Ο μικρός Νικόλας και η καινούργια τηλεόραση… του Ρενέ Γκοσινί

Enter the rabbit's lair...

Ο μικρός Νικόλας και η καινούργια τηλεόραση... μια ιστορία του Ρενέ Γκοσινί. Σκίτσα: Ζαν Ζακ Σαμπέ, παρουσίαση από το φονικό κουνέλι

«Επιτέλους! Θα έχουμε κι εμείς μία τηλεόραση! Όπως αυτή που έχει ο Κλοτέρ, που είναι ένας φίλος από το σχολείο και που είναι ο τελευταίος μαθητής της τάξης, αλλά που είναι πολύ καλό παιδί. Ο μπαμπάς δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη, έλεγε πως μετά δε θα μελετούσα πια τα μαθήματά μου και πως θα ήμουνα κι εγώ ο τελευταίος της τάξης. Και ύστερα είπε πως έκανε κακό στα μάτια και πως δε θα κουβεντιάζαμε πια μεταξύ μας και πως θα σταματούσαμε να διαβάζουμε καλά βιβλία. Και ύστερα η μαμά είπε πως τελικά δεν ήταν άσχημη ιδέα και ο μπαμπάς αποφάσισε ν’ αγοράσει μία τηλεόραση.

Σήμερα θα φέρουν την τηλεόραση. Εγώ ανυπομονώ τρομερά. Ο μπαμπάς δεν το δείχνει καθόλου, αλλά ανυπομονεί κι εκείνος, ιδίως από τότε που το είπε στον κύριο Μπλεντόρ, το γείτονά μας, που δεν έχει τηλεόραση.

Επιτέλους το φορτηγό έφτασε μπροστά στο σπίτι μας και είδαμε τον κύριο που κουβαλούσε την τηλεόραση να βγαίνει από το φορτηγό, και η τηλεόραση φαινόταν πολύ βαριά. «Η τηλεόραση είναι για σας;» ρώτησε ο κύριος. Ο μπαμπάς του είπε πως ναι, όμως του είπε να περιμένει μία στιγμή και να μην μπει αμέσως στο σπίτι. Ο μπαμπάς πλησίασε το φράχτη που χωρίζει τον κήπο μας από τον κήπο του κυρίου Μπλεντόρ και φώναξε: «Μπλεντόρ! Έλα να δεις!»

Ο κύριος Μπλεντόρ, που μάλλον μας κοίταζε από το παράθυρό του, βγήκε αμέσως. «Τι με θέλεις;» είπε. «Ούτε στο σπίτι του δεν μπορεί πια κανείς να είναι ήσυχος!» «Έλα να δεις την τηλεόρασή μου!» φώναξε πολύ περήφανος ο μπαμπάς. Ο κύριος Μπλεντόρ πλησίασε αργά αργά, εγώ όμως που τον ξέρω, κατάλαβα πως είχε μεγάλη περιέργεια. «Πφ!» είπε ο κύριος Μπλεντόρ, «η οθόνη είναι πολύ μικρή». «Πολύ μικρή η οθόνη;» ρώτησε ο μπαμπάς, «πολύ μικρή η οθόνη; Μήπως τρελάθηκες; Είναι είκοσι τεσσάρων ιντσών! Απλώς ζηλεύεις, αυτό είναι όλο!»

Ο μικρός Νικόλας, σκίτσο του Ζαν Ζακ Σαμπέ

Ο κύριος Μπλεντόρ άρχισε να γελάει, μ’ ένα γέλιο που δεν ήταν καθόλου χαρούμενο. «Ζηλεύω; Εγώ;» γέλασε. «Αν ήθελα ν’ αγοράσω τηλεόραση, θα το είχα κάνει εδώ και καιρό. Εγώ, αγαπητέ μου, έχω πιάνο! Εγώ έχω δίσκους κλασικής μουσικής, αγαπητέ μου! Εγώ έχω βιβλία, αγαπητέ μου!» «Ασ’ τα αυτά! Ζηλεύεις, τελεία και παύλα!» «Α, ναι;» ρώτησε ο κύριος Μπλεντόρ. «Ναι», απάντησε ο μπαμπάς και τότε ο κύριος που κουβαλούσε την τηλεόραση ρώτησε πόση ώρα θα συνεχιζόταν αυτό γιατί η τηλεόραση ήταν βαριά και είχε και άλλες να παραδώσει σήμερα. Τον είχαμε ξεχάσει εντελώς τον κύριο!

Ο μπαμπάς έβαλε τον κύριο στο σπίτι. Το πρόσωπο του κυρίου είχε γεμίσει ιδρώτα, η τηλεόραση πρέπει να ήταν πολύ βαριά. «Πού να την ακουμπήσω;» ρώτησε ο κύριος. «Για να σκεφτούμε», είπε η μαμά, που είχε έρθει από την κουζίνα και που φαινόταν πολύ ευχαριστημένη, «για να δούμε, για να δούμε» και μετά έβαλε το δάχτυλο πλάι στο στόμα της και άρχισε να σκέφτεται. «Κυρία μου», είπε ο κύριος, «αποφασίστε, είναι βαριά!» «Στο τραπεζάκι, εκεί, στη γωνία», είπε ο μπαμπάς. Ο κύριος πήγε προς τα εκεί, αλλά η μαμά είπε όχι, πως αυτό το τραπέζι ήταν για το τσάι, όταν μαζεύονταν οι φίλες της στο σπίτι. Ο κύριος σταμάτησε και αναστέναξε βαθιά.

Η μαμά δίστασε ανάμεσα σ’ ένα άλλο τραπεζάκι, που δεν ήταν αρκετά γερό, στο επιπλάκι, που όμως δε γινόταν να βάλουμε μπροστά του τις πολυθρόνες, και στο σεκρετέρ, που όμως δε βόλευε, γιατί εκεί ήταν το παράθυρο. «Λοιπόν, θ’ αποφασίσεις;» ρώτησε ο μπαμπάς, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Η μαμά θύμωσε, είπε πως δεν της αρέσει να την πιέζουν και πως δεν ανεχόταν να της μιλάνε μ’ αυτό το ύφος, ιδίως μπροστά σε τρίτους. «Βιαστείτε, αλλιώς την αφήνω να πέσει!» φώναξε ο κύριος, και η μαμά του έδειξε αμέσως το τραπέζι, που έλεγε ο μπαμπάς.

Ο κύριος ακούμπησε την τηλεόραση στο τραπέζι και έβγαλε ένα μεγάλο ουφ. Νομίζω πραγματικά πως πρέπει να ήταν πολύ βαριά η τηλεόραση.

Ο μικρός Νικόλας και η καινούργια τηλεόραση, σκίτσο του Ζαν Ζακ Σαμπέ

Ο κύριος έβαλε την πρίζα, γύρισε ένα σωρό κουμπιά, και η οθόνη άναψε, αλλά, αντί να δούμε καουμπόηδες ή χοντρούς άσχημους που παίζουν μποξ, όπως στην τηλεόραση του Κλοτέρ, είδαμε ένα σωρό σπίθες και μαύρες τελίτσες. «Δεν έχει πιο καθαρή εικόνα;» ρώτησε ο μπαμπάς. «Πρέπει να τοποθετήσω την κεραία σας», απάντησε ο κύριος, «όμως με καθυστερήσατε πολύ. Θα ξανάρθω μετά τις άλλες παραδόσεις μου, δε θ’ αργήσω». Και ο κύριος έφυγε.

Εγώ στενοχωρήθηκα, που η τηλεόραση δεν έπαιζε ακόμα. Μου φαίνεται πως και η μαμά και ο μπαμπάς το ίδιο. «Λοιπόν, το ξεκαθαρίσαμε το θέμα», μου είπε ο μπαμπάς. «Όταν θα σου λέω να πας να κάνεις τα μαθήματά σου ή να πας για ύπνο, θα υπακούς!» «Ναι, μπαμπά», είπα, «εκτός φυσικά αν παίζει κάποια καουμπόικη ταινία». Ο μπαμπάς έγινε σαν τομάτα από το θυμό του, μου είπε πως είτε παίζει καουμπόικη ταινία είτε όχι, όταν θα μου λέει να πάω στο δωμάτιό μου, εγώ θα πηγαίνω, και τότε εγώ έβαλα τα κλάματα.

«Μα επιτέλους», είπε η μαμά, «γιατί το μαλώνεις το καημένο το παιδί και το κάνεις να κλαίει!»

«Ωραιότατα», είπε ο μπαμπάς, «εσύ να παίρνεις το μέρος του τώρα!»

Η μαμά άρχισε να μιλάει πολύ αργά, όπως κάνει όταν είναι πολύ θυμωμένη. Είπε στον μπαμπά πως πρέπει να δείχνει κατανόηση και πως στο κάτω κάτω και ο ίδιος δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος, αν δεν τον άφηναν να δει κάποιο από τα απαίσια ματς του.

«Απαίσιο το ποδόσφαιρο, τα ματς;», φώναξε ο μπαμπάς. «Για να μπορώ να κοιτάζω αυτά τα απαίσια, όπως τα λες, ματς, αγόρασα την τηλεόραση!» Η μαμά είπε πως ωραία θα περάσουμε, κι εγώ σ’ αυτό συμφώνησα, γιατί τα ματς του ποδοσφαίρου μ’ αρέσουν πολύ!

«Ναι, μάλιστα», είπε ο μπαμπάς, «δεν αγόρασα αυτήν την τηλεόραση για να κοιτάζω εκπομπές μαγειρικής, αν και θα τις χρειαζόσουν πολύ!»

«Εγώ θα τις χρειαζόμουν;» είπε η μαμά.

«Ναι, θα τις χρειαζόσουν και πολύ μάλιστα», απάντησε ο μπαμπάς, «θα μάθαινες ίσως να μην καις τα μακαρόνια, όπως χτες βράδυ!»

Η μαμά άρχισε να κλαίει, είπε πως δεν είχε ξανακούσει ποτέ τόσο αχάριστες κουβέντες και πως θα επέστρεφε στη μαμά της, δηλαδή τη γιαγιά μου. Εγώ θέλησα να διορθώσω τα πράγματα. «Τα χτεσινά μακαρόνια δεν ήταν καμένα», είπα, «ο προχθεσινός πουρές κάηκε». ‘Όμως δε διόρθωσα τίποτα, γιατί όλοι είχαν νεύρα. «Να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» μου είπε ο μπαμπάς και τότε εγώ έβαλα πάλι τα κλάματα και είπα πως ήμουν πολύ δυστυχισμένος, πως αυτά τα λόγια ήταν πολύ αχάριστα και πως θα βλέπω τους καουμπόηδες στο σπίτι του Κλοτερ.

Ο μπαμπάς κοίταξε τη μαμά και μένα και σήκωσε ψηλά τα χέρια. Περπάτησε για λίγο πάνω κάτω στο σαλόνι και μετά σταμάτησε μπροστά στη μαμά και της είπε πως τελικά ο πουρές που του αρέσει πιο πολύ είναι ο καμένος και πως τα φαγητά της μαμάς ήταν σίγουρα καλύτερα από εκείνα της τηλεόρασης. Η μαμά σταμάτησε να κλαίει, έβγαλε μικρούς αναστεναγμούς και είπε πως τελικά της άρεσαν πολύ τα ματς ποδοσφαίρου. «Μα όχι, μα όχι», είπε ο μπαμπάς και φιλήθηκαν. Εγώ είπα πως και μένα τελικά οι καουμπόηδες δε μ’ ένοιαζαν και τότε ο μπαμπάς και η μαμά με φίλησαν. Ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι.

Εκείνος που ήταν λιγότερο χαρούμενος και πολύ παραξενεμένος, ήταν ο κύριος με την τηλεόραση, γιατί όταν ξαναγύρισε για να μας βάλει την κεραία, του επιστρέψαμε την τηλεόραση λέγοντάς του πως δε μας άρεσε το πρόγραμμά της.»

Ο μικρός Νικόλας και η τηλεόραση, σκίτσο του Ζαν Ζακ Σαμπέ

Επίμετρο

Γαλλία, μέσα δεκαετίας 50, χρόνια μετάβασης ανάμεσα στη μεταπολεμική Ευρώπη και τη νεότερη Ευρώπη της αστικοποίησης και του καταναλωτισμού. Ήταν στη διάρκεια εκείνης της περιόδου που ο Ρενέ Γκοσινί [Rene Goscinny] δημιούργησε έναν από τους πιο αγαπημένους παιδικούς λογοτεχνικούς ήρωες όλων των εποχών: τον μικρό Νικόλα [Le petit Nicolas], οι περιπέτειες του οποίου έμελλε ν’ αντικατοπτρίσουν την εποχή του, να συντροφέψουν τα παιδιά και να εξωθήσουν σε άπειρα κρυφά χαμόγελα τους «μεγάλους»… σε εισαγωγικά αυτοί οι τελευταίοι, μια που ήταν κοινή διαπίστωση πως, μέσα από τις ιστορίες του μικρού Νικόλα, αυτοί οι «μεγάλοι» κατέληγαν να φέρονται περισσότερο σαν «παιδιά» από τα ίδια τα παιδιά.

Έτσι και στην ιστορία που μοιράστηκα σήμερα μαζί σας – μία από τις αγαπημένες μου. Οι γονείς του μικρού Νικόλα αγοράζουν μια καινούργια τηλεόραση – ένα αναμφίβολα μεγάλο γεγονός για τα δεδομένα των καιρών που η τηλεόραση μόλις έκανε την εμφάνισή της. Γρήγορα όμως έμελλε να διαπιστώσουν πως δεν την έχουν τελικά πραγματική ανάγκη… και την επιστρέφουν πίσω.

Και έτσι έφτασαν να πρωτοτυπήσουν συγκριτικά με όλες τις άλλες οικογένειες των καιρών… και ο Γκοσινί να μεταδώσει το μήνυμά του: καλή η τηλεόραση, καλή και η φιγούρα στον γείτονα… μα η επικοινωνία είναι ακόμα καλύτερη.

Τα σκίτσα με τα οποία συνοδεύω το κείμενο φυσικά δεν είναι άλλου, παρά του σκιτσογράφου που συνέδεσε το όνομά του με τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα: ο λόγος για τον Ζαν Ζακ Σαμπέ [Jean-Jacques Sempé]. Η μετάφραση είναι της Μελίνας Καρακώστα.

Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι, Μάρτιος 19

Tags: , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *