Η ιστορία του Tom Waits… μέρος 4: Τα ηλεκτρικά nineties

Enter the rabbit's lair...

Η ιστορία του Τομ Γουέιτς. Ένα αφιέρωμα στη διαδρομή και τη δισκογραφία του από το Φονικό Κουνέλι - μέρος 4 / The story of Tom Waits, part 4 @fonikokouneli

Πίσω στο μπαρουτοκαπνισμένο μπαρ. Μπάρμαν, πιάσε ένα απ’ το γνωστό – κι αν μπορείς φέρε κι ένα μεζεδάκι να τσιμπήσουμε, η νύχτα θα πάει μακριά και θέλω κάτι να με κρατήσει δυνατό. Χαμήλωσε τα φώτα, ξέρεις πως με ενοχλεί αυτή η λάμψη. Έλα, άραξε αν θες – έχω ιστορίες να διηγηθώ. Πάμε να μιλήσουμε για το φιλαράκι μας τον Τομ.

Θυμάσαι πού είχαμε μείνει; Όχι; Δεν πειράζει, μπορώ να σου θυμίσω. Είχαμε αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 70 – όταν ένας νεαρός κατσαρομάλλης αυτοσχεδίαζε μπαλάντες αποχωρισμού στο πιάνο, πάντρευε στυλιστικά τον Σινάτρα με τον Ντύλαν και έμοιαζε να ζει σε μια άλλη εποχή. Ο νεαρός αγαπούσε τον Μπουκόφσκι και την τζαζ – και τον είδαμε να εξελίσσεται σε υμνητή της μποέμικης ζωής και της νύχτας του περιθωρίου. Το ποτό δεν έλειπε απ’ το χέρι του – όμως δεν ήταν εκείνος που έπινε, ήταν το πιάνο.

Ο νεαρός έζησε συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, περιφρόνησε από νωρίς τον κόσμο του εμπορίου και αποτόλμησε σχέσεις που τον ώθησαν στα άκρα – ή τις ώθησε εκείνος. Κάποια στιγμή γνώρισε μια γυναίκα που τον βοήθησε να πατήσει πιο γερά στα δυο του πόδια και να ακολουθήσει τον δρόμο που ήθελε ο ίδιος. Έγραψε τραγούδια για πειρατές και πόρνες, για μοναχικούς, συμμορίες και μαύρους του Χάρλεμ. Κάποιες φορές τραγουδούσε βρυχώμενος – άλλες ψιθύριζε λόγια φορτισμένα ποίηση. Στα μισά των 80ς κυκλοφόρησε τον δίσκο που τον καταξίωσε στα μάτια πολύ κόσμου: το “Rain Dogs”. Όμως ο Tom Waits, μαθημένος στο χαμηλό φως ενός τζαζ μπαρ, δεν αγαπούσε το εκτυφλωτικό φως της καταξίωσης – μούσα του παρέμενε η έκφραση, κόντρα σε μάνατζερ και media. Η συνέχεια έμελλε να είναι ακόμα περισσότερο ιδιαίτερη ή ιδιόμορφη (διάλεξε όποια λέξη θες).

Θ’ ακολουθήσουν εξπρεσιονιστικά μιούζικαλ, κινηματογραφικές αποδράσεις απ’ τον νόμο, αγουροξυπνημένοι καφέδες και τσιγάρο, εξερευνήσεις των παλιών μπλουζ του Δέλτα, σοκολατένιοι Χριστοί, παιδιά που δεν θέλουν να μεγαλώσουν, μια βουτιά στην κουνελότρυπα… κι ένας παράφορος ηλεκτρισμός, αδύνατος να χωρέσει σε καλούπια. Γι’ αυτά θα πούμε σήμερα. Είσαι μαζί μου; Α, έφερες το μεζεδάκι βλέπω – ό,τι χρειαζόμουν για να πάρω μπρος. Εσύ, κοπελιά… έλα εδώ, πλησίασε – μου αρέσει πάντα να περιλαμβάνεται στο ακροατήριο ένα ζευγάρι όμορφα μάτια. Δίνει χρώμα στη φωνή μου. Είμαστε έτοιμοι;

Πριν συνεχίσεις, προτείνω να γυρίσεις πίσω – και να δεις πάλι τα παλιά, ή να τα γνωρίσεις σε περίπτωση που τα έχασες. Η ιστορία που αφηγούμαστε γίνεται καλύτερη όταν τη διαβάσεις όλη απ’ την αρχή – και δεις την εξέλιξη του πρωταγωνιστή μας.

Η ιστορία του Tom Waits, μέρος 1: Τα πρώτα χρόνια

Η ιστορία του Tom Waits, μέρος 2: Blue Valentines

Η ιστορία του Tom Waits, μέρος 3: Σκυλιά της Βροχής

Πάνω από τον Νόμο

Ήταν μια ωραία μέρα όταν το φιλαράκι του Tom Waits, ο Jim Jarmusch, του πρότεινε να συμμετάσχει στη νέα του ταινία. Το θέμα αφορούσε τρεις τύπους που φυλακίζονται δίχως να ευθύνονται οι ίδιοι – και σχεδιάζουν, έπειτα, την απόδρασή τους. Ο τίτλος του έργου: “Down By Law”. Κι ενώ ο Waits υπέθετε πως θα υποδυόταν κάποιον περιφερειακό χαρακτήρα, διαπιστώνει με έκπληξη πως είναι ένας από τους τρεις πρωταγωνιστές – με τον John Lurie και τον Ρομπέρτο Μπενίνι στο πλευρό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Waits διαπίστωσε με ικανοποίηση πως ο Τζάρμους του παρέδωσε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Λίγο–πολύ υποδύεται τον εαυτό του, με μια αξιοσημείωτη διαφορά: στο έργο ο Waits είναι DJ και όχι μουσικός.

Γυρισμένο σε υπέροχη ασπρόμαυρη εικόνα, φέροντας άφθονες πινελιές σκηνοθετικής και ερμηνευτικής μαεστρίας και μια δόση ωραιότατου χιούμορ, το “Down by Law” είναι ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα φιλμ της εναλλακτικής αμερικανικής σκηνής της δεκαετίας του 80. Η παρουσία του Ρομπέρτο Μπενίνι στα γυρίσματα έμοιαζε σαν κάποιο ξωτικό που ξεπήδησε από μια άλλη πραγματικότητα: “Ο Μπενίνι ξεχειλίζει ελπίδα”, είχε πει ο Waits. “Βγάζει το καπέλο του και ξεπηδούν πουλιά από κάτω. Περπατάει ανάμεσα στις στάλες της βροχής. Είναι μία δύναμη της φύσης…”

Η καλλιτεχνική επιτυχία του έργου καθιέρωσε όχι μόνο τον Τζάρμους – έναν αναδυόμενο ροκ σταρ του κινηματογράφου –, μα και τον ίδιο τον Waits σαν ηθοποιό. “Ευχαριστώ που μου έδωσες μία ευκαιρία, Τζιμ”, είπε πολλά χρόνια μετά, σε μία συνέντευξή του.

Tom Waits, John Lurie and Roberto Benini in Down by LawTom Waits and Jim Jarmusch / Τομ Γουέιτς και Τζιμ Τζάρμους

Ένα μιούζικαλ για τα τρελά χρόνια του Φρανκ

Βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό των eighties και ήταν καιρός να υλοποιηθεί η επιθυμία του Waits για ένα μιούζικαλ – ένα έργο που θα συνένωνε τη μουσική με τις συγγραφικές και θεατρικές του ανησυχίες. Ο Waits ήταν πάντα θεατρικός πάνω στη σκηνή: στην κινησιολογία, τις εκφράσεις, το ντύσιμο, τις απαγγελίες, τον τρόπο που άναβε το τσιγάρο του. Η δημιουργία ενός μιούζικαλ δεν θα έκανε καμία εντύπωση σε όποιον είχε παρακολουθήσει την πορεία του ως τότε.

