να έχουν μείνει τίποτα chocos για πρωινό. Η μαμά έχει ανοίξει την τηλεόραση και απο μέσα ακούει την γνώριμη φωνή του παρουσιαστή εκείνης της πρωινής εκμπομπής.

Πλιτς, Πλιτς

H σταγόνα έπεφτε πάνω στο θρανίο απο το ταβάνι, πλιτς, πλιτς, ενώ ο καθηγητής των ελληνικών μετέφραζε ένα αρχαίο κείμενο, με κείνη την αργή, μονότονη φωνή του. Πλιτς πλιτς. Ο Γιάννης προσπαθούσε να προσέχει στο βιβλίο, αλλά εκείνες οι σταγόνες γίνονταν εκνευριστικές. Στο στόμα του ήταν ακόμα πικρή η γεύση απο το μουρουνόλαδο που τους έδωσαν να πιούν πριν το μάθημα. Ήταν κάτι που το έκαναν συχνά. Έλεγαν πως ήταν για το καλό τους, για να γίνουν παλικάρια, ο ίδιος ωστόσο δε μπορούσε να καταλάβει πως ένα τόσο εμετικό πράγμα μπορούσε να είναι για το καλό του. Πλιτς πλιτς. Ο Γιάννης θυμήθηκε εκείνο το λαχταριστό ψητό που είχαν φάει στις περσινές γιορτές των Χριστουγέννων, τις μακαρόνες και την αχνιστή τη σούπα, σε λίγο καιρό φτάνουν πάλι, δεν έβλεπε την ώρα



(πηγή φωτογραφίας: lavathis.wordpress.com)



Πλιτς, πλιτς. Οι σταγόνες έπεφταν πάνω του σχεδόν, βρέχοντας τον. Αποφάσισε να μετακινήσει λίγο πέρα το θρανίο, ίσα να μη βρέχεται πια. Ο θόρυβος του θρανίου έσπασε τη νυσταλέα απαγγελία του καθηγητή. Ο καθηγητής τον κοίταξε με μάτια που πέταγαν σπίθες. Ο Γιάννης κοκάλωσε στη θέση του. Ένας συμμαθητής του απο το απέναντι θρανίο έπνιξε ένα χαμόγελο. Ο καθητητής σηκώθηκε απο το έδρανο, και, ψηλός σα λεύκα, κατευθύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές προς το θρανίο του Γιάννη. Στο χέρι του κρατούσε τον Χάρακα. Ο Γιάννης ψέλισε “συγγνώμη κύριε”, μα ήταν αργά. “Άπλωσε το μπράτσο σου Γιάννη”, πρόσταξε ο καθηγητής. Ο Γιάννης το άπλωσε υπάκουα. Ο Χάρακας έπεσε με δύναμη στο λεπτό παιδικό του μπράτσο, μια, δυο, τρεις φορές, καλά υπολογισμένες ώστε να βρίσκουν στο κέντρο του στόχου. Ο Γιάννης έπνιξε ένα βογκητό.



Mέσα στο τετράδιο των μαθηματικών του, ο Πέτρος ζωγράφιζε. Όχι δίπλα στις ασκήσεις φυσικά, στην πίσω σελίδα του τετραδίου, εκείνη που δε θα βλεπε ο καθηγητής. Πίστευε οτι είχε λύσει την άσκηση και τώρα απλά περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι για διάλλειμα. Ευτυχώς είχαν πέσει θέματα που ήξερε. Κοίταξε γύρω του και είδε τους υπόλοιπους συμμαθητές του, σκυμμένους στα θρανία τους, να σκέφτονται, να γράφουν, να υπολογίζουν. Ο καθηγητής, μειλίχιος στην έδρα του, τους παρατηρούσε κι αυτός. Προ ολίγου είχε βγάλει τιμωρία έξω τον Νικήτα, επειδή έπαιζε με το κινητό του. Ο Νικήτας πήγε να διαμαρτυρηθεί, ο καθηγητής όμως του είπε πως αν δεν βγει θα ενημερώσει τον διευθυντή και τους γονείς του. Ο Πέτρος παρατήρησε τον Νικήτα που βγήκε με χαμηλωμένο το κεφάλι. Γύρισε στις ζωγραφίες του, ήρωες απο κινούμενα σχέδια και υπερφυσικά ρομπότ. Στο διάλλειμα θα αγόραζε μια τυρόπιτα απο την καντίνα. Θα έβγαινε πρώτος έξω, για να μην περιμένει στην ουρά.

(πηγή φωτογραφίας: http://6okynosarges.blogspot.com/2010/04/blog-post_13.html)

Σαν Παλιό Σινεμά

Η Μάρθα χύμηξε σαν μικρό αγρίμι πάνω στη μάντρα, και σα σκίουρος τη σκαρφάλωσε, αφήνοντας με ανοιχτό το στόμα τα αγόρια της παρέας, που είχαν ήδη φτάσει αγκομαχώντας στην κορφή. Ο Κωστής είχε γδάρει άσχημα το γόνατο του σε κείνα τα κλαδιά, ο Γιάννης παραλίγο να πέσει. Η Μάρθα τίναζε τη σκόνη απο το φουστάνι της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τους εντυπωσίαζε με τις ικανότητες της, για κορίτσι πάντα. Τις προάλλες που χοροπηδούσαν πάνω απο τις φωτιές στο πανηγύρι, η Μάρθα τίναζε το κοριτσίστικο κορμί της πέρα σαν ελατήριο. Για κορίτσι, ήταν πραγματικά καλή.

Με την παρέα της παίζαν πολλά παιχνίδια, ξεχύνονταν στους δρόμους τα απογεύματα, μετά τα μαθήματα, μετά τις δουλειές του σπιτιού. Η γειτονιά αντιλαλούσε απο ξέφρενες παιδικές φωνές. Έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό, πεντόβολα, μακριά γαιδούρα, κάνανε βόλτες με τα ποδήλατα τους (όσοι είχαν ποδήλατο), πετούσαν χαρταετό. Συχνά πηγαίνανε ως τα βαλτοτόπια, πέρα απο τη γειτονία, και μαζεύανε βατράχια. Σε γιορτές, που και που, έπαιζαν το γαίτανάκι. Τα κορίτσια έφερναν τις κούκλες τους μερικές φορές. Η Μάρθα είχε μια κούκλα που της είχε κάνει δώρο ο θείος της απο την Αμερική. Με μακριά, ξανθά μαλλιά. Της άρεσε να παίζει με την κούκλα της, όπως της άρερε να τρέχει έξω στους δρόμους με τους φίλους της απο την γειτονιά. Τις προάλλες τους είχε επισκεφτεί ο θείος με τη θεία, και της έδωσαν μια δραχμή χαρτζιλίκι. Η Μάρθα πετάχτηκε όλη χαρά στο μαγαζί του κυρ Θανάση και αγόρασε δέκα λαχταριστές καραμέλες. Τις μισές τις έδωσε στους φίλους της, το βράδυ εκείνο, λίγο πριν σκαρφαλώσουνε τη μάντρα. Τρεις απο αυτές τις είχε ήδη φάει, και δύο τις φυλούσε για το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί.




“Σσσ, ξεκινάει”, έκανε ο Γιώργος, ο αρχηγός της παρέας. Τα παιδιά, καλά κρυμμένα στην κορυφή της μάντρας, έσκυψαν τα κεφάλια τους προς το μέρος της μεγάλης, φωτεινής οθόνης, που ξεπρόβαλε μεγαλόπρεπα στο βάθος. Της Μάρθας τα μάτια έλαμψαν σαν τα αστέρια του ουρανού. Πέρα, μπροστά απο τα πολύφωτα τους μάτια, έστεκε ένα τεράστιο κινηματογραφικό πανί, πάνω στο οποίο μεμιάς ξεπρόβαλαν ζωντανές κινούμενες εικόνες. Η μουσική απο τα ηχεία πλημμύρισε τις αισθήσεις τους. Οι τίτλοι της ελληνικής ασπρόμαυρης ταινίας έκαναν την εμφάνιση τους και το πλήθος του θερινού σινεμά ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Καλά κρυμμένη στην κρυψώνα της, η Μάρθα χαμογέλασε ευτυχισμένη. Δε θα την ξεχνούσε τη σημερινή βραδιά.

Η Άννα με τις φίλες της μόλις είχαν βγει απο την αίθουσα προβολής στο Mall. Η ταινία ήταν απίστευτη και φυσικά τα τρισδιάστατα εφέ την έκαναν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Ένας κάδος έξω απο την αίθουσα προοριζόταν για να αφήσουν τα 3d γυαλιά, η Άννα άφησε το δικό της ζευγάρι, η Γεωργία όμως αποφάσισε να το κρατήσει στα κρυφά. Η Άννα ταράχτηκε. “Και αν σε πιάσουν?”, ρώτησε, η Γεωργία όμως γέλασε. “Το έχω ξανακάνει, δε σε πιάνουν ποτέ”, είπε καθησυχαστικά.

Προμηθεύτηκαν απο ένα γεύμα Goodys η κάθε μία και βάλθηκαν να συζητάνε για μισή περίπου ώρα για την ταινία. Τα είκοσι λεπτά συζητούσαν για εκείνον τον κούκλο ηθοποιό, του οποίου οι δύο απο τις τρεις φίλες (η Άννα ανάμεσα τους) είχαν μια γιγάντια αφίσα στο δωμάτιο. Μίλησαν ακόμα για τα αγόρια της τάξης τους, τα μαθήματα και εκείνη τη στριμμένη καθηγήτρια. Η Άννα ανέφερε εκείνο το νέο βιντεοπαιχνίδι που είχε πάρει τις προάλλες ο αδερφός της και ξημεροβραδιαζόταν σπίτι, μπροστά στην οθόνη. Η κουβέντα μεταπήδησε σε κάτι έξαλλα νέα ringtones που είχαν βγει, και οι τρεις φίλες έβγαλαν τα κινητά τους και άρχισαν να στέλνουν διάφορες παλαβομάρες η μία στην άλλη. Η οχλαβοή του εμπορικού κέντρου κάλυπτε τα γέλια τους. Σε λίγο θα έπρεπε να γυρίσουν σπίτι, ο πατέρας της Γεωργίας θα ερχόταν να τις πάρει με τ’ αμάξι. Η Άννα αποτέλειωσε εκείνη την τελευταία πασπαλισμένη με σος πατάτα και ετοιμάστηκε να φύγει. Όταν έφτασε σπίτι της, με το αμάξι, χαιρέτησε τις φίλες της. Σε καμιά ώρα ήταν πιθανό να μιλάγανε ξανά στο τηλέφωνο.

Στο κέντρο

Έμεναν στην περιοχή της Κυψέλης, σε μια παλιά, όμορφη γειτονία. Τα τελευταία χρόνια είχαν αρχίσει να χτίζονται πολλές πολυκατοικίες εκεί γύρω και της Γιώτας δε της άρεσε. Έβρισκε τα κτίρια αυτά πολύ μεγάλα και κακόγουστα. Η γειτονιά της ωστόσο παρέμενε όμορφη. Τα μπαλκόνια με τα απλωμένα ρούχα, η πλατεία που μαζεύονταν και έπαιζαν, ο φούρνος του Κοσμά, ο γερο-Νώντας με τη λατέρνα του. Συχνά τα παιδιά έτρεχαν όλα ξωπίσω του, πλημμυρίζοντας τα σοκάκια με τις φωνές τους.

Η Γιώτα έτριβε, έτριβε ασταμάτητα. Είχε βραδιάσει σχεδόν. Τα ρούχα του φιλοξενούμενου τους ήταν απλωμένα στη μπανιέρα μπροστά της και τα καθάριζε, ξεφυσώντας. Ο πατέρας της είχε φέρει άλλη μια φορά σπίτι έναν απο τους φίλους του, και εκείνοι σαν καλή οικογένεια όφειλαν να του προσφέρουν τροφή και στέγαση. Η Γιώτα έτριβε, έτριβε αγχομαχώντας τα ρούχα του πάνω απ’ τη μπανιέρα. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί ο μπαμπάς της έφερνε τόσο συχνά φίλους του στο σπίτι για φιλοξενία. Μέρος να ζήσουν οι ίδιοι δεν είχαν;

Το χειρότερο ήταν πως είχε στερηθεί τη χαρά να βρίσκεται με την παρέα της αυτή τη στιγμή. Θα πήγαιναν στη Φωκίωνος Νέγρη, θα χτυπούσαν κουδούνια και θα ζητούσαν αυτόγραφα απο τους αγαπημένους τους ηθοποιούς. Δεν είχε ξαναπάει ποτέ, είχε ακούσει όμως πως πολλοί έμεναν εκεί, ο Δημήτρης Χορν, η Έλλη Λαμπέτη… της φαινόταν σαν όνειρο, μαγεία σκέτη.

Η Γιώτα γύρισε το μυρωδάτο απο τη σαπουνάδα πουκάμισο απο την ανάποδη. Μέσα απο το σαλόνι ο πατέρας της συζητούσε έντονα με τους φίλους του. Είχαν βάλει το ραδιόφωνο και έπαιζε. Κάποια προεκλογική ομιλία ίσως. Αναγνώρισε τη φωνή του πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η φωνή της μητέρας της ακούστηκε στο βάθος. “Γιώτα, φέρε στον πατέρα και τους φίλους του τρία ποτήρια νερό”. Η Γιώτα άφησε το μισοπλυμμένο πουκάμισο, και μ’ έναν αναστεναγμό κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

Έφερε τον δίσκο με τα ποτήρια στο σαλόνι. Ο πατέρας και οι δύο φίλοι του είχαν σταματήσει να μιλάνε και αφουγκράζονταν με προσοχή το ραδιόφωνο. Ο πατέρας είχε βγάλει ένα χαρτί και κρατούσε σημειώσεις. Ο ένας απο τους δύο κύριους ευχαρίστησε τη Γιώτα και της χαμογέλασε. Είχε ζεστά μάτια, πικρό χαμόγελο, μικροσκοπικό μουστάκι.

Πολλά χρόνια μετά η Γιώτα θα καταλάβαινε για ποιόν λόγο ο πατέρας της αποκαλούσε τους φίλους του εκείνους “συντρόφους”, για ποιό λόγο έφερνε αρκετούς απο αυτούς ανα διαστήματα σπίτι, γιατί τους έφερνε στα κρυφά και γιατί δεν είχαν να μείνουν κάπου αλλού.

Η Κατερίνα είχε μόλις γυρίσει σπίτι απο το φροντιστήριο. Ήταν προεκλογική περίοδος και ο δρόμος ήταν γεμάτος απο αφίσες, υποσχόμενες τους καλύτερους καιρούς που θα έρχονταν. Της είχε κάνει εντύπωση μια αφίσα που απεικόνιζε έναν ψηφοφόρο να τον ρουφάει η κάλπη, σα να ήταν κινούμενη άμμος, καλώντας τον κόσμο σε αποχή. Η Κατερίνα είχε λίγα ακόμα χρόνια μέχρι να ψηφίσει βέβαια (σε δυο μήνες έκλεινε τα 15), ωστόσο πολύ την μπέρδευαν όλα αυτά τα πολιτικά. Δεν της ήταν αδιάφορα, ωστόσο ένιωθε λες και την κοροιδεύουν. Δεν ήξερε ποιός, δεν ήξερε γιατί, γνώριζε ωστόσο πως η ατάκα “όλοι το ίδιο είναι” φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό. Και δε της άρεσε να ντύνεται σε πολυφορεμένα ρούχα.

Με το που μπήκε σπίτι χαιρέτησε τον πατέρα της, που καθόταν στη γνώριμη του πολυθρόνα, μπροστά στην τηλεόραση. Παρακολουθούσε τις ειδήσεις, ένα θέμα που της κίνησε την περιέργεια. “ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΜΕ ΓΝΩΣΤΟ ΣΤΑΡ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ”, έλεγε ο τίτλος με κεφαλαία πάνω στην οθόνη, ενώ ένα μάτσο γνωστοί τηλεοπτικοί σταρ παρήλαυναν μπροστά της στα παράθυρα, λογομαχώντας και αποκαλώντας ο ένας τον άλλο με διάφορα ονόματα. Ναρκωτικά, έμποροι της νύχτας, κρυφές ομοφιλοφιλικές σχέσεις, όλα τα είχε σήμερα. Η μητέρα της μπήκε χαρούμενη στο σαλόνι. “Α, ξεκατινιάσματα, ωραία!”,έκανε και στρώθηκε στον καναπέ. “Κατερίνα, έχει φαί μες στον φούρνο”, της είπε.

Ο πατέρας της άλλαξε για μια στιγμή κανάλι, πέφτωντας σε μια πολιτική προεκλογική εκπομπή. Παράθυρα πάλι. Εκπρόσωποι της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΛΑΟΣ. Μιλούσαν ο καθένας για το κοινό του. “Σύντροφε…”, αποκαλούσε ειρωνικά έναν εκπρόσωπο του ΚΚΕ ο πολιτικός της Νέας Δημοκρατίας. Ο πατέρας της άλλαξε γρήγορα κανάλι, επέστρεψε στο σκάνδαλο με τον σταρ της μουσικής βιομηχανίας. Η Κατερίνα πήγε στο δωμάτιο της.

Το δωμάτιο της ήταν το καταφύγιο της απο τον κόσμο. Η φωλιά της. Το στόλιζε, το περιποιόταν, το λάτρευε. Άνοιξε τον υπολογιστή της και ενώ έτρεχε το σήμα των Windows στην οθόνη, βγήκε στο μικροσκοπικό τους μπαλκόνι. Πανύψηλες, σκοτεινές πολυκατοικίες υψώνονταν ως πέρα, κρύβοντας τον ουρανό. Η γειτονιά της ήταν επικίνδυνη να κυκλοφορείς τα βράδια. Τα περισσότερα διαμερίσματα νοικιάζονταν απο μετανάστες. Τα σκουπίδια έκαναν λοφίσκους στους δρόμους, τα αυτοκίνητα καβαλούσαν τα πεζοδρόμια. Μύριζε άσχημα. Ήξερε συγκεκριμένα μέρη που γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, και τα απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι. Ήταν όμως η γειτονιά της. Λίγες πολυκατοικίες παραπέρα έμενε η κολλητή της. Θα μιλούσαν όπου να ναι στο msn… α, η επιφάνεια εργασίας είχε εμφανιστεί, ήταν έτοιμη να σερφάρει στον μαγευτικό κόσμο του διαδικτύου.

Παρελάσεις

Το σχολείο τους υπήρξε καταφύγιο κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Κάτω απο τις αίθουσες υπήρχαν κρυφοί διάδρομοι που οδηγούσαν σε στοές και κατακόμβες, μέσα στις οποίες ο κόσμος φυλασσόταν απο τις αρπακτικές διαθέσεις των κατακτητών. Ήταν απο τα λίγα σχολεία που διέθεταν σειρήνα. Ήταν το σχολείο της Ειρήνης, που ακόμα και τώρα, 18 χρόνια μετά τον πόλεμο, θα ορκιζόσουν πως αντηχούσε απο τους βομβαρδισμούς, τα πυροβολητά, τους ψίθυρους μέσα στο σκοτάδι, τους θρήνους στη σιωπή.

Η Ειρήνη έστεκε στη σειρά για την καθημερινή επιθεώρηση, μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια της τάξης της. Απο μπροστά τους πέρναγε η καθηγήτρια, κραδαίνοντας στο χέρι τη μεζούρα της σα να ήταν τουφέκι. Τα κορίτσια έστεκαν ακίνητα, όση ώρα εκείνη υπολόγιζε το μήκος της φούστας τους, εαν βρίσκεται στο επιτρεπτό όριο, εαν καλύπτει επαρκώς τα επίμαχα σημεία, εαν τηρεί τους ηθικούς κώδικες. Μπορεί να μην υπήρχαν αγόρια στο σχολείο (ήταν Γυμνάσιο Θηλέων), αυτό δε σήμαινε ωστόσο πως μπορούσε να τριγυρνάει το κορίτσι με όποιον τρόπο ήθελε, σαν κανένα παλιοθήλυκο. Τι θα έλεγαν οι γονείς της.

Η καθηγήτρια πέρασε μπροστά απο την Ειρήνη, τη μέτρησε και έφυγε, ρίχνοντας της ένα βλέμμα όλο περιφρόνηση. Η Ειρήνη μετά βίας υπήρξε μαθήτρια του 13, και κανένας σχεδόν καθηγητής δε τη βοηθούσε (με εξαίρεση τον συμπαθέστατο εκείνον κύριο Κωνστανταράκη που δίδασκε Βιολογία). Απο την άλλη, εκείνη την ξινή τη Νικολέττα, όλοι οι καθηγητές και οι καθηγήτριες έπεφταν πάνω της με τα μούτρα. Να την επαινέσουν, να τη διορθώσουν ευγενικά, να της χαμογελάσουν. Να ανεβάσουν τους βαθμούς της όσο ήταν δυνατόν. Ήταν πλουσιοκόριτσο βλέπετε, απο τις “πιο εκλεκτές οικογένειες”, όπως έλεγε ο γυμνασιάρχης με καμάρι. Και καθόλου αμφίβολων ηθών.

Η Ειρήνη μερικές φορές αναρωτιόταν γιατί δεν έλεγαν για την δική της οικογένεια οι καθηγητές οτι ήταν “εκλεκτή”. Αγαπούσε πολύ τους γονείς και τα αδέρφια της… είχε υπέροχες αναμνήσεις απο την παιδική της ηλικία και πάντα ένιωθε πως εισέπρατε αγάπη απο τους δικούς της… γιατί δεν ήταν “εκλεκτή” η οικογένεια της λοιπόν;

Το κουδούνι χτύπησε και τα κορίτσια τινάχτηκαν στις τάξεις τους, ένα κύμα απο γελαστές, ενθουσιώδεις φωνές. Η τάξη της Ειρήνης είχε περίπου 60 μαθητές. Η ίδια η Ειρήνη στριμώχνονταν στο θρανίο μαζί με άλλες τρεις κοπέλες, το ένα πόδι της περίσσευε εκτός. Ο κύριος Κωνστανταράκης μπήκε στην τάξη, με την κοιλίτσα του να κουνιέται αριστερά, δεξιά, σαν τόπι στο κύμα, και η Ειρήνη χαμογέλασε. Σε λίγες μέρες θα γίνονταν οι εορτασμοί της επετείου του “ΟΧΙ” και είχαν γίνει λαμπρές προετοιμασίες στο σχολείο, με χορούς και μουσικές. Η Ειρήνη είχε κάνει πολλές φορές πρόβα τον χορό της και ήταν σίγουρη πως θα άφηνε καλύτερες εντυπώσεις στο τέλος απο την ξινή τη Νικολέττα.

