Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #12: Ιδού η κοινωνία σου, αστέ.

Enter the rabbit's lair...

Λαγούμι της λογοτεχνίας, μέρος 12. Ρεαλισμός και αστική κοινωνία... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι

«Μάλιστα κύριε, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέπτης που το περιφέρουν σ’ έναν μεγάλο δρόμο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο τ’ ουρανού, άλλοτε τον βούρκο απ’ τις λασπολακκούβες του δρόμου.» – Σταντάλ, «Το Κόκκινο και το Μαύρο» [“Le Rouge Et Le Noir”, 1830]

Πάει καιρός από την τελευταία φορά που άνοιξε τις δρύινες πύλες του το Λαγούμι της Λογοτεχνίας. Και για δες – ίσως είναι η πολυκαιρία, ίσως η κλεισούρα… μα απόψε το Λαγούμι μοιάζει να αναδύει μια αποφορά βάλτου. Μια οσμή ψευδεπίγραφης ιεραρχίας, μια ώσμωση κεκαλυμμένης διαστροφής, μια λαχτάρα για υλικές απολαύσεις, μια ηθική ζούγκλας, μια ξεπουλημένη ευτυχία.

Οκτώ λογοτεχνικά αποσπάσματα, οκτώ συγγραφείς που περιέγραψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την παραμόρφωση της αστικής πραγματικότητας και την παράδοση σ’ έναν ανελέητο αγώνα όλων εναντίον όλων, με τρόπαιο το χρήμα, την εύκολη ηδονή και την ασφάλεια του ζώου στο κλουβί.

Στα αποσπάσματα πρωτοστατεί το «ρεαλιστικό» μυθιστόρημα – και οι πρωτοπόροι του, οι Γάλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Σταντάλ (που έθεσε τις βάσεις του λογοτεχνικού ρεαλισμού στο έργο του, χαρακτηρίζοντας το μυθιστόρημα ως «καθρέπτη της πραγματικότητας»), ο Μπαλζάκ (με τις ανελέητες περιγραφές των αστών της εποχής του), και ο Εμίλ Ζολά (ο νατουραλισμός του οποίου εξώθησε το ρεαλιστικό μυθιστόρημα στα άκρα). Εκεί θα συναντήσουμε και έναν σημαντικό Ρώσο συνοδοιπόρο τους, που πάντρεψε έντεχνα την κοινωνική κριτική με τη σάτιρα: τον Νικολάι Γκόγκολ• τον Ιάπωνα Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα και τις τρομακτικές περιγραφές του μιας αδυσώπητης πραγματικότητας• τον Ζαν Κοκτώ και τον έντεχνο κοινωνιολογικό στοχασμό του.

Τα δύο τελευταία αποσπάσματα μοιάζουν σαν έσχατη αντίδραση στην παρακμή – μια απόπειρα να αντιμετωπίσεις τον βούρκο. Λειτουργούν όμως αντιθετικά το ένα στο άλλο.

Στο μεν ένα ο Τζακ Λόντον ξεσπά απέναντι στη διαφθορά και αγωνίζεται για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, προσδοκώντας μέρες βαμμένες στο κόκκινο της εξέγερσης. Στο δε άλλο όμως, δεν υπάρχει πια καμία ανάγκη για εξέγερση: ο βούρκος δεν ξεβούλωσε γιατί δεν υπάρχει λόγος πια να ξεβουλώσει… η αποφορά του επικαλύφθηκε με ευχάριστα αρώματα. Όταν η αστική κοινωνία παραχωρεί τη θέση της στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» – και εκεί όλοι πια ζουν ασφαλείς, ευτυχείς και ναρκωμένοι.

Το ρεαλιστικό μυθιστόρημα

Εξώφυλλο του 19ου αιώνα για το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ / Le Rouge et le Noir

«Εγώ, να αρνηθώ μια ηδονή που μου προσφέρεται! Μια γάργαρη πηγή που έρχεται να δροσίσει τη δίψα μου στην καυτή ερημιά της μετριότητας που με τόσα βάσανα διαβαίνω! Μα τον Θεό! Δεν είμαι τόσο βλάκας! Ο καθένας για πάρτη του, μέσα σ’ αυτή την ερημιά του εγωισμού που τη λένε ζωή».