Το “Frank’s Wild Years”, ξεκινώντας από ένα ιδιόμορφο (μα απόλυτα αξιομνημόνευτο) τραγούδι διάρκειας δύο λεπτών, άπλωσε κλαδιά, έπιασε ρίζες – και μεταμορφώθηκε, σταδιακά, σ’ ένα ολοκληρωμένο μουσικό δέντρο με θέμα του τα όνειρα: τα όνειρα που, σαν άλλα δέντρα, απλώνουν τα κλαδιά τους προς τη μεριά του ήλιου, ακόμα και αν δεν κατορθώνουν ποτέ να τον αγγίξουν. Πρωταγωνιστής ένας παίκτης του ακορντεόν που ετοιμάζει τις αποσκευές του και εξορμεί για το Λας Βέγκας, με στόχο του την καλλιτεχνική καταξίωση. Αξιομνημόνευτο στοιχείο: ο πατέρας του Waits ονομάζεται Frank.

Περισσότερο και από το θεατρικό περιεχόμενο του μιούζικαλ (το οποίο συνάντησε μία χλιαρή ανταπόκριση τον καιρό εκείνο, και από το οποίο δεν υπάρχει κάποιο ολοκληρωμένο ντοκουμέντο), εκείνο που άντεξε στον χρόνο ήταν η μουσική του – που μετεξελίχθηκε στην επόμενη δισκογραφική δουλειά του Waits.

Ας μιλήσουμε για το μουσικό περιεχόμενο του δίσκου λοιπόν. Το “Frank’s Wild Years” μοιάζει να έχει εξωθήσει τους πειραματισμούς των προηγούμενων άλμπουμ στα άκρα – εδώ δεν υπάρχουν “πιασάρικες” στιγμές και ράδιο-φιλικά άσματα, ενώ οι νεωτερισμοί του Waits με τη φωνή του αγγίζουν νέα επίπεδα: ένα θεατρικό εμπεριέχει πλήθος χαρακτήρων, ο καθένας με τη δική του φωνή – και ο Waits αλλάζει διαρκώς τα φωνητικά του, από τραγούδι σε τραγούδι, υποδυόμενος τους πάντες. Ας μην ταλαιπωρούμε τη σκέψη μας, προσπαθώντας να προσδώσουμε κάποια «μουσική ταμπέλα» σε αυτόν τον δίσκο – πρόκειται για καλλιτεχνική θεατρική μουσική, και νομίζω αυτός είναι ο καλύτερος χαρακτηρισμός και θα μπορούσε να πάρει.

Frank's Wild Years, album by Tom Waits

Το εναρκτήριο κομμάτι, “Hang On, St. Christopher“, ανήκει στα περισσότερο “προσβάσιμα”, θα λέγαμε, τραγούδια του άλμπουμ. Ρυθμικό και ανεβαστικό, με συνοδεία πνευστών και φέροντας έναν αέρα θεατρικού, σχεδόν μεταλλαγμένου, Rhythm’n’Blues, είναι μια καλή αρχή. Όμως εδώ δεν είμαστε στο “Rain Dogs” – η συνέχεια μας κατευθύνει ολοένα και περισσότερο σε μονοπάτια εξπρεσιονιστικά, όπου δεσπόζουν οι εναλλασσόμενοι ρόλοι και οι διαθέσεις των πρωταγωνιστών του musical. Αυτό είναι η δύναμη (ίσως όμως και η αδυναμία) του “Frank’s Wild Years”. Πρόκειται για τραγούδια που φτιάχτηκαν με σκοπό να συνοδεύουν τους ηθοποιούς μιας θεατρικής σκηνής. Κάποια ανάμεσά τους έχουν λιγότερη δύναμη να σφηνώνονται μέσα σου, συγκριτικά με τραγούδια προηγούμενων δίσκων του Waits. Αισθάνεσαι περισσότερο πως συνιστούν μέσα για έναν άλλο σκοπό – και όχι τέλη καθ’ εαυτά.

Κι όμως – ακόμα και σε αυτό το δύσβατο και απροσπέλαστο για τα πλήθη ορυχείο μπορεί κανείς να βρει διαμάντια. Το “Temptation“, μια από τις συνεργασίες του με τη σύζυγό του Kathleen, παρουσιάζει έναν Waits να τραγουδάει όπως ποτέ άλλοτε και να υμνεί τους πανταχόθεν πειρασμούς, το αλατοπίπερο της ζωής – με αποτέλεσμα ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια του. Το “Innocent When You Dream” μας μεταφέρει στα άδυτα κάποιας μπαρουτοκαπνισμένης παμπ του παλιού καιρού – μοιάζει βγαλμένο από κάποια παλιά, πολύ παλιά εποχή. Σαν το τραγούδι του γέρο-πειρατή προς τα εγγόνια του. Το “I’ll Be Gone”, με τη σειρά του, είναι μία απολαυστική πόλκα – λείπει μόνο η βαθυκόκκινη αυλαία που θα υποκλιθεί στο έσχατο χορευτικό του πρωταγωνιστή.

To “More Than Rain” είναι η μουσική που θα έγραφε ο Μπουκόφσκι – αν επεδίωκε να μιμηθεί τον Φρανκ Σινάτρα και αποκτούσε γαλλική υπηκοότητα. Κάτι τέτοιο, ναι, άκουσέ το και θα συμφωνήσεις μαζί μου. Το “Way Down In The Hole” μοιάζει με gospel στριμωγμένο στη γωνία από τον φόβο του, πασχίζοντας να ξορκίσει τους σατανάδες των φαντασιώσεών του. Μεταξύ άλλων, το τραγούδι έγινε πασίγνωστο αρκετά χρόνια μετά από την τηλεοπτική σειρά “The Wire”.

Αν όμως με ρωτούσες ποια είναι η αγαπημένη μου στιγμή στον δίσκο, θα σου έλεγα πως αφορά άλλη μία συνεργασία μεταξύ του Waits και της Kathleen: ο λόγος για το “Yesterday Is Here“. Στοιχειωμένα όμορφο τραγούδι. Η αίσθηση κάποιου μοναχικού καβαλάρη που αποχωρεί για ξένα μέρη στο σούρουπο – μέχρι που η μακρόσυρτη σκιά του γίνεται ένα με τη νύχτα και το παρελθόν σμίγει με το μέλλον. Χαμήλωσε τα φώτα, κλείσε τα μάτια, βάλε το τραγούδι να παίξει… και αφέσου.

Και αυτό ήταν. Το “Frank’s Wild Years” ακολούθησε τον δικό του δρόμο μες στο σούρουπο.

Ο Τομ Γουέιτς σε δρόμο στη δεκαετία του 80

Πέρα από τον δρόμο της εμπορικότητας

Μετά την επιτυχία του “Rain Dogs” ο Tom Waits θα μπορούσε, θεωρητικά, να είχε κυκλοφορήσει κάποιον δίσκο ξέχειλο με ραδιοφωνικά χιτ – θα μπορούσε να είχε γίνει ένας ακόμα ροκ σταρ των καιρών, μαύρα γυαλιά, δερμάτινο τζάκετ και όλα. Διέθετε όλα τα συστατικά για κάτι τέτοιο. Και τι έκανε; Επέλεξε να κυκλοφορήσει το πιο αντιεμπορικό του άλμπουμ μέχρι τότε – και να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Όχι μόνο δεν βάδισε στο μονοπάτι της εμπορικότητας, που έμοιαζε στρωμένο σαν χαλί στα πόδια του, μα ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση.

Άξιο αναφοράς: Η μουσική του “Frank’s Wild Years” είναι λιγότερο “αμερικάνικη” συγκριτικά με όλους τους προηγούμενους δίσκους του: περιλαμβάνει σποραδικές πινελιές R’n’B (έμμεσες και μπολιασμένες με άφθονα άλλα συστατικά), ελάχιστη τζαζ και καθόλου ροκ. Η θεατρικότητα του δίσκου φέρνει περισσότερο στο νου εικόνες από κάποια παρηκμασμένη μπαρόκ σκηνή της κεντρικής Ευρώπης – ένα γαλλικό cabaret, ενδεχομένως, ή μια πολωνέζικη ταβέρνα.

Αν ήθελε, ο Waits θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει την πεπατημένη του star system. Είχε τα μέσα και έδειξε πως έχει και τον τρόπο. Επέλεξε να μην το κάνει καταμεσής της αστροφωτισμένης δεκαετίας του 80. Καταμεσής της εποχής του αναδυόμενου MTV, του χολιγουντιανού ονείρου, της κουλτούρας των γιάπηδων και των ροκ σταρ που μπούκωναν ασφυκτικά τα στάδια. Ο Waits επέλεξε ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο – τον δρόμο της προσωπικής του έκφρασης. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι άξιο θαυμασμού.

Tom Waits in 1986

Άλλη μία κινηματογραφική παρουσία: Ο λόγος για την ταινία “Ironweed” του 1987. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν ήταν άλλος από τον Τζακ Νίκολσον – από τον οποίο ο Waits έμαθε πολλά. Όχι μόνο όσο αφορά τη στάση του μπροστά στη σκηνή – μα και τη στάση του στα παρασκήνια, την ικανότητά του να αντεπεξέρχεται στη φήμη, να φέρει πάνω του τα βάρη της δίχως να τον επηρεάζουν. Θέλει δύναμη για κάτι τέτοιο.

Στο μεταξύ, ο Waits προσπαθούσε να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις και στον αναδυόμενο ρόλο του οικογενειάρχη. Δεν τα κατάφερνε πάντα. “Ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι τη μία στιγμή, μανιοκαταθλιπτικοί την επόμενη”, είχε πει. Κάποιες φορές επέστρεφε στο αλκοόλ, τον παλιό του δαίμονα. Το πιάνο άρχιζε πάλι τα ξενύχτια του – και άντε να το συνεφέρεις. Τέτοια σκαμπανεβάσματα είχαν γίνει μέρος της καθημερινής ρουτίνας. “Η οικογενειακή ζωή είναι ένα happy ending σε μία πολύ κακογραμμένη ιστορία”.

Η στάση του απέναντι στα media και τους δημοσιογράφους παράδερνε μεταξύ καχυποψίας και ανοιχτής εχθρότητας. “Βλέπω τον τρόπο που πολύς κόσμος επικοινωνεί με τον Τύπο… Για μένα, μοιάζει λίγο λες και μιλάς με κάποιον μπάτσο”, είχε δηλώσει. Οι υποδείξεις σχετικά με την ταυτότητά του ως καλλιτέχνη, οι ερωτήσεις για την προσωπική του ζωή, η συνεχής προσπάθεια να τον εντάξουν κάτω από μια ορισμένη ταμπέλα, η προκατασκευασμένη φόρμουλα στην οποία “όφειλε” να εντάξει ο ίδιος τον εαυτό του – μία φόρμουλα που αναφέρεται στις απαιτήσεις των δισκογραφικών εταιρειών, στις απαιτήσεις των οπαδών, σε εκείνο που οφείλει να κάνει ώστε να ικανοποιεί τους μεν, εκείνο που οφείλει να κάνει ώστε να ικανοποιεί τους δε, στις κατάλληλες εμπορικές κινήσεις, στις χρήσιμες καλλιτεχνικές κινήσεις, στις σωστές δημόσιες σχέσεις, στην κατάλληλη και λιγότερο κατάλληλη εικόνα προς τα έξω… ε, δεν μας παρατάτε όλοι.

“Θυμώνω πολύ με κάποια πράγματα που βλέπω, μα για την ώρα τα κρατάω μέσα μου. Νομίζω όχι για πολύ όμως”. Μεταξύ άλλων, του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον η αναδυόμενη, στα χρόνια εκείνα, hip hop και ραπ σκηνή. Όπως είχε συμβεί με το Punk, μία δεκαετία νωρίτερα, δεν ήταν η μουσική καθεαυτή που τον ενδιέφερε τόσο (δεν θα συναντήσουμε ούτε ίχνος επιρροής στα τραγούδια του Waits), αλλά το attitude. Η νεανική σπίθα, ο αέρας του αντικομφορμισμού.

Να γιατί ο Waits ήταν πάντα ροκ, ακόμα και αν το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του δεν ακούγεται σαν ροκ. Όχι για τον ήχο και σίγουρα όχι για το ανόητο “party, women & drugs” φαντασιακό των ροκ σταρ της εποχής – μα για εκείνο που σηματοδότησε η αρχέγονη παρουσία της ροκ μουσικής, φτάνοντας στις μαύρες και φολκ ρίζες της: μια ρήξη και μια απογυμνωμένη μορφή προσωπικής έκφρασης.

Tom Waits in Down By Law

Ο Μαύρος Καβαλάρης

Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 80, ο Waits έχει αφήσει πίσω του έναν αξιομνημόνευτο ρόλο στην ταινία “Cold Feet” και προετοιμάζει ένα ιδιόμορφο μουσικό/θεατρικό project, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη της Avant-Garde Robert Wilson, πάνω σε κείμενα του William Burroughs. Η προοπτική της συνεργασίας με τον Μπάροουζ αφενός κολάκευε, αφετέρου φόβιζε τον Waits. Επρόκειτο για έναν από τους βασικούς λογοτεχνικούς εκφραστές της γενιάς των μπίτνικ: έναν απ’ τους συγγραφείς που έθεσαν τις βάσεις (παρέα με τον Κέρουακ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ) της λογοτεχνικής κουλτούρας που είχε διαποτίσει τον Waits όταν ήταν νεότερος – και είχε, ως ένα βαθμό, οικοδομήσει την πρωταρχική καλλιτεχνική του περσόνα.

Ευτυχώς για τον Waits, το αποτέλεσμα της επαφής ήταν θετικό – και το θεατρικό “The Black Rider” έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στο Αμβούργο της Γερμανίας – ναι, στη Γερμανία, όχι στις ΗΠΑ. Επρόκειτο για μια δουλειά εμποτισμένη απ’ το γερμανικό μουσικό και θεατρικό πνεύμα: σκέψου τον Kurt Weill και τον Hanns Eisler σε μουσική δωματίου, παιγμένη από κάποια ξεστρατισμένη μπάντα του δρόμου, εκεί στα χρόνια της δεκαετίας του 30. H γερμανική επιρροή δεν αφορά μόνο το μουσικό κομμάτι, μα και τη θεματολογία το έργου – ο “Μαύρος Καβαλάρης” είναι βασισμένος στη γερμανική λαϊκή ιστορία “Der Freischütz”.

Η συνεργασία με τον Robert Wilson έμοιαζε σχεδόν αποκαλυπτική για τον Waits. “Προσπαθούσαμε να βρούμε κάποια μουσική που θα μπορούσε να παρεισφρήσει, σαν όνειρο, στο δάσος των εικόνων του Wilson, να είναι αλλόκοτη, τρομακτική και εύθραυστη ταυτόχρονα”.

Robert Wilson, Tom Waits and William Burroughs during the The Black-Rider sessionsThe Black Rider musical, by Robert Wilson

Η ακροαστική εμπειρία του “Black Rider” (το οποίο ναι μεν γράφτηκε το 1990, μα κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα) μοιάζει περισσότερο με καταβύθιση σε κάποιον σκοτεινό λαβύρινθο. Ένας αλλοπαρμένος κόσμος, η φαντασίωση που ξεστράτισε στο χαμένο σταυροδρόμι των ονείρων, το φυγόκεντρο τραγούδι ενός πονόψυχου διεστραμμένου κλόουν, η λησμονημένη υπόσχεση κάποιου αρχέγονου σλαβικού χορού, μια πολυπλοκότερη – έως ακατανόητη – “Χώρα των Θαυμάτων”.

Δεν έχει νόημα να ξεχωρίσω μεμονωμένα τραγούδια – τα μεμονωμένα τραγούδια αφορούν τους “κανονικούς δίσκους”, και αυτός σίγουρα δεν είναι ένας “κανονικός δίσκος” – πόσο μάλλον ένας δίσκος που περιμένεις από έναν “ροκ σταρ”. Αν το “Frank’s Wild Years” διατηρεί ορισμένους δεσμούς με την ηπειρωτική μουσική χώρα, εδώ κόβουν τελείως τα σχοινιά – και το καράβι ξεχύνεται στο μουσικό Άγνωστο. Πέρα από την Αμερική, πέρα από τη μαζική αποδοχή, πέρα από τον χρόνο τον ίδιο. Ας απορεί ο Τύπος με τις επιλογές του καλλιτέχνη. Ο Waits χόρευε τους δικούς του αλλόκοτους χορούς, πέρα και έξω από τα βλέμματα του πλήθους, καταμεσής της δικής του ονειρικής (ή εφιαλτικής) βαλπουργιανής νύχτας.

Ton Waits during the Black Rider sessions, 1993

Αφέντη, αφέντη, κόμη Δράκουλα

Οι κινηματογραφικές παρουσίες του Waits είχαν πλέον πληθύνει, εκεί, στις αρχές των 90s – δεν θα τις ιχνηλατήσουμε όλες. Αξίζει όμως να σταθούμε στην αξέχαστη παρουσία του στο “Dracula” – την περίφημη κινηματογραφική επιστροφή του Francis Ford Coppola. Και, ναι, ο Waits ήθελε να υποδυθεί τον Renfield. “Είπα στον Φράνσις: Κάνε με να είμαι ο Renfield!” Μεταξύ όλων των ρόλων, εκείνος του έγκλειστου τρελού τον γοήτευε περισσότερο. Ο παράταιρος, ο περιθωριακός, ο ακατανόητος. Εκείνος που αντλεί απόλαυση στα σκοτεινά μεταίχμια των ονείρων.

Εκείνο που γνωρίζει λιγότερος κόσμος, είναι πως ο Waits δάνεισε τη φωνή του (ή, πιο σωστά, τους βρυχηθμούς του) στον πρωταγωνιστή Gary Oldman, τις στιγμές που ο κόμης Δράκουλας ανέδυε τα απειλητικά του βογγητά. Η εμπειρία της ηχογράφησης μουγκρητών πάνω στην αρχική φωνή, σύμφωνα με τα λόγια του Waits, έμοιαζε με “ραδιοφωνική πορνογραφία”.

Πέρα από τα μουγκρητά και τον τρόμο: μια αξιομνημόνευτη στιγμή από τα γυρίσματα του έργου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Keanu Reeves: ο Waits να παίζει στο πιάνο το “Tom Traubert’s Blues”, με μοναδική ακροάτρια την Winona Ryder. Η τελευταία να κλαίει.

Το τραγούδι αυτό θα μπορούσε να μετατρέψει τον κόμη Δράκουλα σε Άγιο, μα την αλήθεια.

Tom Waits as Renfield in Dracula (1992)

Ηλεκτρικές κραυγές

Η μουσική σκηνή των 90’s έμοιαζε σαν ένα πελώριο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Το αλλοτινό underground γινόταν mainstream, τα συγκροτήματα της νέας εποχής έμοιαζαν να ξερνάνε την διαχεόμενη κοινωνική αγανάκτηση και την αίσθηση προσωπικού κενού σε στίχους: είναι η ανάδυση της Generation X. Ήταν καιρός η μουσική του Waits ν’ αποκτήσει ένα νέο, σκοτεινότερο και σκληρότερο πρόσωπο. Ο λόγος για τον δίσκο “Bone Machine” του 1992 – μια χρονιά κομβική για έναν ακόμα λόγο: ήταν η χρόνια που ο Waits αποφάσισε να κόψει το ποτό.

Συχνά το ποτό έμοιαζε σαν αποκούμπι – η απώλειά του ξεγύμνωνε την πραγματικότητα. Ήταν καιρός για τον ίδιο να θέσει επί τάπητος κάποια σοβαρά ερωτήματα: Ποιος είμαι, τι επιθυμώ να κάνω, ποια η σχέση μου με τους ανθρώπους που με περιβάλλουν, ποια η σχέση μου με τη ζωή και τον θάνατο. Και πού στο διάολο πάει αυτός ο κόσμος. Δεν είναι τυχαίο πως οι στίχοι των τραγουδιών του νέου δίσκου ανήκουν στους σκοτεινότερους που έχει γράψει – μοιάζουν γυμνοί σαν σκελετός. Ο τίτλος του δίσκου είναι ενδεικτικός. Η θεματολογία πολλών τραγουδιών το ίδιο.

“Ήθελα να εξερευνήσω περισσότερους μηχανικούς ήχους, ολοένα και πιο πολλά πράγματα που δεν πηγάζουν από παραδοσιακά μουσικά όργανα. Είναι μια καλή εποχή για να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί υπάρχουν πολλά σκουπίδια στον κόσμο που μπορώ να χρησιμοποιήσω, αντί να τ’ αφήσω να σκουριάζουν.” Δεν έχανε το χιούμορ του. Τα περισσότερα από τα τραγούδια του “Bone Machine” τα έγραψε σε συνεργασία με τη γυναίκα του. Όπως είπε: “είναι διαφορετικό πράγμα, να γράφεις τραγούδια μαζί με κάποιον άλλο. Αλλά εντάξει – αφού κάναμε παιδιά μαζί, μπορούμε να γράψουμε και τραγούδια μαζί”.

Bone Machine album, by Tom Waits

Αρχίζει ο δίσκος. “Earth Died Screaming”. Κρουστοί ήχοι που αντηχούν σαν κροτάλισμα κοκάλων. Μια μυστικιστική φωνή που εξαγγέλλει αποκαλυπτικούς στίχους. Και το ρεφρέν ξεπετάγεται σαν βόμβα: “And the Earth died screaming, while I lay dreaming… Dreaming of you.”

Η γη πνίγεται στις τελευταίες αναθυμιάσεις της ανθρώπινης κατάπτωσης. Όμως ο παράδεισος είναι ασφυκτικά γεμάτος – και στην κόλαση είσαι ανεπιθύμητος. Τι μένει; Ίσως να χορέψεις στα ερείπια της Αποκάλυψης, παρέα με τους σκελετούς. Ίσως να ονειρευτείς – ένα όνειρο για κάποια μάτια που φλογίζουν, όμοια με τη μεγάλη φωτιά στα πέρατα του κόσμου.

Το κομμάτι που ακολουθεί λέγεται “Dirt In The Ground” – και θρηνεί ό,τι απέμεινε μετά την καταστροφή. Χώμα και σκόνη. Και μια σκιερή φιγούρα που γυρίζει και μοιρολογεί τη μοίρα του ανθρώπου.

Βαρύ ξεκίνημα για τον δίσκο – ο Waits δικαιολογεί τον τίτλο του και ξεμπερδεύει με τους δαίμονές του – τους δαίμονες πολλών ανάμεσά μας.

Κι εκεί που βρίσκεσαι στο πάτωμα, έρχεται το “Such A Scream” από το πουθενά και σου πετάει έναν κουβά με παγωμένο νερό στο πρόσωπο. Αφού ξυπνάς καλά καλά, σε εκσφενδονίζει στον τοίχο και σε καρφώνει με σφυριά. Κι όμως – είναι ένα ερωτικό τραγούδι! Μια εκστατική εξομολόγηση του Waits στη γυναίκα του. Ένα μηχανικό σφυροκόπημα αγάπης συνοδευόμενο από ένα σπαστό σαξόφωνο και μια αγριεμένη κιθάρα. Άλλοτε ο Waits ψιθύριζε λόγια αγάπης στο μικρόφωνο – εδώ τα φτύνει.

Στο σχιζοφρενικό “All Stripped Down” ο Waits ακούγεται σχεδόν σαν τον Prince… αν ο τελευταίος είχε πάθει κάποιο ηλεκτροσόκ και τραγουδούσε κυριευμένος από μεγακύματα ηλεκτρικού ρεύματος. Γίνεται φανερό, εξάλλου, πως το “Bone Machine” είναι το πιο ηλεκτρισμένο άλμπουμ του Tom Waits μέχρι τώρα – όχι όμως με τη συμβατική έννοια του ηλεκτρικού ροκ. Οι πειραματικές διαθέσεις και τα μηχανοποιημένα ηχοχρώματα των τραγουδιών φέρουν μέσα τους την αντισυμβατική αισθητική του industrial – μα και τις επιρροές του Captain Beefheart.

Tom Waits, early Nineties

Το “Who Are You” χαμηλώνει την ένταση και θερμαίνει την ατμόσφαιρα – εδώ αναγνωρίζουμε ξανά έναν παλιό φίλο: τον Waits της ροκ μπαλάντας των 80s. Είχε χρόνια να γράψει ένα τραγούδι σε αυτό το στυλ. “Well I fell in love with your sailor’s mouth and your wounded eyes…”

Τα τραγούδια που ακολουθούν ξεχωρίζουν όλα, το ένα από το άλλο – το μουσικό ψηφιδωτό του Waits έχει φτάσει σε απροχώρητα πλέον επίπεδα. Στο “The Ocean Doesn’t Want Me” επανεμφανίζεται ο σκοτεινός μυθιστορηματικός αφηγητής (που τελευταία φορά είχαμε ακούσει στο “9th and Hennepin” του “Rain Dogs”) – και μας εξιστορεί την αφήγηση ενός ανεπιθύμητου: αν σκέφτεται να βυθιστεί για πάντα στον ωκεανό, να ξέρει πως ο ωκεανός δεν τον θέλει μέσα του. Το “Jesus Gonna Be Here” παρουσιάζει έναν Waits μεταμορφωμένο σε μαύρο τραγουδιστή της γκόσπελ. Μοιάζει βγαλμένο από την απέραντη αφροαμερικανική μουσική παράδοση – εκείνη που σμίγει τα γκόσπελ με τα μπλουζ, την ιερότητα με την πύρινη δαιμονική ενέργεια.

Nα και ένα κομμάτι με πολιτικό στίχο! “In the Colosseum” ο τίτλος του – ένα Κολοσσαίο των σύγχρονων καιρών, στην αιματηρή βαρβαρότητα του οποίου περιδρομιάζουν αχόρταγα πολιτικοί και όρνεα. Το “Murder In The Red Barn” είναι μια φονική ιστορία περιπλεγμένη στις νότες ενός μπάντζου. Το “A Little Rain”, με τη σειρά του, κάνει την έκπληξη: αυτό το κομμάτι μοιάζει βγαλμένο από τις παλιές μπαλάντες των 1970s – μέχρι και το γνώριμο κλασικό πιάνο του Waits κάνει την επανεμφάνισή του! Λίγο αργότερα το πιάνο επανεμφανίζεται στο “Whistle Down In The Wind”.

Αυτός είναι ο Tom Waits των πρωτεϊκών μεταμορφώσεων.

Άφησα για το τέλος τα τρία (μαζί με το “Earth Died Screaming”) αγαπημένα μου τραγούδια του δίσκου: το “Goin’ Out West” είναι η πιο straight-in-your-face ροκ στιγμή του δίσκου – μελοποιημένη στύση. Στο “Black Wings” ο Waits μας αφηγείται, με μια υποβλητική, υπνωτιστική φωνή, την ιστορία ενός άλλου Καβαλάρη… εκείνον που όλοι γνωρίζουν και κανένας δεν γνωρίζει.

“When the moon is a cold chiseled dagger
And it’s sharp enough to draw blood from a stone
He rides through your dreams on a coach and horses
And the fenceposts in the moonlight look like bones”

Δεν χωράει αμφιβολία: το “Bone Machine” είναι ένας σκοτεινός δίσκος, ίσως ο σκοτεινότερος που έχει καταθέσει ο Tom Waits. Περισσότερα από τα μισά τραγούδια σχετίζονται με τον θάνατο, την απώλεια, ή τη βία…

…Κι όμως! Δες εκεί, να ξεπετάγεται σαν βλαστάρι στα ερείπια, ένα χαμίνι! Ένα αλητάκι τόσο δα, ένα πιτσιρίκι. Το χαμίνι παρατηρεί τον ξεπεσμένο κόσμο γύρω του: ανασαίνει τον βρώμικο αέρα, διαπιστώνει την απόλυτη έλλειψη λογικής, την ολική απουσία φαντασίας, τη γελοιότητα των τυποποιημένων αντιλήψεων και των προκατασκευασμένων αισθημάτων. Το παιδί ανασαίνει βαθιά, βήχει, βραχνιάζει… και εξεγείρεται.

Αν το να μεγαλώσω σημαίνει να γίνω σαν όλους εσάς… δεν θέλω να μεγαλώσω!

Η παρουσία αυτού του τραγουδιού στον δίσκο είναι τουλάχιστον συγκινητική – μοιάζει λες και τα φωτίζει όλα με ένα εντελώς δικό του φως. Ο Waits τραγουδάει και η φωνή του έχει μεταμορφωθεί για άλλη μία φορά – όμως εδώ δεν είναι ο Tom Waits που υποδύεται απλά έναν ρόλο… μα ο Tom Waits που έχει γίνει ξανά παιδί. Ένα μικρό παιδί με σκισμένα παντελόνια και μια ξεκούρδιστη κιθάρα που εξομολογείται: “I Don’t Wanna Grow Up“.

“When I’m lyin’ in my bed at night
I don’t wanna grow up
Nothin’ ever seems to turn out right
I don’t wanna grow up
How do you move in a world of fog
That’s always changing things
Makes me wish that I could be a dog
When I see the price that you pay
I don’t wanna grow up
I don’t ever wanna be that way
I don’t wanna grow up
Seems like folks turn into things
That they’d never want
The only thing to live for
Is today…
I’m gonna put a hole in my TV set
I don’t wanna grow up
Open up the medicine chest
And I don’t wanna grow up
I don’t wanna have to shout it out
I don’t want my hair to fall out
I don’t wanna be filled with doubt
I don’t wanna be a good boy scout
I don’t wanna have to learn to count
I don’t wanna have the biggest amount
I don’t wanna grow up…”

Bone Machine. Ένας δίσκος που μιλάει συχνά για τον θάνατο και την απώλεια. Ίσως όμως να μην είναι ο φυσικός θάνατος το πρόβλημα – μα ο άλλος θάνατος: εκείνος που παρασέρνει σε καθημερινή βάση τα πλήθη, σαν ψάρια στο ρεύμα κάποιου χείμαρρου. Ο καταπατητής της διαφορετικότητας, της δημιουργικότητας, της φαντασίας. Ο υπολογιστικός νους που κόβει, ράβει και πλασάρει μέτρα μέσων όρων – μέτρα κατάλληλα για φέρετρα, όχι ανθρώπους που ζουν και ανασαίνουν. Ο θάνατος ενός κόσμου που έχτισαν κάποιοι ενήλικες, ορισμένων αντιλήψεων και ορισμένων αξιών – και είπαν, ψευδολογώντας, «αυτό είναι η ζωή».

Όμως όχι, αυτός είναι ο κόσμος σας. Και δεν θέλω να μεγαλώσω και να γίνω μέρος αυτού του κόσμου – τραγουδά ο Waits. Η ζωή… η ζωή πρέπει να είναι κάτι άλλο.

Tom Waits jump with electric guitar

Αναζητώντας την Αλίκη

Ήταν ένα πρωινό που έμοιαζε με τα άλλα στο καφέ της γειτονιάς. Η σερβιτόρα έπαιρνε βιαστικές παραγγελίες, το άρωμα του καφέ άχνιζε μυρωδάτο στα φλιτζάνια – και ο Tom Waits ερχόταν καθυστερημένος, νυσταγμένος και με κακή διάθεση για να πιάσει μία θέση στο γωνιακό τραπέζι. Απέναντί του καθόταν ο Iggy Pop και παραδίπλα έστεκε ο Τζιμ Τζάρμους. Η κάμερα είχε την ένδειξη “on” – και το νέο πειραματικό φιλμ του Τζάρμους, τιτλοφορούμενο “Coffee and Cigarettes” έπαιρνε μορφή μπροστά στα μάτια τους. “Να είσαι ο εαυτός σου, μιλήστε για οτιδήποτε σας κατέβει”, είχε συμβουλέψει ο Τζάρμους τον Waits – γνωρίζοντας φυσικά ότι αυτό εμπεριείχε ένα κάποιο ρίσκο. “Ήξερα πως ήταν νωρίς το πρωί και ο Τομ βρισκόταν σε κακή διάθεση… Τελικά η διάθεσή του άλλαξε εντελώς, μα εγώ ήθελα να διατηρήσει κάποια από αυτήν την παρανοϊκή ψυχρότητα στο σενάριο”.

Το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προσδοκίες του. Ο διάλογος μεταξύ Waits και Iggy Pop είναι απολαυστικός – και το μόνο που μένει για να νιώσεις πως κάθεσαι κι εσύ μαζί τους, στο ίδιο τραπέζι, και συζητάτε περί ανέμων και υδάτων, είναι το άρωμα του καφέ ν’ αναδύεται αχνιστό απ’ την οθόνη σου.

Tom Waits and Iggy Pop in Coffee and Cigarettes / Τομ Γουέιτς, Ίγκι Ποπ

Στο μεταξύ οι avant garde πειραματισμοί του “Black Rider” έβλεπαν το δισκογραφικό φως της μέρας – γεννώντας περισσότερα ερωτηματικά στον κόσμο, παρά δίνοντας απαντήσεις. Τι και αν το “Bone Machine” απέσπασε βραβείο Grammy για “το καλύτερο alternative άλμπουμ της χρονιάς” – ο Waits αποκάλυπτε στον κόσμο την αληθινή σημασία της λέξης “alternative”: πέρα και έξω από κάθε προσδοκία, μακριά από κάθε απόπειρα καλλιτεχνικής εγκόλπωσης. Αφού δεν είχε ακολουθήσει ως τώρα κάποιες σταθερές μουσικές ταμπέλες – δεν θα γινόταν ποτέ. Στην περίπτωση του Tom Waits, “alternative” θα μπορούσε να εννοηθεί μόνο ως: «οτιδήποτε δεν μπορούμε να ταξινομήσουμε και να κατονομάσουμε αλλιώς».

Τι να τις κάνεις εξάλλου τις ταμπέλες όταν έχεις πέσει στην τρύπα του κουνελιού – εκεί όπου συμβατικές λέξεις όπως “πάνω” και “κάτω”, “σωστό” και “λάθος”, “αληθινό” και “φανταστικό” χάνουν πια τη σημασία τους. Μην έχεις καμία αμφιβολία, φίλε αναγνώστη – ο Waits κάποια μέρα έπεσε στην τρύπα του κουνελιού και συνοδοιπόρος του ήταν για άλλη μία φορά ο Robert Wilson. Ήταν ιδέα του τελευταίου να δημιουργήσουν ένα νέο μουσικοθεατρικό έργο με θέμα του την “Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων”… Και έτσι γεννήθηκε το “Alice”. Πρώτα σαν musical, κάποια χρόνια μετά (στις αρχές των 00s) σαν δίσκος.

Ας σκιαγραφήσουμε, λοιπόν, το “Alice”, παραστρατώντας ελαφρώς απ’ τη χρονολογική πορεία μας: ναι μεν κυκλοφόρησε αργότερα σαν δίσκος, όμως το μουσικοθεατρικό έργο πάνω στο οποίο βασίστηκε ανήκει σε αυτή τη χρονική περίοδο που εξετάζουμε. Αργότερα ο Waits θα χαρακτήριζε τα τραγούδια του έργου σαν “ενήλικα τραγούδια για παιδιά, ή τραγούδια παιδιών για ενήλικες… μια οδύσσεια ονειρικής λογικής και ανοησίας”. Εδώ που τα λέμε, μια αντίστοιχη οδύσσεια (μεταμφιεσμένη σε παιδικό βιβλίο) αποτελεί και το δίπολο μυθιστορημάτων του Λιούις Κάρολ με ηρωίδα την Αλίκη.

Alice, by Robert Wilson

Στο αυθεντικό θεατρικό των Wilson & Waits κάθε τραγούδι ερμηνευόταν και από έναν διαφορετικό χαρακτήρα των βιβλίων του Λιούις Κάρολ… Έτσι λοιπόν το ομότιτλο “Alice” ερμηνεύεται από το Λευκό Κουνέλι (τον μακρινό και πολύ αγαπητό μου ξάδερφο). Το “Table Top Joe” ερμηνεύεται από την Κάμπια, ενώ το “Everything you can think of is true” από τον Λευκό Ιππότη. Όσο αφορά το περίφημο “Kommienezuspadt”, με τα φρενήρη και ακατανόητα φωνητικά του – δεν είναι παρά μια επανερμηνεία του Waits στο εξίσου ακατανόητο και ξακουστό ποίημα του “Jabberwocky” από την “Αλίκη μέσα από τον Καθρέφτη”.

Η παρουσία της κιθάρας είναι σχεδόν ανύπαρκτη στον δίσκο. “Όλο αυτό το πράγμα με την ηλεκτρική κιθάρα έχει χρησιμοποιηθεί υπερβολικά πολύ – σχεδόν μοιάζει λες και είναι η δύναμη που καθοδηγεί όλη τη σύγχρονη δημοφιλή μουσική. Χωρίς αυτήν αναρωτιέμαι πώς θα ηχούσε η μουσική του κόσμου”, είχε πει ο Waits. Τέτοια βέβαια έλεγε στις αρχές των 00’s – αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η γνώμη του για ορισμένα νεότερα σε μας μουσικά ρεύματα – που όχι μόνο κιθάρα δεν έχουν, μα δεν έχουν καν μουσική. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό.

Το “Alice”, σαν δίσκος, είναι θεατρικός, ταξιδιάρικος, ονειρικός. Ένα roller coaster σε κάποιο παραστρατημένο, ξεχασμένο από τον κόσμο και τον χρόνο, καρναβάλι. Το ομώνυμο “Alice” μοιάζει με νανούρισμα. Το “Everything you can think of is true” είναι ο θαυματοποιός που ξετυλίγει μπροστά στα μάτια σου το πέπλο της ψευδαίσθησης. Το “No One Knows I’m Gone” είναι η εξομολόγηση της ίδιας της Αλίκης – και τραγουδιέται από την Αλίκη στο μουσικοθεατρικό έργο. Το “Kommienezuspadt” είναι η στιγμή που ο Kurt Weill συνάντησε τον Lewis Carroll – και προσδέθηκαν αμφότεροι στο βαγονέτο ενός διεστραμμένου λούνα παρκ. To “Table Top Joe” φέρει την ανέμελη αισθητική ενός νυχτερινού jazz-lounge bar. Το “Watch Her Disappear” είναι η εξομολόγηση της νυχτερινής φαντασίωσης ενός ηδονοβλεψία: “Last night I dreamed that I was dreaming of you”. Όσο αφορά το “We’ re All Mad Here” – ε, θα υπήρχε κι ένα τραγούδι με αυτόν τον τίτλο!

Το “Fish and Bird” αποτελεί μια μυθική παραβολή για ένα πουλί που ερωτεύτηκε μια φάλαινα. Ένα τραγούδι για τον αδύνατο να πραγματοποιηθεί έρωτα, το οποίο ερμηνεύει ο Λευκός Ιππότης στην Αλίκη στο αυθεντικό έργο. Μία από τις πολλές αναφορές στον ίδιο τον Λιούις Κάρολ. “Φαντάζομαι εκείνη τη βικτωριανή ατμόσφαιρα και προσπαθώ να εξερευνήσω τη φύση της εμμονής, όχι μόνο στο δικό του μυαλό, μα για κάθε μορφή ερωτικού δεσμού”, είχε πει ο Waits.

“He said, ‘You cannot live in the ocean’
And she said to him
‘You never can live in the sky’
But the ocean is filled with tears
And the sea turns into a mirror
There’s a whale in the moon when it’s clear
And a bird on the tide”

Τελευταίο τραγούδι του δίσκου είναι το “Barcarolle”. Μία ερωτική εξομολόγηση για εκείνο που ποτέ δεν υπήρξε, ή δεν μπορεί να υπάρξει. Και το καράβι σαλπάρει μακριά και το όνειρο παραδίνεται στον αχνό της ομίχλης.

Alice album by Tom Waits

Ain’t Nothing but the Blues

Το “Bone Machine” είχε κυκλοφορήσει το 1992. Ο επόμενος δίσκος του Waits, “Mule Variations”, κυκλοφόρησε το 1999. Πολλά χρόνια ανάμεσά τους – ο λόγος; H ζωή με τρία παιδιά! Ναι – ο Waits ήταν πια χαζομπαμπάς τριών παιδιών και διαπίστωνε πως αυτή η πραγματικότητα δεν ήταν απαραίτητα ευκολότερη, συγκριτικά με εκείνη της ξέφρενης νιότης του. Όταν μια μέρα τον ρώτησαν ποιο ήταν το σκληρότερο πράγμα που αντιμετώπισε ποτέ, ο Waits (ο ίδιος Waits που είχε ζήσει τον αλκοολισμό και τη μποέμικη περιθωριακή ζωή στα άκρα) απάντησε: “το σκληρότερο είναι να μεγαλώνεις παιδιά, να είσαι ενήλικας, να ζεις στον πραγματικό κόσμο, να πληρώνεις λογαριασμούς, να κουβαλάς σπίτι τα ψώνια, να έχεις ευθύνες”.

Και έτσι για ένα διάστημα ο Waits παραδόθηκε στον κυκεώνα της πραγματικότητας. Ούτε συναυλίες, ούτε ταινίες, τίποτα απολύτως. Όμως κάποια στιγμή θα έφτανε πάλι η ώρα για νέες μουσικές – το ήξεραν όλοι. Και αν το αποτέλεσμα φέρει τη σφραγίδα που ονομάστηκε “Mule Variations” – χαλάλι η όποια καθυστέρηση και οι υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής.

Το “Mule Variations” είναι αναμφίβολα ο πιο blues δίσκος του Tom Waits. Τον καιρό που έγραφε τα τραγούδια είχε παραδοθεί στην εξερεύνηση των πρώιμων μπλουζ του Δέλτα της δεκαετίας του 30 και του 40 – στην αναδίφηση μουσικών όπως ο Leadbelly, ο Skip James, ο Charley Patton, ο Son House. Αυτά δεν ήταν τα εξηλεκτρισμένα μπλουζ που επηρέασαν τους ροκάδες της δεκαετίας του 60 και του 70 – άλλα τα παλιότερα, πιο αρχέγονα μπλουζ, φέροντας βαθιά μέσα τους τον σκονισμένο αέρα του παλιού Μισισιπή, ιδωμένα όμως από τη νεότερη οπτική του Waits: η αναβίωση του παλιού μέσα απ’ το καινούργιο, όμοιες ρίζες που ανθοβολούν σε νέα, παράξενα φυτά.

Mule Variations, album by Tom Waits

Ο δίσκος αρχίζει, λάβε θέσεις: “Big In Japan“. Θα λικνιστείς στο ρυθμό του. Σαν να ξεπετάχτηκε από κάπου ο μπόμπιρας του “I Don’t Wanna Grow Up” και κορδώνεται καμαρωτός για την επιτυχία του όχι στην πατρίδα του, μα στη μακρινή Ιαπωνία – μην έχεις αμφιβολία: το τραγούδι είναι σατιρικό.

Lowside On The Road“. Να τες οι αρχέγονες μπλουζ αναφορές που λέγαμε. Ένα τραγούδι που αποπνέει καταχνιά και σκόνη. Εικόνες ερειπωμένων δρόμων, μοναχικών οδοιπόρων, εγκαταλελειμμένων πολιτειών στα πέρατα του χρόνου. Θα ακολουθήσουν κι άλλα σαν αυτό.

Hold On“. Τραγούδι που μας επαναφέρει στις περισσότερο πιασάρικες στιγμές του “Rain Dogs” και του “Heartattack And Vine”, δεκαπέντε χρόνια πριν – και μία από τις πιο αγαπησιάρικες στιγμές του δίσκου.

“Get Behind The Mule”. Το τραγούδι που δανείζει, μερικώς παραλλαγμένο, το όνομά του στο άλμπουμ. Από κάπου βαθιά αντηχεί μια φυσαρμόνικα και μια σκηνή ξετυλίγεται στη φαντασία μας: εύκολα φαντάζεσαι τον Waits να κάθεται στο περβάζι ενός παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, στη σκιά ενός ξηρού απομεσήμερου, στα βάθη του αμερικανικού Νότου, μία ξεχαρβαλωμένη κιθάρα στο χέρι του… και μια παρέα μαύρων του παλιού καιρού, ντυμένων με κουρέλια, να τον συνοδεύει στα κρουστά και τη φυσαρμόνικα – αναδημιουργώντας τα αρχέγονα μπλουζ, τον ήχο από τον όποιο ξεκίνησαν όλα.

Το “Cold Water” δεν είναι παρά το αιώνιο παράπονο του περιθωριακού, ντυμένο σε μουσική και στίχους. Μοιάζει με παιδικό τραγουδάκι – παραμορφωμένο από την ταλαίπωρη οπτική ενός κατατρεγμένου ενήλικα.

Με το “What’s He Building?” ο Waits επαναφέρει το αφηγηματικό, νουάρ, σχεδόν απόκρυφο στυλ που είχε καθιερώσει πολλά χρόνια πριν. Μία αφήγηση που γεννάει ερωτήματα και δεν δίνει απαντήσεις – και μια ματιά στο κρυμμένο, παρανοϊκό, μόνιμα καχύποπτο πρόσωπο της αστικής Αμερικής. Μια κοινωνία που υποψιάζεται τους πάντες για τα πάντα – και ηδονίζεται παρακολουθώντας τους μέσα από την κλειδαρότρυπα. Και αυτό στα τέλη των 90’s. Σκέψου τι θα έλεγε στη σημερινή εποχή.

Τομ Γουέιτς σε λάιβ εμφάνιση

“Black Market Baby” – το κομμάτι που θυμίζει περισσότερο από τα άλλα τις μουσικές του “Alice”. Μυστήριο και ονειρικό, ακροβατώντας στα όρια μεταξύ παραμυθιού και εφιάλτη. Το “Eyeball Kid” συμπυκνώνει τέλεια τη μουσική του Waits: σου θυμίζει κάτι που έχεις ακούσει ξανά, μόνο που δεν έχεις ακούσει ποτέ ξανά κάτι σαν αυτό. Το “Picture In A Frame” επαναφέρει το γνώριμο κλασικό πιάνο – για λίγο μοιάζει λες και πήγαμε πάλι στη δεκαετία του 70.

Ακολουθεί ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του δίσκου: “Chocolate Jesus“. “Kάποιος θα το χαρακτήριζε βλάσφημο”, είχε πει ο Waits, “μα στην πραγματικότητα φέρει μια δική του αρχέγονη πνευματική διάθεση”. Αν αγαπάς τη σοκολάτα… δεν γίνεται να μην αγαπήσεις ένα τραγούδι που την τοποθετεί ψηλότερα από τον Χριστό τον ίδιο.

Ακολουθεί το υπέροχο “Georgia Lee”. Όσο όμορφο, άλλο τόσο θλιβερό – καθώς η Georgia Lee ήταν μια πραγματική κοπέλα που έχασε τη ζωή της, μόλις 12 χρόνων. Θέλοντας να μας ανεβάσει τη διάθεση, έρχεται στη σειρά το “Filipino Box Spring Hog” – ένας blues rock κυκεώνας.

Πλησιάζουμε στο τέλος: “Take It With Me“. Ίσως η τρυφερότερη στιγμή του δίσκου, μια κατάθεση παντοτινής αγάπης. Ένα τραγούδι που ο Τομ έγραψε από κοινού, παρέα με την γυναίκα του Kathleen – τον άνθρωπο που τον βοήθησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ν’ αντιπαλέψει τους προσωπικούς του δαίμονες. Ποιος ξέρει τι θα είχε συμβεί αν ο Τομ δεν είχε γνωρίσει τυχαία την Κάτλιν εκείνη την ημέρα, καταμεσής μιας από τις σκοτεινότερες περιόδους του (όπως περιγράψαμε αναλυτικά στο 3ο μέρος του αφιερώματος). Η Κάτλιν αφουγκράστηκε όχι μόνο τις συναισθηματικές, μα και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του Τομ – και συνέβαλε καθοριστικά στο να ενισχύσει εκείνη τη γνήσια δημιουργική πλευρά του, φέρνοντάς τον σε επαφή με άφθονα ακούσματα και επιρροές, εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο το ρεπερτόριό του.

Κάποια ζευγάρια δεν φέρνουν καλό αποτέλεσμα στα ζάρια – ίσως τα περισσότερα. Όμως στην περίπτωση του Τομ και της Κάτλιν, μπορούμε να πούμε πως το παιχνίδι είχε αίσιο τέλος.

Tom Waits and Kathleen BrennanTom Waits and Kathleen Brennan

Ο δίσκος κλείνει με το “Come On Up To The House” – ένα τραγούδι που φέρνει κατά νου μουσική gospel… Μια πρόσκληση ομαδικής κατάνυξης, μια υπενθύμιση της παροδικότητας των ανθρώπινων πραγμάτων, μια παρακίνηση να βάλεις στην άκρη τη μοναξιά σου και να γίνεις ένα με τη συντροφιά της γιορτής: με όλους εμάς. Όλους εμάς που κόβουμε φεγγαράκια από χαρτί και τ’ αγναντεύουμε τις νύχτες με ομίχλη.

Να μαζευτούμε, να πιούμε, να γιορτάσουμε, να τραγουδήσουμε τα πιο όμορφα τραγούδια μας… μέχρι να τελειώσει ο δίσκος, μέχρι να σκορπίσουν οι φωνές, μέχρι να χαθούν οι μουσικές… μέχρι την τελευταία μας νότα.

Και ο δίσκος τελειώνει.

Αυτό ήταν το “Mule Variations” – ένας από τους πιο πετυχημένους εμπορικά δίσκους του Waits, ο οποίος – παρεμπιπτόντως – του χάρισε ένα ακόμα Grammy: Αυτή τη φορά για “το καλύτερο σύγχρονο folk album” – ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τα δεδομένα του Tom Waits. Μεταξύ μας, και απ’ όσα διαβάσαμε ως τώρα… ξέρουμε πως δεν σημαίνει και πολλά.

Tom Waits live in 2008

Επίλογος

Κι εδώ επιλέγω να κλείσω αυτό το αφιέρωμα. Μπροστά μας έχουμε τους δίσκους των 00s, και ίσως επανέλθουμε, ίσως όχι – η πορεία θα δείξει. Το βιογραφικό κομμάτι, πάντως, εδώ τελειώνει από την πλευρά μου. Κύρια πηγή των πληροφοριών για τη βιογραφία και τις συνεντεύξεις του Waits ήταν το βιβλίο “Lowside of the Road – A Life of Tom Waits” του Barney Hoskyns, το οποίο προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους θέλουν να εμβαθύνουν στην πορεία του.

Κλείνοντας, να αναφέρω πως ξεκίνησα να παρουσιάζω αυτή τη σειρά αφιερωμάτων το 2021, καταμεσής της καραντίνας. Τη στιγμή αυτή που γράφω είμαστε στο 2025 και πολλά έχουν αλλάξει – όχι όμως η αγάπη μου για τη μουσική του Tom Waits. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατέθεσα τόσα και τόσα σε αυτή τη σειρά αφιερωμάτων: ιστορική αναδρομή, αποσπάσματα συνεντεύξεων, παρουσίαση δίσκων… όλα με τον τρόπο μου, αναλυτικά και μυθιστορηματικά. Ήθελα να κατέχει μια ξεχωριστή θέση, εδώ στο διαδικτυακό μου Λαγούμι, αυτός ο καλλιτέχνης.

Εύχομαι, φίλε αναγνώστη και συνοδοιπόρε, να χάρηκες τη διαδρομή. Παραθέτω για άλλη μια φορά, κλείνοντας, τους συνδέσμους για τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος.

Με το καλό να τα πούμε και σε άλλες περιπλανήσεις σαν αυτή. Να πιούμε ένα ποτό και να μιλήσουμε για όσα χάθηκαν – και όσα θέλουμε να έρθουν. “And we’ll laugh at that old bloodshot moon in that burgundy sky.”

Η ιστορία του Tom Waits, μέρος 1: Τα πρώτα χρόνια

Η ιστορία του Tom Waits, μέρος 2: Blue Valentines

Η ιστορία του Tom Waits, μέρος 3: Σκυλιά της Βροχής

@Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, 2021-25

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *


Notice: Trying to access array offset on value of type null in /usr/www/users/tofoni/wp-content/plugins/wp-optimize-premium/wp-optimize.php on line 1892