(πηγή φωτογραφίας: http://www.petrades.gr/pages/palies%20photos%20petradioton%20.html)

Μια απο τις καλύτερες φίλες της Ξένιας, η Όλγα, είχε καταγωγή απο κάποιο χωριό της Βουλγαρίας. Είχαν περάσει πολλά οι δυο τους στο σχολείο και είχαν δεθεί μέσα στα χρόνια. Η Ξένια δεν ήταν και η καλύτερη μαθήτρια, ίσα που άγγιζε το 13 μέσο όρο, ήταν τυπάκι όμως και αγαπητή στην παρέα της. Της άρεσε να λανσάρει νέο look στο μαλλί της κάθε μήνα, παρακολουθούσε όλες τις εξελίξεις όσο αφορά τους celebrities, είχε μια προτίμηση στη ροκ μουσική, ιστοσελίδα στο myspace, και κάθε βδομάδα έβγαινε σινεμά, πότε με τις φίλες της, πότε με ένα μόνιμο φλερτ (τον λέγαν Κώστα και ήταν μια τάξη μεγαλύτερος), πότε με όλους μαζί.

Της άρεσε επίσης να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία. Συχνά χανόταν μέσα τους. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να παρατήσει όλα τα βιβλία του σχολείου, μια για πάντα, και να καταπιαστεί με τα εξωσχολικά βιβλία μόνο! Μπορούσε να απαριθμήσει με κάθε λεπτομέρεια όλο το γενεαλογικό δέντρο του Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν, αν όμως της ζητούσες να πει λεπτομέρειες για τη Συνθήκη των Σεβρών, τον Κριμαικό Πόλεμο, ή τη Γαλλική Επανάσταση, εκείνη απλά έγνεφε με απορία.

Μπορεί να μη τα πήγαινε καλά με τα μαθήματα, την ενοχλούσε όμως όταν κοιτούσαν με μισό μάτι τη φίλη της κάποιοι, μόνο και μόνο επειδή ήταν διαφορετικής καταγωγής. Για την Ξένια όλοι οι λαοί της Γης ήταν σαν τα παρακλάδια του γενεαλογικού δέντρου του Τόλκιν. Ο οίκος του Φέανορ, ο οίκος του Φινγκόλφιν και του Φινάρφιν, ο οίκος του Φίνγκον ή του Χάντορ, ήταν όλοι τους γενιές Ξωτικών.

Όπως την ενοχλούσε και εκείνη η μαλάκω η συμμαθήτρια της, η Φέη, που επειδή ξέρω γω είχε ωραίο σώμα έπρεπε όλη την ώρα να το επιδεικνύει, φορώντας κάτι φούστες ως τον κώλο πάνω και κάτι στενά μπλουζάκια να. Και κάθε μέρα ερχόταν με νέα ρούχα (προφανώς είχαν τα λεφτά οι γονείς της και της τα παιρναν), κάνοντας επίδειξη θα λεγε κανείς μες στο προαύλιο του σχολείου, βαμμένη και με το μαλλί στην τρίχα, και με τα αγόρια να τους τρέχουν τα σάλια. Μια φορά προσπάθησε να φορέσει μια μπλούζα σαν της Φέης, η κοιλιά της όμως ξεπετάχτηκε έξω και την έπιασε κατάθλιψη.

Είχε ένα θέμα με την εμφάνιση της γενικώς, έπιανε να βγάζει δεκάδες φωτογραφίες τον εαυτό της με την ψηφιακή της κάμερα, κάθε βδομάδα, και να επιλέγει τις καλύτερες απο αυτές για το facebook. Με διάφορους φωτισμούς, απο ποικίλες οπτικές γωνίες, με αλλαγές στα ντυσίματα και το μαλλί… Η μία στις 10 φωτογραφίες έμπαινε μόνο… οι υπόλοιπες δεν της άρεσαν. Ο Κώστας (το μόνιμο φλερτ) της είχε πει οτι τη θεωρούσε όμορφη, εκείνη όμως δεν τον πίστευε.

Σε λίγες μέρες θα έκαναν την παρέλαση για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου και η Ξένια (προερχόταν απο το “Πολυξένη”) ήταν σίγουρη πως η Έφη θα έκλεβε για άλλη μια φορά τα βλέμματα του φιλοθεάμονος κοινού. Μισούσε τις παρελάσεις και θεωρούσε πως έπρεπε να καταργηθούν σαν θεσμός.

Ο Καφές Μετά

Ο Γρηγόρης γύρισε απο την άλλη πλευρά, καλύπτωντας τον γυμνό του ώμο με ένα κομμάτι εφημερίδα. Ο ύπνος ήταν δύσκολος ενώ έξω έβρεχε, στο καταφύγιο της οικοδομής. Δούλευε εδώ και τρεις βδομάδες στην οικοδομή αυτή, η δεύτερη δουλειά του απο τότε που έφυγε απο το χωριό, αναζητώντας την τύχη του στην πρωτεύουσα. Ήταν δύσκολα, αλλά μια αρχή ήταν πάντα μια αρχή. Δε μπορούσε να ξεχάσει ωστόσο την πρώτη του δουλειά, τον τρόπο που την έχασε μέσα απο τα χέρια του. Ένιωθε πολύ άτυχος και δεν ήξερε ποιός του έφταιγε. Η πρώτη του δουλειά ήταν σ’ ένα γραφείο, διακοσμούσε πινακίδες προς πώληση. Ήταν επίμονος και εργατικός και ο εργοδότης τον είχε πάρει με καλό μάτι και του είχε υποσχεθεί πως θα φτάσει ψηλά κάποια μέρα.

Φαίνεται η προσπάθεια του όμως δεν ήταν αρκετή. Μια μέρα έμαθε πως ένα άλλο παλικάρι, 19 χρονών κι αυτό, είχε πάρει τη θέση του και ο ίδιος είχε ξαφνικά μείνει χωρίς δουλειά. Ο λόγος; Το παλικάρι αυτό ήταν γιός ενός γνωστού του εργοδότη, του οποίου ο εργοδότης ήθελε να κερδίσει την εύνοια. Σε λίγες μέρες θα έβαζε υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος, ή κάτι παρόμοιο σαν αυτό, και χρειαζόταν τις ψήφους.

Την επόμενη μέρα ο Γρηγόρης θα συναντούσε τον Σίμο, τον μοναδικό φίλο του στη μεγάλη πόλη. Θα πήγαιναν σε κανένα καφενείο να πουν τα νέα τους και η σκέψη του έδινε χαρά. Η βροχή όλο και δυνάμωνε.




(πηγή φωτογραφίας: http://photogr.webv.gr/?p=180)


Είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει όλα τα χαρτιά, όλες τις υπογραφές, όλες τις βεβαιώσεις συμμετοχής του σε σεμινάρια και επιστημονικά συμβούλια, τα απολυτήρια του, τα μικρά και τα ακόμα μικρότερα πτυχία του. Είχε δώσει τις απαραίτητες κατατακτήριες εξετάσεις και είχε πάει καλά. Ο Γιώργος ήταν έτοιμος πια για το τελικό στάδιο, τη συνέντευξη. Απο αυτή θα εξαρτιόταν πλέον αν θα τον έπαιρναν στο μεταπτυχιακό ή όχι.

Είχε άγχος. Ήξερε πως το μεταπτυχιακό αυτό έχει λίγες θέσεις, και είχε ακούσει πως η συνέντευξη έπαιζε σημαντικό ρόλο… σημαντικότερο απ’ ότι θα πρεπε. Είχε ακούσει κι άλλα, πράγματα που ήλπιζε να μην είναι αληθινά, πληροφορίες για παλιότερους φοιτητές του μεταπτυχιακού αυτού και του τρόπου με τον οποίο κατόρθωσαν και πήραν τη θέση. Τι στο διάολο δηλαδή, είχε ένα κάρο χαρτιά, είχε φάει τα μισά του νιάτα σπουδάζοντας και τρέχοντας εδώ κι εκεί. Έγραψε καλά στις εξετάσεις. Ήταν διατεθειμένος να ερευνήσει, να μελετήσει, να δώσει τον καλύτερο του εαυτό. Τι άλλο ήθελαν πια.

Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η σειρά του να μπει για τη συνέντευξη.