Λόγια του Ζυλιέν, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου “Το Κόκκινο Και Το Μαύρο” [“Le Rouge Et Le Noir”] του Ανρί Σταντάλ [Stendhal , “Le Rouge Et Le Noir”]. Δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1830 και με υπότιτλο “Ένα Χρονικό Του 19ου Αιώνα”.

Ναι, “χρονικό”, αν και επρόκειτο για λογοτεχνικό έργο. Ήταν κάτι που δεν είχε συνηθίσει ο λογοτεχνικός κόσμος της εποχής. Ένας κεντρικός ήρωας που, με κυνισμό, αντανακλά την πραγματικότητα των ανθρώπων των καιρών του. Δίχως εξιδανικεύσεις, πέρα από εξωραϊσμούς και αγνά ιδανικά. Ονομάστηκε “ψυχολογικό μυθιστόρημα” και έσπειρε τους σπόρους του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Θα ακολουθούσαν ο Μπαλζάκ, ο Φλωμπέρ και άλλοι.

Ασφαλώς έργα όπως του Σταντάλ δεν άρεσαν σε όλους τον καιρό εκείνο. Η υπέρμετρη παρουσίαση μιας κοινωνίας γυμνής από εξιδανικεύσεις, καθοδηγούμενης από συμφέροντα και ξέχειλης υποκρισία, ενόχλησε μερίδα κόσμου (ιδιαίτερα ανάμεσα στην “καλή κοινωνία” της εποχής). Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Σταντάλ, μέσα από το ίδιο έργο, σε ένα απόσπασμα που, λίγο πολύ, αποκαλύπτει τι εστί λογοτεχνικός ρεαλισμός – και ποια η σημασία του:

«Μάλιστα κύριε, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέπτης που το περιφέρουν σ’ έναν μεγάλο δρόμο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο τ’ ουρανού, άλλοτε τον βούρκο απ’ τις λασπολακκούβες του δρόμου. Και τότε, τον άνθρωπο που κουβαλά τον καθρέπτη μ’ ένα κοφίνι στη ράχη του θα τον κατηγορήσετε γι’ ανήθικο! Ο καθρέπτης του δείχνει τον βούρκο και σεις κατηγορείτε τον καθρέπτη! Θα πρέπει να κατηγορήσετε τον μεγάλο δρόμο όπου είναι ο βόρβορος, κι ακόμα πιο πολύ τον επόπτη του οδικού δικτύου που αφήνει το νερό να λιμνάζει και να κάνει λασπολακκούβες».

Η μετάφραση είναι του Γιώργου Σπανού.

Ιεραρχία ενός σημαντικού προσώπου

Εικονογράφηση του Boris Mikhailovich Kustodiev για το Παλτό του Γκόγκολ / Gogol's Overcoat illustration by Boris Mikhailovich Kustodiev

Η ιστορία μας έρχεται από τη Ρωσία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Ήρωας ένας απλός ανθρωπάκος, ένας υπαλληλάκος, η μόνη περιουσία του οποίου είναι ένα καλοφτιαγμένο, ακριβό παλτό. Μια μέρα ληστές επιτίθενται στον ήρωα και του κλέβουν το παλτό – το μοναδικό πράγμα που του προσέδιδε μια κάποια αίσθηση αξίας σε μια κοινωνία που η ιεραρχία και το κύρος ήταν το παν.

Ο ανθρωπάκος (το όνομα του οποίου είναι Ακάκιος Ακακίεβιτς) αποφασίζει τότε να καταφύγει στη βοήθεια ενός ανωτέρου του στην κοινωνική ιεραρχία. Σε τι ακριβώς είναι ανώτερος; Πως διαφέρει ο ένας απ’ τον άλλον; Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει πως το δεύτερο αυτό πρόσωπο (του οποίου ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα) είναι “σημαντικό”.

Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας το “σημαντικό” αυτό πρόσωπο, με τα δικά του λόγια.

«Τι να κάνει, ο Ακάκιος Ακακίεβιτς αποφάσισε να απευθυνθεί στο σημαντικό πρόσωπο. Όσο αφορά το ποια ακριβώς ήταν και σε τι συνίστατο η αρμοδιότητα του σημαντικού προσώπου, αυτό παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα. Πρέπει εδώ να πούμε ότι αυτό το κάποιο σημαντικό πρόσωπο είχε γίνει μόλις πρόσφατα σημαντικό πρόσωπο, ενώ μέχρι τότε ήταν ασήμαντο πρόσωπο. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα, η θέση του δεν εθεωρείτο ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με άλλες, σημαντικότερες. Πάντοτε όμως υπάρχουν οι άνθρωποι για τους οποίους είναι σημαντικό κάτι που για τους άλλους είναι ασήμαντο.