Μια ώρα μετά ο Γιώργος άραζε για καφέ κάπου στο Θησείο, με τον φίλο του τον Άρη, πίνοντας καφέ και χαλαρώνοντας. Σε λίγες μέρες θα μάθαινε τα αποτελέσματα.




God Save the Queen

Σήμερα ήταν βραδιά θεάτρου. Κάτι που συνέβαινε όχι συχνά, γι’ αυτό και ήταν μια πολύ σπουδαία περίσταση για όλους. Όλη η οικογένεια ντυνόταν στα καλύτερα της. Η μητέρα και η θεία φόρεσαν τα καλύτερα παλτά και τις ακριβότερες τους γούνες. Ο πατέρας ντύθηκε στο πιο φινετσάτο κοστούμι του, εκείνο που είχε αγοράσει απο το ταξίδι του στην Ευρώπη. Η Άρτεμις ήταν ενθουσιασμένη με την προοπτική της εξόδου, το ίδιο και οι δυο αδερφές της. Δοκίμαζαν τα ωραιότερα τους φορέματα, άλλαζαν κολλιέ, φορούσαν τα πιο αστραφτερά τους κοσμήματα, έφτιαχναν το μαλλί και βάφονταν όσο καλύτερα μπορούσαν. Ήξεραν πως η σημερινή βραδιά θα τους έφερνε σε επαφή (έστω και απο απόσταση) με ορισμένα απο τα λαμπρότερα ονόματα του εληνικού θεάματος, και όχι μόνο. Μπορεί να έβλεπαν και πρόσωπα του πολιτικού κύκλου εκεί. Θα είχε καμεραμεν, φώτα, ακριβά αυτοκίνητα. Σαν το Χόλλυγουντ.








Λίγος καιρός είχε περάσει απο τους γάμους της πριγκίπισσας Σοφίας με τον ευγενικό Δον Χουάν, τον διάδοχο του ισπανικού θρόνου. Η Άρτεμις είχε παρακολουθήσει τη λαμπρή τελετή απο την τηλεόραση (απόκτημα πρόσφατο της οικογένειας, για το οποίο ένιωθαν περήφανοι), είχε διαβάσει και στα περιοδικά. Λες σήμερα στο θέατρο να αντικρύσουμε πρόσωπα της βασιλικής οικογένειας?, σκέφτηκε με ενθουσιασμό. Την συνάρπαζε η γκλαμουριά, η αστραφτερή λάμψη των χαμογελαστών στην κάμερα δοντιών, τα κοσμήματα και τα μεγαλοπρεπή φορέματα. Είχε διαβάσει οτι η βασίλισσα πρόσφατα επισκέφτηκε ένα χωριό απο τα μέρη της καταγωγής της, ντυμένη στην τοπική ενδυμασία, μίλησε με τους χωρικούς και συμμετείχε στο πανηγύρι που οργανώθηκε προς τιμήν της! Πόσο περήφανη ένιωθε. Κάποια μέρα θα έβρισκε και κείνη έναν άντρα, που θα γινόταν βασιλιάς της καρδιάς της. Θα ερχόταν σαν τον ιππότη στο τραγούδι. Θα γύριζαν τον κόσμο όλο, θα της αγόραζε ρούχα και μαργαριτάρια, και κείνη θα του πρόσφερε την καρδιά της, το στέμμα της.


Η οικογένεια ήταν έτοιμη. Αγκαζέ βγήκαν έξω, τα κορίτσια συνοδευόμενα απο τους ξάδερφους τους (γιατί τα ευπρεπή κορίτσια έπρεπε πάντα να συνοδεύονται), και πορεύτηκαν προς το θέατρο, όπου θα ξεκινούσε η παράσταση.





Η παράσταση είχε μόλις τελειώσει. Ο κόσμος βγήκε απο την κεντρική είσοδο του θεάτρου, καμιά 30αρια ικανοποιημένοι επισκέπτες, συζητώντας ο ένας με τον άλλο. Η Νίκη βάδιζε ανάμεσα τους, χαμένη ακόμα στην ταξιδιάρικη ατμόσφαιρα του έργου. Το εισιτήριο ήταν βέβαια ακριβό, αλλά η παράσταση την είχε αγγίξει και την είχε βάλει σε σκέψεις που δε συνήθιζε να κάνει.

Μόνη περπατούσε τώρα τα νυχτερινά δρομάκια του φωταγωγημένου κέντρου, περνώντας μπροστά απο μαγαζιά και απο βιτρίνες, χαμένη στις σκέψεις της. “Η κόλαση είναι οι άλλοι”, έλεγε ο Σαρτρ, και αυτό υπήρξε και το κεντρικό νόημα του θεατρικού έργου…. πως φτάνουμε να εξαρτιόμαστε απο τους γύρω μας, να καθορίζεται κάθε στοιχείο της ύπαρξης μας απ’αυτούς, πόσο μπορεί να μας εγκλωβίσει κάτι τέτοιο, να μας θρυματίσει την όποια αίσθηση ελευθερίας μας… Τέτοια σκεφτόταν η Νίκη, και στο μεταξύ είχε πάρει να τσιμπήσει ένα σάντουιτς απο ένα τυροπιτάδικο εκεί κοντά.

Τρώγοντας επανήλθε στην καθημερινότητα. Θυμήθηκε το οτι αύριο έπρεπε πάλι να πάει να κάνει εκείνη την αναθεματισμένη εργασία που τόσο σιχαινόταν. Τρία χρόνια τώρα έλεγε να αλλάξει απο εκείνη την καταραμένη θέση γραμματέος που είχε, στο γραφείο εκείνου του μαλάκα, τρία χρόνια το άφηνε. Γιατί εντάξει, πες οτι παρατάει τη δουλειά. Που θα βρει άλλη μετά; Εκτός αν συνέχιζε τις σπουδές της που είχε αφήσει στη μέση…. τις σπουδές της που δεν της άρεσαν. Ή μήπως αν ξανάρχιζε την κιθάρα που είχε παρατήσει – επίσης – στη μέση;

Πέρασε μπροστά απο ένα σκυλάδικο. “Νυχτερινό κέντρο” τα λένε. Εκεί πάει η αφρόκρεμα του χρήματος, σκορπάνε τα λεφτά τους σε πιάτα και λουλούδια. Το κέντρο της νύχτας. Αν υπάρχει ένα κέντρο στη νύχτα, αυτό βρίσκεται σε σιωπηλούς δρόμους, δρόμους που αντηχούν απο τον ήχο των βημάτων σου στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, βρίσκεται σε σκιερές βιτρίνες και σε σκέψεις που σε ταξιδεύουν… Αυτό είναι το αληθινό “κέντρο της νύχτας”, σκεφτόταν τώρα η Νίκη, βρίσκεται γύρω μας παντού, και δε χρειάζεται χρήματα. Μόνο φευγάτη διάθεση…

Θυμήθηκε εκείνο το φοβερό πρόσφατο live των Porcupine Tree, κει κάτω στο Γκάζι. Εκεί ήταν που ξανάδε τον Βασίλη, μετά απο καιρό. Της έλειπε λίγο… πάει καιρός απο την τελευταία φορά. Αλλά… ήταν επιλογή, επιλογή και των δυο τους.

Η Νίκη ανάσανε βαθειά και γεύτηκε προς στιγμήν την αίσθηση της ελευθερίας. Έβαλε το mp3, πάτησε το play και αφέθηκε σ’ ένα κλασικό άσμα. “God save the queen”…

Χορός μιας Ζωής

Γνωρίστηκαν σ’ εκείνο το πάρτυ και χόρεψαν τον πρώτο τους χορό σ’ εκείνο το αμερικάνικο τραγούδι. Η Σοφία δε θυμόταν ποιό τραγούδι ήταν, δεν είχε σημασία όμως, για κείνη και τον Αντρέα ήταν απλά “εκείνο το αμερικάνικο”. Η Σοφία θυμάται πως την πλησίασε ο Αντρέας. Ήταν ντροπαλός στην αρχή, όπως όλοι οι φίλοι του, κάθονταν στη μια πλευρά του σαλονιού με τα ποτά στο χέρι, κάποιοι κάπνιζαν προσπαθώντας έτσι να δώσουν διέξοδο στην αμηχανία τους. Ο Αντρέας είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω στη Σοφία – η Σοφία δε θα ξεχνούσε ποτέ εκείνο το βλέμμα. Θυμόταν πως τον είχε ξαναδεί κάπου. Στη γειτονιά της ίσως; (αργότερα θα της εξομολογούνταν ο Αντρέας πως την είχε πρωτοδεί στο γραφείο, όπου δούλευε ως βοηθός, και πως την είχε αμέσως ερωτευτεί. Μες στις επόμενες λίγες μέρες θα μάθαινε τα πάντα για κείνη. Ποιά είναι, που μένει, που συχνάζει. Η παρουσία του στο πάρτυ μόνο τυχαία δεν ήταν).

Ο Αντρέας ήταν ένας άντρας στα πρώτα στάδια της ωριμότητας του (είχε κλείσει τα 30 εδώ και κάποιο καιρό). Είχε μια σχετική εμπειρία με γυναίκες, ήξερε τι ήθελε και με ποιόν τρόπο να το πάρει. Ντυνόταν πάντα κομψά, με όμορφα κοστούμια και μοσχοβολούσε με τα καλύτερα αρώματα. Δεν ήταν πλούσιος, είχε ωστόσο μια δουλειά με προοπτικές σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Η Σοφία δεν είχε κλείσει ακόμα τα 19 και δούλευε λίγο καιρό τώρα σ’ ένα γραφείο. Ήθελε να σπουδάσει στο εξωτερικό, αλλά τα χρήματα της οικογένειας δεν ήταν αρκετά. Είχε πολλές κατακτήσεις, αλλά ήταν άπειρη και ντροπαλή μα και παιχνιδιάρα με τους άντρες, ενώ ήδη είχε απορρίψει δύο υποψήφιους γαμπρούς. Ο ένας ήταν καλός αλλά πολύ σοβαρός για τα γούστα της, ο άλλος πολύ κοντός.

Τρεις μήνες μετά απο εκείνον τον χορό, ο Αντρέας και η Σοφία αρραβωνιάστηκαν.

Την είχε ζητήσει απο τους γονείς της, ενώ έγραψε και ένα μακροσκελές γράμμα στην ίδια όπου εξηγούσε τους σκοπούς του και της ζητούσε το χέρι της. Ο πατέρας της Σοφίας είχε αιφνιδιαστεί – η Σοφία ήταν η μικρότερη του κόρη και αρκετά μικρή ακόμα για γάμο. Να ‘ταν 25 όπως η μεγαλύτερη της αδερφή, που έψαχνε και γαμπρό δεν έβρισκε, τότε μάλιστα. Αλλά πάντα έτσι γίνεται, οι μικρές έχουν τη χάρη φαίνεται, η Σοφία ειδικά είχε περίσσια. Ο Αντρέας έκανε ξεκάθαρο στη Σοφία πως αν αρνηθεί την πρόταση του δε θα τον ξανάβλεπε… Τελικά ο πατέρας της ενέδωσε και το ζευγάρι γιόρτασε τους αρραβώνες του σε μια μπουάτ στην Πλάκα, και με ένα αξέχαστο γεύμα σε μια όμορφη παραλιακή ταβέρνα, όπου ήπιαν και τραγούδησαν ως το πρωί.

Ο γάμος τα είχε όλα. Φωτογράφους, χορό, πολλή κόσμο, μουσική, μια μεγάλη γαμήλια τούρτα και άφθονα χαμόγελα. Η Σοφία δεν είχε ιδιαίτερη προίκα… κάτι ρούχα, 2-3 φτηνά έπιπλα, τίποτα το ιδιαίτερο, ο Αντρέας όμως την αγαπούσε πραγματικά και δε τον ενδιέφερε αυτό. Λίγο καιρό μετά τον γάμο θα ταξίδευαν μαζί στο εξωτερικό.

“Γαμώ τη χριστοπαναγία σας γαμημένες πουτάνες. Σας γαμώ και σας χύνω όλες βρωμοκαριόλες!”.

Κάπως έτσι ξέσπασε ο Φώτης, ενώ τα γέλια των κοριτσιών αντηχούσαν στ’ αυτιά του. “Τι να γαμήσεις ρε παλιομαλάκα, εσένα φουσκωτή κούκλα να σου διναν θα την πέρναγες για τρυπημένη και θα την επέστρεφες στο μαγαζί ζητώντας άλλη!”.

“ΕΛΑ ΔΩ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΣΤΙΣ ΤΡΥΠΕΣ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΚΥΛΑ”, κραύγαζε ο Φώτης, ενώ ήδη οι σεκιουριτάδες του μαγαζιού τον είχαν αρπάξει απο τα μπράτσα και τον μετακινούσαν έξω. Ο Φώτης προσπαθούσε να απελευθερωθεί, εκείνοι όμως τον πέταξαν έξω απο το μαγαζί και απείλησαν πως αν συνεχίσει να δημιουργεί πρόβλημα, θα καλούσαν την αστυνομία.

Ο Φώτης έφυγε παραπατώντας, η γεύση του ποτού ακόμα έντονη στον ουρανίσκο του. Βρωμοθήλυκα. Ένα παιχνίδι, η ζωή του όλη ένα ατελείωτο παιχνίδι που είχαν στήσει αυτές εναντίον του. Δεν έφταναν οι γκόμενες που του έριχναν χυλόπιτες στο πανεπιστήμιο. Δεν έφτανε η μαλακισμένη η γυναίκα του που τον χώρισε πρόσφατα. Τώρα ακόμα και τα παλιοθήλυκα των κλαμπ, τα ξεπεταγμένα τσουλιά που δεν έχουν καλά καλά τελειώσει το σχολείο και αρχίζουν τα ξενύχτια, ακόμα και αυτές του το παίζουν ζόρικες. Μα πως έχουν καταντήσει έτσι οι γυναίκες! Ποιός τους παραχώρησε τόση ελευθερία; Ήθελε τόσο πολύ να τους επιβληθεί, να τους δώσει να καταλάβουν πως δεν σέβονται στοιχειώδεις και αρχέγονους κανόνες ανάμεσα στους ρόλους των φύλων, κανόνες που υπήρχαν απο την αρχή κιόλας της ανθρωπότητας…. αλλά αυτές του έβγαιναν συνέχεια απο πάνω!

Και το χειρότερο όλων ήταν πως τις είχε ανάγκη. Και το έδειχνε αυτό. Σπάνια ξεσπούσε όπως σήμερα. Ακόμα και οταν η γυναίκα του του είπε πως “δεν πάει άλλο”, πως ο γάμος τους “δεν οδηγεί πουθενά”, εκείνος έπιασε τον εαυτό του να την παρακαλεί να το ξανασκεφτεί…. να παρακαλάει μια γυναίκα! Τουλάχιστον δεν είχαν κάνει παιδιά ακόμα… ήταν μια παρηγοριά κι αυτό.

Πιο πολύ και απ’τις γυναίκες, σιχαινόταν εκείνες τις σιχαμένες τις αδερφές. Να πως κατάντησαν οι άντρες λοιπόν, να που θέλουν να τον σπρώξουν τα βρωμοθήλυκα! Όχι, δε θα τους κάνει το χατήρι. Ξερό γαμήσι θέλετε, ξερό γαμήσι θα χετε. Ξεχάστε το συναίσθημα απο μένα στο εξής. Και καμία δε θα ταίσει στο εξής με τα δικά του τα λεφτά, να πάνε να δουλέψουν να βγάλουν λεφτά μόνες τους! (το γεγονός βέβαια οτι η πρώην γυναίκα του εργαζόταν και μάλιστα έβγαζε περισσότερα χρήματα απο τον ίδιο το παρέβλεπε εκείνη τη στιγμή, το μυαλό του είχε ούτως ή άλλως θολώσει απο το μεθύσι).

Ο Φώτης τράβηξε τον δρόμο για το σπίτι του. Την επόμενη μέρα δε θα θυμόταν τίποτα απο τα σημερινά και θα έπιανε τον εαυτό του να τηλεφωνεί στην πρώην του και να της έλεγε οτι του έχει λείψει.

Και το πιο παράξενο όλων ήταν πως της είχε λείψει κι αυτός.

Μια Πορεία, ένα Ταξίδι

Η μπάντα ξεκίνησε το αρχέγονο τραγούδι της. Κιθάρα, μπασο, πλήκτρα, τύμπανα, μπουζούκι, κλαρινέτο. Ο κόσμος κάτω τραγουδούσε, ύψωνε πανό, ύψωνε τη γροθιά του στον αέρα. Ένας λαός, ένα σώμα, μια φωνή. Έτσι αισθάνονταν τώρα. Τους ένωναν τα κοινά τους βάσανα, ο κοινός σκοπός.Στη σκηνή ξεπρόβαλε εκείνος ο βάρδος απο τα παλιά, αυτός ο τραγουδοποιός που μιλούσε στη δική τους γλώσσα, τη γλώσσα του αγώνα. Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Εκεί ήταν ο Κωστής, ο Γιάννης και η Μάρθα, η Γιώτα και η Ειρήνη, ο Γρηγόρης και ο Σίμος, η Σοφία και ο Αντρέας. Δε συμφωνούσαν μεταξύ τους στα πάντα, πίστευαν όλοι τους ωστόσο πως η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και χρειάζεται μια αλλαγή. Στην πορεία πριν λίγες ώρες είχαν πέσει πάνω σε σώμα αστυνομικών και είχε ακολουθήσει σφοδρή σύγκρουση. Ο Γιάννης είχε τραυματιστεί, ευτυχώς όχι βαριά. Τώρα τραγουδούσαν όλοι μαζί, για τον κοινό σκοπό, που δεν ήξεραν ποιός ήταν ακριβώς, μια βραδιά όπως εκείνη όμως δεν είχε σημασία. Σήμερα γραφόταν ιστορία και ήταν όλοι μέρος της.

Σπασμένα τζάμια στον δρόμο. Πεταμένα πανό, βιτρίνες που έχασκαν. Η μυρωδιά του δακρυγόνου δηλητήριο στο χείλος του αέρα.

Και ο Άρης βαδίζει στα συντρίμμια. Σκέφτεται πως φτάσαμε ως εδώ. Ακούει τα θρυψαλισμένα γυαλιά να συντρίβονται κάτω απ’ τα πόδια του. Η αρβύλα, όπως αυτή θρυμματίζει την ελπίδα.

Το βλέμμα του έπεσε σε μια βιτρίνα που παραδόξως είχε μείνει ανέπαφη. “Είδη και αναμνηστικά της Παλιάς Αθήνας”. Ασυνήθιστο μεγαζί, σκέφτηκε, παρατηρώντας τα εκθέματα. Φωτογραφίες σαν εκείνες που συναντάει κανείς σε παλιά γκριζαρισμένα άλμπουμ, καρτ ποστάλ, αντίκες έπιπλα, παλιά ρούχα, δίσκοι μιας άλλης εποχής. Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται πως τα αντικείμενα αυτά ήταν νέα όταν οι γονείς του ήταν νέοι, έκαναν την εμφάνιση τους παράλληλα με τα πρώτα τους βήματα.

Μπήκε μέσα στο μαγαζί, απο περιέργεια περισσότερο. Ήταν σα να εισχωρεί σ’ έναν άλλο κόσμο, παλιό μα και γνώριμο ταυτόχρονα… Το μαγαζί στο εσωτερικό του φάνταζε πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι φαινόταν έξω. Ή μήπως ήταν ο ίδιος εκείνος που είχε μικρύνει μπαίνοντας μέσα του;

“Μοιάζεις με χαμένος”, έκανε μια παιχνιδιάρικη φωνή πίσω του, ξυπνώντας τον θα λεγε κανείς απο ένα όνειρο. “Ορίστε;”, είπε αυτός γυρίζοντας και αντίκρισε ένα όμορφο, γελαστό κοριτσίστικο πρόσωπο. Δε πρέπει να ήταν πολύ μικρότερη απ’ αυτόν. “Λέω, έχεις πάρει μια χαμένη εντελώς έκφραση… πλάκα έχει!”, γέλασε το κορίτσι.

“Τι μέρος είναι αυτό;”, ρώτησε ο Άρης. “Πουλάτε παλιά αντικείμενα και έτσι;”

To κορίτσι βύθισε τα μάτια της στα δικά του και ο Άρης ένιωσε να κόβεται η ανάσα του. “Τίποτα δεν είναι προς πώληση εδώ. Εδώ αράζουμε, πίνουμε το ποτό μας και μιλάμε, μιλάμε για άλλες εποχές. Και όσο μιλάμε ταξιδεύουμε. Αυτή εδώ ήταν μια στάση. Σε λίγο θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας”, είπε η κοπέλα χαμογελώντας. “Τι λες. Θες να μας κάνεις παρέα;”

Τότε ο Άρης παρατήρησε πως στο βάθος του μαγαζιού υπήρχαν τραπέζια, και στα τραπέζια καθόταν κόσμος, κόσμος που έπινε τον καφέ του, τραγουδούσε και συζητούσε με χαρά.

Η κοπέλα τον κοιτούσε με ενδιαφέρον. “Πως λέγεσαι;”, τον ρώτησε.

“Εεε… Άρης”, έκανε αυτός. “Εσύ;”

“Μελίτα”, είπε αυτή. Γλυκιά σαν το όνομα της, σκέφτηκε ο Άρης. “Δε σας ενοχλεί ο σαματάς έξω; Τα επεισόδια, οι συμπλοκές που έγιναν πριν λίγες ώρες… Δε φοβάστε;”, τη ρώτησε, παρατηρώντας με απορία τον κόσμο γύρω που έδειχνε να καλοπερνάει.

“Όχι δε φοβόμαστε”, είπε η Μελίτα. “Αλλά έτσι κι αλλιώς, περαστικοί είμαστε απο δω. Όπως σου είπα, αυτό είναι ένα ταξίδι. Το λημέρι αυτό είναι απλά το όχημα μας”.

Και στα λόγια αυτά ο Άρης είδε κάτι που πραγματικά τον έκανε να μείνει με ανοιχτό το στόμα. Το μαγαζί – ή ό,τι άλλο ήταν – φαινόταν να κινείται! Η θέα απο την βιτρίνα έξω είχε αλλάξει και μεταβαλόταν διαρκώς! Το κτίριο όλο έτρεχε, κάλπαζε ξέφρενα στους δρόμους, σα να χε βγάλει ρόδες!

Και ο Άρης έπιασε τον εαυτό του να ενθουσιάζεται, ακόμα και αν δεν είχε καταλάβει τι γινόταν. Η Μελίτα τον έπιασε απαλά απο το χέρι. “Παίζεις χαρτιά Άρη;”, τον ρώτησε, πνίγοντας ένα χαμογελάκι. “Ψάχνουμε έναν ακόμα παίχτη για να κλείσουμε ομάδα”. Ο Άρης την κοίταξε και έγνεψε καταφατικά. “Αμέ, γιατί όχι;”, είπε.

Και έτσι, σ’ εκείνο το ταξίδι, γνωρίστηκαν ο ένας με τον άλλο και με όλη την παρέα.

Tags: , , , , ,

16 Responses

  1. margkw says:

    Να σου πω κάτι; Είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω διαβάσει στην μπλογκοχώρα!!!
    Πολύ μου άρεσε..Ευγε!

  2. My dear ladies… thank you very, very much!

    ~ υπόκλιση, στο παλιό, κλασικό στυλ 😉 ~

  3. lucretia says:

    Ταξιδιαρικη η αναρτηση σου…και με χρωμα!

    Απο το ασπρομαυρο της εποχης των παλιων κινηματογραφων στο ζωηρο πολυχρωμο της συγχρονης εποχης και παλι πισω.

    Και παντα οι ανθρωποι εχουν μια ιστορια να διηγηθουν.

    Μου αρεσε και η ιδεα του "κεντρου της νυχτας" και -δε ξερω γιατι- ερωτευτηκα την πρωτη φωτογραφια!

  4. Φίλε κούνελε, δε σταματάς να με εκπλήσσεις !
    Δεν το διάβασα ακόμη το κείμενο (φοβήθηκα λίγο το μέγεθος, είναι και 3.30 το βράδυ και αύριο δουλεύω), αλλά θα επανέλθω σίγουρα με σχόλια, και συψχαρητήρια (αν δεν τα έχεις βαρεθεί) για τη φοβερή δουλειά που κάνεις !

  5. Ευχαριστώ πάρα πολύ ρε συ πίθηκε, οι πίθηκοι τελικά είναι οι καλύτεροι φίλοι των κουνελιών!

    Διάβασε το όποτε θες, έτσι κι αλλιώς λέω να το αφήσω κάποιο καιρό ακόμα μέχρι την επόμενη ανάρτηση, και οι δικές μου υποχρεώσεις δυστυχώς περιορίζουν τον ρυθμό που μπορώ να κάνω αναρτήσεις στο blog… 🙂

  6. Καλησπέρα σας..Είδα φώς και μπήκα!!Ενα εχω να πω..Συγχαρητήρια!Καταπληκτικό!!…

  7. Καλησπέρα και ευχαριστώ πολύ! Περάστε, αράξτε, make yourselves comfortable, προσέξτε μη χτυπήσετε το κεφάλι σας στην οροφή (είναι λίγο χαμηλοτάβανες οι κουνελοφωλιές), να σας κεράσω λίγο καροτόζουμο αν θέλετε (ε τι, καφέ θα πίναμε? :P).

    Και πάλι ευχαριστώ. 🙂

  8. Kouneli akoma den exw vrei xrono na diavasw thn anarthsh sou. [kai skiazomai giati tha me vriseis twra :P]

    Alla! Tha thn diavasw vevaia otan vrw perissotero xrono na ths afierwsw giati den thelw na thn diavasw apospasmatika alla monoroufi. Kai tote tha sou ksanafhsw comment 🙂

  9. Μην ανχώνεσαι τρελοεργαλείο. Σε νιώθω. Αυτόν τον καιρό ο χρόνος και για μένα γίνεται είδος πολυτελείας… Με την ησυχία σου, η ανάρτηση εδώ θα είναι!

  10. Geo says:

    Απίθανο , υπέροχο, καταπληκτικό……….!!!!!!!!!

  11. Χαχα, με συγκινείς. Θενξ που το διάβασες ρε συ, τρία cheers για το κίνημα!

  12. Όπως σου υποσχέθηκα πρίν απο λίγες μέρες, I'm back !

    Δεν ξέρω απο πού να ξεκινήσω, είναι πολλά που θέλω να πώ !
    Α, το βρήκα : Ειλικρινά μπράβο σου, και σ'ευχαριστώ !

    Πραγματικά υπέροχο το κείμενό σου, πίσω απο το οποίο διακρίνω καθαρά και με μεγάλη χαρά το μεράκι του συγγραφέα. Διακρίνω την ιστορική έρευνα, την αναζήτηση για το φωτογραφικό υλικό, τη δημιουργία και "διάπλαση" των χαρακτήρων, την επεξεργασία των ιστοριών και το κυριότερο, ένα συγκεκριμένο μήνυμα, μία ουσία που αναβλύζει απο τα περιστατικά και τα γεγονότα που αντιπαραθέτεις.

    Εγώ αντιλαμβάνομαι το νόημα της ανάρτησης, εκτός απο τη νοσταλγική διάθεση για εποχές χαμένες, πιο αθώες και αληθινές, ως μια γενική διαπίστωση πως, όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί, οι άνθρωποι παραμένουν λίγο-πολύ οι ίδιοι, με τις αδυναμίες τους, τις χαρές τους και τις λύπες τους.

    Και ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, τα παιδιά, πρίν αλλοτριωθούν απο τον ξεραμένο συναισθηματικά, "αληθινό" κόσμο των μεγάλων, παραμένουν τα ίδια. Δεν έχει σημασία αν αυτό που τους δίνει χαρά είναι το καινούριο παιχνίδι στο Xbox ή το σκαρφάλωμα στα δέντρα – η αθωότητα και το καθαρό τους βλέμμα είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στον κόσμο !

    Ορίστε ! Με έκανες συναισθηματικό. Ικανοποιήθηκες ?

    Εγώ ναι ! Και πάλι χίλια μπράβο σου !

  13. Ιδιαίτερα μου άρεσε και το φινάλε σου, που λοξοκοιτάζει προς το sci-fi, διατηρώντας όμως το γενικό ύφος του κειμένου. Ιδανικό τελείωμα για τα γούστα μου !

    Και πάλι μπράβο (α, το ξαναείπα, ε ? Καλά)

  14. Τι να πω ρε συ πίθηκε. Με συγκίνησες, φτου σου. Έτσι όπως τα λες είναι ακριβώς, υπήρξε και έρευνα, υπήρξαν και οι χαρακτήρες, και "μήνυμα" (όχι άμεσο, περισσότερο ήθελα ο αναγνώστης να σχηματίσει τη δική του άποψη απο αυτά που διαβάζει), ακριβώς όπως τα είπες όμως…

    Ομολογώ αρκετά απο αυτά που έγραψα, όπως το παράδοξο φινάλε, δεν τα είχα σχηματοποιήσει στη σκέψη μου απο νωρίς… μου βγήκαν ενώ έγραφα, τελικά ο ειρμός των σκέψεων οδηγεί σε παράξενα μονοπάτια μερικές φορές…

    Αφορμή για το κείμενο αυτό υπήρξαν κάτι συζητήσεις με συγγενείς, για την εποχή τότε… και η όλη αίσθηση που μου άφησαν οτι "ήταν κι αυτοί παιδιά και νέοι κάποτε, σε μια εντελώς διαφορετική (μα τόσο ίδια) εποχή"…

    Και πάλι θενξ. Μ' αυτά και μ'αυτά ήταν απο τις σημαντικότερες για μένα αναρτήσεις μου. Άντε, να κάνω και καμιά νέα ανάρτηση στο μπλογκ απο βδομάδα, μου έλειψε…!

  15. paperflowers says:

    Όλο και μεγαλώνουν τα ποστ σ'αυτό το μπλογκ….
    Σε συνέχειες θα πρέπει να τα διαβάζουμε σαν τα σήριαλ πια! :-Ρ

    Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα όταν διαπίστωσα την έκταση του κειμένου και ήρθα κατευθείαν στα σχόλια να σου την πω. Βλέπω όμως τις διθυραμβικές κριτικές των προηγούμενων και μ'έχει πιάσει μια περιέργεια.. Η ώρα όμως είναι 2 κ 20 κι εγώ πρέπει να ξυπνήσω νωρίς οπότε αρνούμαι να το διαβάσω τώρα! Να μάθεις!

  16. Η αποπάνω δε ξέρει τι λέει, μη την ακούτε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *


Notice: Trying to access array offset on value of type null in /usr/www/users/tofoni/wp-content/plugins/wp-optimize-premium/wp-optimize.php on line 1892