Επίσης, το πρόσωπο αυτό προσπαθούσε να ενισχύσει τη σημασία του με πολλά άλλα μέσα, δηλαδή: είχε διατάξει, όταν έρχεται στην υπηρεσία, να τον υποδέχονται οι υφιστάμενοί του στις σκάλες· να μην μπορεί κανείς να απευθυνθεί κατευθείαν σ’ αυτόν, αλλά να τηρείται αυστηρά η ιεραρχία: ο κλητήρας ν’ αναφέρεται στο γραμματέα, ο γραμματέας στον τμηματάρχη ή σε όποιον τέλος πάντων έρχεται μετά στην ιεραρχία.

Έτσι είναι στην Αγία Ρωσία, τα πάντα μολυσμένα από τη μίμηση – καθένας προσπαθεί ν’ αντιγράψει τον ανώτερό του. […]

Βάση του συστήματός του ήταν η αυστηρότης. “Αυστηρότης, αυστηρότης – και αυστηρότης”, έλεγε συνήθως και με την τελευταία λέξη συνήθως κοιτούσε με πολλή σημασία το πρόσωπο του συνομιλητή του. Όλα αυτά βέβαια δε χρειάζονταν, αφού και οι δέκα υπάλληλοι που αποτελούσαν την υπηρεσία του τον φοβούνταν έτσι κι αλλιώς· βλέποντάς τον από μακριά παρατούσαν τη δουλειά τους και στέκονταν προσοχή, όσο ο διευθυντής διέσχιζε το δωμάτιο. Ο συνήθης διάλογος με τους κατωτέρους του χαρακτηριζόταν από αυστηρότητα και συνήθως περιοριζόταν σε τρεις φράσεις: “Πως τολμάτε; Αντιλαμβάνεστε σε ποιον απευθύνεστε; Έχετε συναίσθηση ποιος στέκεται μπροστά σας;”»

Από «Το Παλτό» του Νικολάι Γκόγκολ [Nikolai Vasilievich Gogol, “The Overcoat”, “Шинель”]. Πρώτη έκδοση το 1842. Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς.

Μαθήματα ψυχολογίας της μάζας

«Η φήμη είναι η συνέπεια μιας παρεξήγησης. Είναι όπως το πλήθος που συγκεντρώνεται γύρω από ένα ατύχημα. Όλη η ομορφιά είναι απλώς ένα ατύχημα. Ελάχιστοι σταματούν και αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Κάποιοι άλλοι τους μιμούνται, τους ρωτάνε… Κι ύστερα έρχεται το πλήθος που δεν βλέπει πια τίποτα και είναι ευχαριστημένο απλώς με το να πυκνώνει τις γραμμές του.

Κι από ‘κει και πέρα, οι πάντες επινοούν το ατύχημα, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Σταδιακά το ατύχημα παραμορφώνεται και γίνεται το έργο αυτού του συνωστισμένου πλήθους, που δεν έχει δει τίποτα».

Από το Ημερολόγιο του Ζαν Κοκτώ [Jean Cocteau], 3 Φεβρουαρίου του 1952.

Ένα Παρίσι βουτηγμένο στη λάσπη

Πίνακας του Jean Béraud, L’Attente, 1880

«Την εποχή εκείνη η Νανά ήταν πολύ στεναχωρημένη, δεν είχε καθόλου το νου της στη διασκέδαση. Χρειαζόταν χρήματα. Τότε επιδίδονταν με τη Σατέν σ’ ένα λυσσαλέο κυνήγι στα πεζοδρόμια του Παρισιού, ψωνίζοντας πελάτες μες στα λασπωμένα δρομάκια κάτω από το θαμπό φως του γκαζιού. Η Νανά επέστρεψε λοιπόν στα πρόστυχα καμπαρέ των φτωχογειτονιών όπου είχε σύρει τα πρώτα της βρόμικα μεσοφόρια, ξαναείδε τα σκοτεινά απόκεντρα των εξωτερικών λεωφόρων, τα μαρμάρινα αγκωνάρια όπου τη φιλούσαν οι άνδρες όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων, ενώ ο πατέρας της την έψαχνε για να της μαυρίσει τον πισινό.

Έτρεχαν πάνω-κάτω, σύχναζαν στους χορούς και στα καφέ κάθε συνοικίας κι ανέβαιναν σκαλιά υγρά από τις φτυσιές και τη χυμένη μπύρα. […] Αλλά οι διακοπές πλησίαζαν κι οι γειτονιές δεν είχαν χρήμα. Έτσι ξαναγύρισαν στις κεντρικές λεωφόρους. Εκεί είχαν περισσότερες πιθανότητες. Από τα υψώματα της Μονμάρτρης μέχρι το Αστεροσκοπείο, όργωναν όλη την πόλη. Βροχερά βράδια όπου τα παπούτσια τους γλιστρούσαν, ζεστές βραδιές όπου τα κορσάζ τους κολλούσαν στο δέρμα, μακρόχρονες αναμονές, ατέλειωτες βόλτες, σπρωξίματα και καβγάδες, κτηνώδεις συμπεριφορές κάποιου περαστικού που τον οδήγησαν σ’ ένα τρισάθλιο ξενοδοχείο και που ξανακατέβηκε τα λιγδιασμένα σκαλιά του βλαστημώντας – αυτή ήταν όλη τους η ζωή. […]

Τα υγρά βράδια, όταν το νοτισμένο Παρίσι ανέδιδε μια άσχημη μυρωδιά μεγάλου βρόμικου κοιτώνα, ήξερε ότι αυτός ο μαλακός καιρός, αυτή η δυσωδία των ύποπτων δρόμων, ερέθιζαν τους άντρες. Και παραφύλαγε τους πιο καλοβαλμένους, που τους καταλάβαινε από τα άτονα μάτια τους. Ήταν σα μια επιδημία λαγνείας να τύλιγε την πόλη. Ωστόσο φοβόταν και λιγάκι, γιατί οι πιο καθωσπρέπει ήταν και οι πιο νοσηροί. Το λούστρο έφευγε και εμφανιζόταν το κτήνος, απαιτώντας την ικανοποίηση των πιο απίθανων διαστροφών. Και η πουτανίτσα η Σατέν, αμφισβητούσε την αξιοπρέπεια όλων εκείνων που τριγύριζαν με αμάξι, λέγοντας πως οι αμαξάδες ήταν πιο ευγενικοί γιατί σέβονταν τις γυναίκες και δεν τις τυραννούσαν με τα διάφορα βίτσια τους.

Μα τότε, λοιπόν, αναρωτιόταν σα μιλούσε σοβαρά, δεν υπήρχε στον κόσμο αρετή; Από τα υψηλότερα ως τα χαμηλότερα στρώματα, όλοι είναι βουτηγμένοι στη λάσπη! Το τι γίνεται στο Παρίσι από τις εννιά μέχρι τις τρεις το πρωί δεν περιγράφεται! Και η Νανά έσκαγε στα γέλια λέγοντας πως αν μπορούσαν να κοιτάξουν σ’ όλες τις κρεβατοκάμαρες, θα ‘βλεπαν τα πιο παράξενα πράγματα, το φτωχόκοσμο ν’ αναζητά την ηδονή μες στα σκατά και μερικούς τρανούς να χώνουν τη μύτη τους βαθύτερα κι απ’ αυτόν. Τα καινούργια αυτά δεδομένα πλούτισαν τις γνώσεις της γύρω από τη ζωή».

Εμίλ Ζολά, «Νανά» [Émile Zola, “Nana”]. Πρώτη έκδοση, 1880. Μετάφραση: Μαρία Παγουλάτου.

Η διαφθορά της αστικής κοινωνίας

Πορτραίτο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ / Honoré de Balzac

«Πως θα πλουτίσουν γρήγορα, αυτό είναι το πρόβλημα που προσπαθούν να λύσουν αυτή τη στιγμή πενήντα χιλιάδες νέοι που βρίσκονται όλοι στην ίδια θέση μ’ εσάς. Είστε ένα νούμερο μέσα σ’ όλο το πλήθος. Αναλογιστείτε τι προσπάθειες πρέπει να καταβάλετε και με πόση λύσσα πρέπει να παλέψετε. Πρέπει να αλληλοσπαραχθείτε σαν αράχνες εγκλωβισμένες μέσα σε βάζο, δεδομένου ότι δεν βρίσκονται πενήντα χιλιάδες καλές θέσεις. Ξέρετε πως ανοίγει κανείς το δρόμο του εδώ; Ή με τη λάμψη του μυαλού του, ή με την επιτηδειότητα της διαφθοράς. Πρέπει να εισβάλεις μέσα σ’ αυτήν την ανθρώπινη μάζα ή σαν οβίδα κανονιού ή ύπουλα, τρυπώνοντας σαν την πανούκλα. Η εντιμότητα δε χρησιμεύει σε τίποτα. […]

Η διαφθορά βασιλεύει παντού, το ταλέντο είναι σπάνιο. Γι’ αυτό, η διαφθορά είναι το όπλο της μετριότητας που μας έχει κατακλύσει και που τα σημάδια της θα τα βρείτε παντού. Θα συναντήσετε γυναίκες που οι άντρες τους παίρνουν ένα μισθό ίσα-ίσα για να τρέφονται, κι αυτές ξοδεύουν μια περιουσία για να ντυθούν. Θα δείτε υπαλλήλους με μισθό χιλίων διακοσίων φράγκων ν’ αγοράζουν κτήματα. […]

Στο Παρίσι, τίμιος είναι αυτός που σιωπά και αρνείται να μοιραστεί! Δε μιλάω γι’ αυτούς τους φουκαράδες είλωτες που, παντού, κάνουν όλες τις δουλειές χωρίς ν’ ανταμείβονται γι’ αυτό ποτέ και που τους αποκαλώ Η ΑΔΕΡΦΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΟΥΚΑΡΑΔΩΝ του καλού Θεού. Ασφαλώς εδώ έχουμε την αρετή σε όλο το μεγαλείο της βλακείας της, αυτή όμως είναι και η αθλιότητα. Βλέπω ήδη το μορφασμό αυτών των ανθρωπάκων, αν ο Θεός μάς έκανε καμιά άσχημη πλάκα και απουσίαζε από τη Δευτέρα Παρουσία. Αν λοιπόν θέλετε να πετύχετε γρήγορα πρέπει ή να είστε ήδη πλούσιος, ή να φαίνεστε ότι είστε. […]

Αυτή είναι η ζωή στην πραγματικότητα. Δεν έχει τίποτα το ειδυλλιακό, μοιάζει σα να είσαι χωμένος στην κουζίνα, βρομάει όσο κι αυτή, κι εσύ πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου αν θες να μαγειρέψεις. Να ξέρεις μόνο να ξεπλένεσαι καλά• σ’ αυτό έγκειται όλη η ηθική της εποχής μας.»

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, «Ο Μπάρμπα-Γκοριό» [Honoré de Balzac, “Le Père Goriot”]. Πρώτη έκδοση το 1835. Μετάφραση: Μ.Τυρέα-Χριστοδουλίδου

Τρώγοντας τους εργάτες

Εικονογραφήσεις για το Κάππα του Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα / Akutagawa's Kappa illustrations

Στα μισά της δεκαετίας του 20 ο Ιάπωνας συγγραφέας Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα [Ryunosuke Akutagawa] εξιστόρησε τα ήθη και τον τρόπο ζωής των Κάπα, στο μυθιστόρημά του «Κάπα» [Kappa / 河童, μετάφραση: Γιούρι Κοβαλένκο]. Τα Κάπα είναι κάτι παράξενα μυθικά πλάσματα που μοιάζουν σε πολλά με τους ανθρώπους. Ζουν σε πόλεις, έχουν ανθηρές βιομηχανίες, φιλοσοφία, τέχνη και θρησκεία. Έχουν καπιταλιστές ιδιοκτήτες και πλήθη από προλετάριους. Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στατιστικά:

«Η διαδικασία μαζικής παραγωγής καλπάζει με πολύ ταχύ ρυθμό. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι, σύμφωνα μ’ επίσημες εκτιμήσεις, έχασαν πρόσφατα τις δουλειές τους γύρω στις σαράντα με πενήντα χιλιάδες άτομα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχα συναντήσει ακόμα τη λέξη «απεργία» σ’ αυτόν τον τόπο, όσο κι αν φυλλομετρούσα ανυπόμονα τις εφημερίδες κάθε πρωί. Ήταν κάτι που μου φαινόταν μάλλον περίεργο και δυσεξήγητο. Έτσι λοιπόν, σε μια περίπτωση που ήμουν καλεσμένος στο σπίτι του Γκάελ [ιδιοκτήτη βιομηχανίας], παρέα με τον Πεπ και τον Τσακ [δύο χαρακτηριστικούς Κάπα], βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω γιατί.

«Μα, επειδή τρώγονται!»Ο Γκάελ ήταν εκείνος που απάντησε. Το είπε με τον πιο φυσικό τρόπο, ανάμεσα σε δυο ρουφηξιές καπνού απ’ το πούρο του.Αυτό το «τρώγονται» δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα ακριβώς τι σήμαινε. Ο Τσακ όμως, με το γνωστό μονόκλ του, φαίνεται πως πρόσεξε το απορημένο μου ύφος κι έσπευσε να μου εξηγήσει.

«Αυτό που ήθελε να πει ο Γκάελ είναι ότι σφάζουμε όσους εργάτες χάνουν τη δουλειά τους και χρησιμοποιούμε τη σάρκα τους για κρέας. Να, εδώ έχω μια εφημερίδα. Για να δούμε αν γράφει τίποτε σχετικό. Να! Άκου: «Ο αριθμός νέων ανέργων αυτό το μήνα έφτασε τους 64.769. Αντίστοιχη πτώση παρατηρήθηκε στην τιμή του κρέατος».

«Καλά, και οι εργαζόμενοι δέχονται μια τέτοια κατάσταση χωρίς να διαμαρτύρονται; Να οδηγούνται στο…»

«Δεν θ’ άλλαζε τίποτε, όση φασαρία κι αν έκαναν. Η σφαγή του εργαζόμενου προβλέπεται με ειδικό άρθρο στο σύνταγμά μας […] Με μια τέτοια τακτική, βλέπεις, η Πολιτεία γλιτώνει τον πολίτη απ’ το άγχος της αυτοκτονίας, ή της λιμοκτονίας. Μια εισπνοή από δηλητηριώδες αέριο… κι αυτό ήταν όλο. Ούτε πόνος, ούτε τίποτε».

«Ναι, αλλά να τρώτε τη σάρκα τους για κρέας…», έκανα.

«Πες μου, δεν είναι αλήθεια ότι στη χώρα σου τα κορίτσια τέταρτης κατηγορίας πουλιούνται σε πορνεία; Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν είναι καθαρός συναισθηματισμός εκ μέρους σου να δείχνεις ότι ενοχλείσαι επειδή εδώ τρώμε τις σάρκες του εργαζόμενου σαν κρέας;»

Ο Γκάελ περίμενε να γίνει κάποιο διάλειμμα στη συζήτηση για να μου προσφέρει ένα απ’ τα πιάτα με σάντουιτς που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι.

«Αυτά πως σου φαίνονται;», μου είπε. «Πάρε ένα! Κρέας εργαζόμενου είναι κι αυτό!»

Δεν χρειάζεται να πω ότι χλόμιασα. […] Πήρα το δρόμο για το σπίτι μου μέσα σ’ ένα σκοτάδι μαύρο σαν πίσσα, κάνοντας συνέχεια εμετό. Στο κατάμαυρο φόντο της νύχτας, το ξερατό μου φάνταζε άσπρο, κάτασπρο».

Ξέσπασμα στη βουλή

Ο καπιταλισμός ξεζουμίζει τους εργάτες - παλιά γελοιογραφία / Capitalism draining the workers, old political cartoon

«Καθόμουνα στον εξώστη της βουλής εκείνη την ημέρα. Όλοι ξέραμε πως κάτι φοβερό ήταν να γίνει. Πλανιόταν στον αέρα και η παρουσία του γινόταν αισθητή από τους οπλισμένους στρατιώτες που ήταν παραταγμένοι στους διαδρόμους και από τους αξιωματικούς που συγκεντρώνονταν στις εισόδους της Βουλής. Η Ολιγαρχία θα χτυπούσε. Μιλούσε ο Έρνεστ. Ανιστορούσε τα βάσανα των ανέργων, με την ιδέα ότι μπορούσε ν’ αγγίξει τις καρδίες και τις συνειδήσεις τους. Αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί βουλευτές τον σάρκαζαν και επικρατούσε φασαρία και σύγχυση. Ο Έρνεστ άλλαξε απότομα ύφος.

— Γνωρίζω ότι τίποτα δεν μπορεί να σας επηρεάσει, είπε. Δεν έχετε ψυχή για να επηρεαστεί. Είστε ασπόνδυλα και μαλθακά πλάσματα. Με πομπώδη τρόπο ονομάζετε τους εαυτούς σας Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς. Δεν υπάρχει Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα. Δεν υπάρχει Δημοκρατικό Κόμμα. Δεν υπάρχουν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκράτες εδώ μέσα. Είστε κόλακες και προαγωγοί, τα τσιράκια της Πλουτοκρατίας. Φλυαρείτε με απαρχαιωμένη ορολογία για την αγάπη σας στην Ελευθερία, ενώ φοράτε την κόκκινη λιβρέα της Σιδερένιας Φτέρνας.

Στο σημείο αυτό, η φωνή του πνίγηκε από τις κραυγές: «Στην τάξη! στην τάξη!» κι εκείνος στεκόταν περιφρονητικά ώσπου η οχλαγωγία κατάπεσε. Έκανε μια χειρονομία που τους έκλεινε όλους μέσα, γύρισε στους συντρόφους του και είπε:

— Ακούτε πως μουγκρίζουν τα χορτασμένα κτήνη.

Πανδαιμόνιο έγινε ξανά. Ο πρόεδρος χτυπούσε για να επιβάλλει την τάξη και κοίταζε με προσδοκία κατά την πόρτα, στους αξιωματικούς. «Ανταρσία!» ακούγονταν φωνές κι ένας φωνακλάς βουλευτής της Νέας Υόρκης, φώναξε: «Αναρχικέ!» στον Έρνεστ. Και ο Έρνεστ δεν ήταν καθόλου ευχάριστος να τον κοιτάζεις. Τρεμούλιαζε κάθε αγωνιστική ίνα του και το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο ενός ζώου που πολεμάει, ωστόσο, ήταν ψύχραιμος και συγκεντρωμένος.

— Θυμηθείτε, είπε με φωνή που την έκανε ν’ ακουστεί πάνω από το θόρυβο, ότι όπως εσείς τώρα δείχνετε οίκτο στο προλεταριάτο, κάποια μέρα, αυτό το ίδιο το προλεταριάτο θα δείξει οίκτο για σας.

Οι φωνές «Ανταρσία!» και «Αναρχικός!» διπλασιάστηκαν.

— Ξέρω ότι δε θα ψηφίσετε το νομοσχέδιο αυτό, συνέχισε ο Έρνεστ. Πήρατε εντολές από τα αφεντικά σας να το καταψηφίσετε και με φωνάζετε, από πάνω, αναρχικό. Εσείς που έχετε εξοντώσει τις κυβερνήσεις του λαού, και που αδιάντροπα επιδείχνετε τη ντροπή σας στις δημόσιες πλατείες, με φωνάζετε αναρχικό. Δεν πιστεύω στις φωτιές της κόλασης και στο θειάφι, αλλά τέτοιες στιγμές λυπάμαι που δεν πιστεύω. Όσο υπάρχετε εσείς, υπάρχει και μια ζωτική ανάγκη για μια κόλαση στον κόσμο.»

Τζακ Λόντον, «Η Σιδερένια Φτέρνα» [Jack London, “The Iron Heel”]. Πρώτη έκδοση το 1908. Μετάφραση: Γεωργία Αλεξίου.

Όλοι είναι ασφαλείς στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο

Εξώφυλλο για τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Άλντους Χάξλεϋ / Brave New World by Aldous Huxley, book cover

«Είναι αστείο να διαβάζει κανείς τι έγραφαν οι άνθρωποι για την επιστήμη την εποχή του Μεγάλου μας Φορντ. Νόμιζαν ότι η πρόοδός της θα ήταν απεριόριστη, ανεξάρτητα από τους άλλους παράγοντες. Η γνώση ήταν το υπέρτατο αγαθό, η αλήθεια η υπέρτατη αξία και όλα τ’ άλλα συμπληρωματικά και δευτερεύοντα.Από την εποχή εκείνη όμως, οι αντιλήψεις άρχισαν ν’ αλλάζουν. Ο Μεγάλος Φορντ κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή από την αλήθεια και την ομορφιά στην ευημερία και την ευτυχία. Η μαζική παραγωγή, απαιτούσε αυτόν τον αναπροσανατολισμό. Η καθολική ευτυχία διατηρεί την εύρυθμη λειτουργία των μηχανισμών, η αλήθεια και η ομορφιά όμως όχι. Κι όποτε οι μάζες καταλάμβαναν την πολιτική εξουσία, η ευημερία τελικά μετρούσε και όχι η αλήθεια και η ομορφιά.

Παρ’ όλα αυτά, η απεριόριστη επιστημονική έρευνα επιτρεπόταν. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να συζητούν για την αλήθεια και την ομορφιά μέχρι τον Εννεαετή Πόλεμο. Αυτός ήταν η αφορμή ν’ αλλάξουν οι αντιλήψεις ριζικά. Τι νόημα έχει η αλήθεια ή η ομορφιά όταν ανθρακοβόμβες σκάνε γύρω σου;

Από τότε άρχισε να ελέγχεται η επιστήμη. Οι άνθρωποι αντάλλασαν τα πάντα για μια ήσυχη ζωή, ήταν διατεθειμένοι ακόμα και η διατροφή τους να τεθεί υπό αυστηρό έλεγχο.

Από τότε ελέγχουμε την κοινωνία. Η αλήθεια βέβαια τέθηκε σε δεύτερη μοίρα, ευνοήθηκε όμως η ευτυχία. Όλα έχουν τ’ ανταλλάγματά τους. Η ευτυχία κι αυτή πληρώνεται.»

Η ιδανική κατανομή του πληθυσμού έχει για μοντέλο της ένα παγόβουνο, όπου τα οκτώ ένατα βρίσκονται κάτω από το νερό και το ένα ένατο πάνω”.

“Και όσοι ζουν από κάτω, μπορούν να είναι ευτυχισμένοι;”

“Είναι περισσότερο ευτυχισμένοι από τους από πάνω. Δεν βρίσκουν καθόλου απαίσια τη δουλειά τους, αντίθετα τους αρέσει. Διότι η εργασία τους είναι ελαφριά, παιδική. Δεν χρειάζεται να κουράζουν το μυαλό, ή τους μυς τους. Επτάμισι ώρες άνετης εργασίας κι ύστερα ναρκωτικά και παιχνίδια, ελεύθερες σχέσεις και αισθησιακά θεάματα. Τι άλλο να θέλουν; […]

Σήμερα είμαστε προκαθορισμένοι να κάνουμε ακριβώς αυτό που πρέπει. Κι αυτό που πρέπει να κάνουμε μας είναι πολύ ευχάριστο.

Κι αν παρ’ ελπίδα κάτι κάπου πάει στραβά, υπάρχει πάντα η σόμα για ένα ταξίδι μακριά από τα δυσάρεστα γεγονότα. Η σόμα σε ηρεμεί, σβήνει το θυμό, σε συμφιλιώνει με τους εχθρούς σου, σε κάνει υπομονετικό και ανθεκτικό στον πόνο. Στο παρελθόν όλα αυτά απαιτούσαν χρόνια ψυχικής εξάσκησης. Τώρα μ’ ένα δυο γραμμάρια ναρκωτικών σόμα έχεις φτάσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Όλοι είναι ενάρετοι στις μέρες μας. Τη μισή ηθικότητά σου την κουβαλάς πάνω σου σε χάπια ναρκωτικού. Χριστιανισμός δίχως δάκρυα – αυτή είναι η σόμα».

Άλντους Χάξλεϊ, «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» [Aldous Huxley, “Brave New World”]. Πρώτη έκδοση 1931. Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης.

Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 8 – Οι στάχτες του πολέμου
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 9 – O χορός των εφτά πέπλων
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 10 – Λογοτεχνία και Σπορ
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 11 – Ποίηση και Τρέλα

© Για την ψηφιοποίηση των αποσπασμάτων και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Μάρτιος 19.

 

Metropolis painting by George Grosz, 1917-18 / Μητρόπολις, πίνακας του Τζορτζ Γκρος, 1917-18

Tags: , , , , , , , ,

4 Responses

  1. Alex Megas says:

    Πολύ ενδιαφέρων! Ευτυχώς που υπάρχουν οι συγγραφείς οι ζωγράφοι και όλοι οι καλλιτέχνες για να καταγράφουν τον κόσμο μας, να τον προσδιορίζουν αλλά και να τον επηρεάζουν.

    • Τι θα ήταν ο κόσμος μας δίχως τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες – που καλύτερα από κάθε άλλον απεικονίζουν την ομορφιά και την ασχήμια του… Ευχαριστώ για το σχόλιο, φίλε Άλεξ!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *